Του Αλέξανδρου Σκούρα
Η πρόσφατη παράσταση διαμαρτυρίας φοιτητών στο γραφείο του Υπουργού Παιδείας και τα όσα τραγελαφικά διαμείφθηκαν στον μεταξύ τους διάλογο, τα εγκαίνια υποκαταστήματος του Ρουβίκωνα στο κτήριο της Φιλοσοφικής, αλλά και οι κραυγές αγωνίας από διάφορα πανεπιστήμια της χώρας για τα όσα φρικτά και αποκρουστικά συμβαίνουν στους χώρους τους, έφεραν ξανά στην επικαιρότητα το κρίσιμο ζήτημα της εκπαίδευσης στη χώρα μας.
Για να πούμε λοιπόν τα πράγματα με το όνομά τους, η “Δημόσια Δωρεάν Παιδεία” που επικαλούνται όσοι ανά πάσα στιγμή θέλουν να χαϊδέψουν τ' αυτιά της εκπαιδευτικής κοινότητας είναι στην καλύτερη περίπτωση ένας αποτυχημένος ευφημισμός.
Πρώτα απ' όλα, η παιδεία που παρέχεται από το εκπαιδευτικό μας σύστημα δεν είναι δημόσια αλλά κρατική. Ο ιδεολογικός πόλεμος ως προς το πρόγραμμα διδασκαλίας που μαίνεται τα τελευταία τρία χρόνια - αλλά και προηγουμένως - αποκαλύπτει μια διελκυστίνδα ελέγχου του περιεχομένου της κατήχησης την οποία θα υφίσταται οι μαθητές και οι μαθήτριες.
Πολύ περισσότερο, το ίδιο το εκπαιδευτικό σύστημα δεν είναι σχεδιασμένο με επίκεντρο τις ανάγκες των μαθητών και των οικογενειών τους, αλλά αυτές των εκπαιδευτικών. Ο νόμος των συγκεντρωμένων ωφελειών και του κατεσπαρμένου κόστους έχει εδώ πλήρη εφαρμογή: Η μανιώδης επιμονή της σημερινής κυβέρνησης ενάντια της οποιασδήποτε αξιολόγησης των εκπαιδευτικών φανερώνει ξεκάθαρα την πραγματική στόχευση της. Στο βωμό της εξυπηρέτησης κακώς νοούμενων κλαδικών συμφερόντων των εκπαιδευτικών, η κυβέρνηση, αλλά και σχεδόν όλες όσες προηγήθηκαν, θυσιάζει τον αποτελεσματικότερο μηχανισμό προόδου και κοινωνικής κινητικότητας.
Φυσικά, η παιδεία μας δεν είναι δωρεάν. Πρώτα απ' όλα κοστίζει υπερβολικά για όσα μας παρέχει. Τα πορίσματα της πρόσφατης έρευνας που δημοσιοποίησε το ΚΕΦίΜ για το κόστος της εκπαίδευσης είναι αποστομωτικά: Το 2016, η μέση ετήσια δημόσια δαπάνη ανά μαθητή (νηπιαγωγείο έως και λύκειο) ήταν περίπου 3.200 ευρώ, ενώ το ίδιο έτος οι ελληνικές οικογένειες πλήρωσαν επιπλέον από την τσέπη τους 1,5 δις ευρώ για την εκπαίδευση των παιδιών τους. Ταυτόχρονα, σύμφωνα με σχετική έρευνα του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