Με την ελληνοτουρκική κρίση να έχει ξεπεράσει σε διάρκεια κάθε προηγούμενη μετά το 1974, τον πρόεδρο Ερντογάν να επιδίδεται σε κρεσέντο εμπρηστικής ρητορικής και τα τύμπανα του πολέμου να ηχούν οσημέραι δυνατότερα στα πεδία όπου ασκούνται με πραγματικά πυρά οι Ενοπλες Δυνάμεις που συγκεντρώνονται στην περιοχή, τα σενάρια που επιμένουν να ερμηνεύουν τις κινήσεις της Αγκυρας ως μεθοδεύσεις καθαρά επικοινωνιακού χαρακτήρα, άνευ άλλης γεωστρατηγικής σημασίας, μάλλον εγείρουν ερωτηματικά για την οξυδέρκειά τους παρά κομίζουν απαντήσεις ικανές να φωτίσουν την εξέλιξη των πραγμάτων.
Μετά την Deutsche Welle, η οποία παραμονή της συνάντησης Μέρκελ - Μακρόν στις 21 Αυγούστου διερωτάτο «τι έχει πιάσει τον Γάλλο πρόεδρο με την Τουρκία» και το Ιδρυμα Κόνραντ Αντενάουερ, think tank του κυβερνώντος Χριστιανοδημοκρατικού Κόμματος, που την ίδια στιγμή συνέστηνε «στρατηγική υπομονή» απέναντι στην Αγκυρα, ήρθε πριν από λίγες ημέρες να προστεθεί η Die Welt με το περίεργο δημοσίευμα που, ενώ υποτίθεται ότι αποκάλυπτε την εντολή του Ερντογάν προς τους στρατηγούς του να βυθίσουν πλοίο του ελληνικού στόλου ή να καταρρίψουν ελληνικό μαχητικό αεροσκάφος, ταυτόχρονα εμφάνιζε τον ηγέτη της Τουρκίας να κήδεται της ζωής των πληρωμάτων τους και να μην ενδιαφέρεται παρά μόνο για την παραμονή του στην εξουσία.
Τουτέστιν μεθερμηνευόμενο, αν ορθώς το αντιλαμβάνομαι, ότι δεν συντρέχει, σε τελική ανάλυση, ουδείς λόγος ανησυχίας για το πού θα οδηγηθεί η ελληνοτουρκική κρίση, αφού ο Ερντογάν την οξύνει μόνο και μόνο για να αποπροσανατολίσει την εσωτερική κοινή γνώμη, να αποσπάσει την προσοχή της από την επιδείνωση της οικονομικής κατάστασης της χώρας, να συσπειρώσει τους ψηφοφόρους του και να ικανοποιήσει τους υπερεθνικιστές πολιτικούς του ώστε να μην κλονισθεί ο κυβερνών συνασπισμός εξουσίας.
Προς την ίδια κατεύθυνση κινούμενος ο H. Bohnet, επικεφαλής του Ιδρύματος Κόνραντ Αντενάουερ για την Ελλάδα και την Κύπρο, συμπλήρωσε μόλις προχθές τη «γερμανική ανάλυση» λέγοντας στο Liberal και τον Γιώργο Φιντικάκη ότι ναι μεν υπάρχει πάντα ο κίνδυνος του ατυχήματος, ναι μεν η τακτική της Αγκυρας είναι πολύ προκλητική, ωστόσο, αν ο Ερντογάν τραβάει το σχοινί στα άκρα δεν είναι μόνο για να αποσπάσει την προσοχή της τουρκικής κοινής γνώμης από την οικονομία, αλλά και για να βγάλει την Τουρκία από την απομόνωση στην οποία βρίσκεται και «να ενισχύσει τη διαπραγματευτική θέση της όταν και όποτε ξεκινήσουν οι διαπραγματεύσεις».
Και αυτά λέγονταν την ώρα που για πρώτη, αν δεν κάνω λάθος, φορά ο ίδιος ο Ερντογάν μιλώντας στην εκδήλωση για την «Ημέρα της Νίκης» (30 Αυγούστου - νίκη Κεμάλ στη Μικρά Ασία) πρόβαλε ανοιχτά και με τον πιο καθαρό τρόπο το νέο αφήγημά του για την «ιστορική αποστολή» της Τουρκίας, ομολογώντας δημοσίως αυτό που όλοι (πλην Βερολίνου) από το Νέο Δελχί μέχρι το Τελ Αβίβ, από τη Ριάντ έως το Κάιρο και από τη Λευκωσία μέχρι το Παρίσι είχαν αρχίσει να αντιλαμβάνονται προ πολλού: ότι, δηλαδή, στρατηγικός του στόχος στην πραγματικότητα δεν είναι ούτε (μόνον) η εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων σε Αιγαίο και Μαύρη Θάλασσα, ούτε (μόνον) η εφαρμογή του δόγματος περί «Γαλάζιας Πατρίδας» στην ευρύτερη περιοχή, ούτε (μόνον) η επιβολή της επικυριαρχίας του στο τρίγωνο Μεσοποταμία - Ανατολική Μεσόγειος - Βόρεια Αφρική προκειμένου να δημιουργήσει, κατά το ιστορικό προηγούμενο της χιτλερικής Γερμανίας, τον «ζωτικό χώρο» που διεκδικεί μαινόμενος για τις διευθετήσεις όχι μόνον της Συνθήκης της Λωζάννης, αλλά πρωτίστως των Σεβρών με την οποία έκλεισε το Ανατολικό Ζήτημα και διαλύθηκε η Οθωμανική Αυτοκρατορία.
Αλλά η πραγματοποίηση του ονείρου που έχει, τουλάχιστον από το 2016 και μετά, να γίνει ο διεθνής προστάτης των μουσουλμάνων κατά τα πρότυπα των Οθωμανών χαλίφηδων και να κάνει την Τουρκία παγκόσμια υπερδύναμη του μουσουλμανικού κόσμου υπερεπεκτείνοντας τη σφαίρα της επιρροής της από τη Νοτιοανατολική Ασία μέχρι την Υποσαχάρια Αφρική και από τα Δυτικά Βαλκάνια και τη Δυτική Θράκη έως τις μουσουλμανικές περιοχές της πρώην Σοβιετικής Ενωσης.
Οι Ινδοί, για παράδειγμα, δεν χρειάσθηκαν ούτε μία ημέρα για να καταλάβουν ότι η απόφαση του Ερντογάν για τη μετατροπή της Αγίας Σοφίας σε τέμενος ήταν πρωτίστως ακόμα μία εκδήλωση του εμμονικού ανταγωνισμού του με τη Σαουδική Αραβία για την «ιδεολογική ηγεμονία στο Ισλάμ». Μια προηγούμενη ήταν η ομιλία που έκανε από το βήμα της τελευταίας Γενικής Συνέλευσης του ΟΗΕ ως ο μοναδικός ηγέτης που καταφέρθηκε εναντίον της Ινδίας για το ζήτημα του Κασμίρ, παραλληλίζοντας τους αγώνες των Κασμίρων για ανεξαρτησία με τους αντίστοιχους αγώνες που, κατά τον Ερντογάν έκανε η Οθωμανική Αυτοκρατορία στη διάρκεια του Α' Παγκοσμίου Πολέμου(!). Οι Ινδοί αξιωματούχοι, όμως, γνωρίζουν από πρώτο χέρι ότι οι θέσεις της Τουρκίας στο ζήτημα του Κασμίρ δεν είναι παρά ένα μόνο μέρος του σχεδίου Ερντογάν για την ανάπτυξη της τουρκικής επιρροής στη χώρα. Σύμφωνα με τα λεγόμενα των αξιωματούχων τους, που διέρρευσαν στον Τύπο τους με αφορμή τα τεκταινόμενα στη δική μας περιοχή, η Τουρκία βρίσκεται πίσω από τη δημιουργία ισλαμιστικών πυρήνων στην Ινδία, αλλά και πίσω από τις συστηματικές προσπάθειες ριζοσπαστικοποίησης και στρατολόγησης Ινδών μουσουλμάνων φονταμενταλιστών με απώτερο στόχο την επέκταση του ισλαμισμού στα μη αραβικά κράτη της Νοτιοανατολικής Ασίας.
Κατά τους αναλυτές τους, η μετατροπή της Τουρκίας σε «κόμβο αντι-ινδικών δραστηριοτήτων», ανάλογων με αυτές που μέχρι σήμερα καθοδηγούσε το Πακιστάν, αποτελεί μία από τις εκφάνσεις της νεο-οθωμανικής στρατηγικής, με την οποία ο Ερντογάν επιχειρεί να προσεταιρισθεί τόσο αραβικά κράτη, όπως το Κατάρ, όσο και μη αραβικά, όπως το Ιράν, για να ηγηθεί συμμαχιών που σε πρώτη φάση θα αποδυναμώνουν τους ανταγωνιστές του εντός του μουσουλμανικού κόσμου -όπως είναι η Σαουδική Αραβία, τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Αίγυπτος- σε δεύτερη φάση θα δημιουργούν μια κατά πολύ ευρύτερη της σημερινής «σφαίρα τουρκικής επιρροής». Εξ ου και η εμφανής προσπάθειά της να διευρύνει τις συμμαχίες της τόσο προς την κατεύθυνση της Μαλαισίας όσο και προς την κατεύθυνση του Πακιστάν με το οποίο είχε πάντα καλές σχέσεις, αλλά όχι αντίστοιχες με αυτές που καλλιεργεί σήμερα επωφελούμενη τη δυσαρέσκειά του για τη στρατηγική συνεργασία που τα τελευταία χρόνια αναπτύσσεται ανάμεσα στην ιστορική αντίπαλό του Ινδία και το δίδυμο Σαουδική Αραβία - Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα στο οποίο η Ισλαμαμπάντ ήταν μέχρι πρότινος ιστορικά και όχι μόνον προσκολλημένη.
Δεν πρόκειται για αναλύσεις που διαφέρουν ουσιαστικά από αυτές των Ισραηλινών, οι οποίοι είναι πια πεπεισμένοι ότι ο κίνδυνος που αντιπροσωπεύει η σημερινή Τουρκία για την ασφάλειά τους είναι μεγαλύτερος αυτού που αντιπροσώπευε παλαιότερα το Ιράν. Και δεν είναι βέβαια διαφορετικές από εκείνες που οι Γάλλοι έχουν κάνει, γνωρίζοντας επίσης από πρώτο χέρι και πώς οι τουρκικές υπηρεσίες διεισδύουν στις μουσουλμανικές μειονότητες της Ευρώπης και πώς κινούνται όχι μόνο στη Βόρεια αλλά και στην Κεντρική Αφρική, όπου επίσης διακυβεύονται εξίσου, αν όχι και μεγαλύτερα, δικά τους ζωτικά συμφέροντα και όπου επίσης θρηνούν συχνά πυκνά δικά τους θύματα τρομοκρατικών οργανώσεων τύπου Μπόκο Χαράμ, όπως αυτά των έξι αθώων τουριστών συμπατριωτών τους που στις αρχές Αυγούστου δολοφονήθηκαν από ενόπλους μαζί με τους δύο ντόπιους συνοδούς τους σε πάρκο άγριας φύσης της Δημοκρατίας του Νίγηρα.
Προσωπικά, δεν είμαι καθόλου βέβαιος ότι είναι αποκλειστικά οι διαφορές συμφερόντων που ανοίγουν ή κλείνουν τα αυτιά της διπλωματίας, τυφλώνουν ή φωτίζουν τις αναλύσεις περί στρατηγικών κινδύνων και γεωστρατηγικών απειλών. Είμαι, όμως, σίγουρος ότι το μεγάλο πρόβλημα των σχέσεων της Ευρώπης με τη γείτονα θα παραμένει και θα μεγαλώνει επικίνδυνα όσο αυτοί που προσφέρονται να γεφυρώσουν το χάσμα που τη χωρίζει από το σύμπαν στο οποίο τα τελευταία χρόνια κινείται η τουρκική ηγεσία δείχνουν να μην έχουν διδαχθεί πολλά πράγματα από τις συνέπειες της διπλωματικής βαρηκοΐας και της στρατηγικής τύφλωσης εξαιτίας των συμπτωμάτων των οποίων οι Αμερικανοί ούτε άκουσαν τι έλεγε το παζάρι της Τεχεράνης, ούτε είδαν για πότε οι μουλάδες έκαναν την Ισλαμική Επανάσταση, ούτε κατάλαβαν πώς στη θέση του προστατευομένου τους Σάχη βρέθηκε ο Χομεϊνί.
*Αναδημοσίευση από τον Φιλελεύθερο του Σαββάτου 5 Σεπτεμβρίου.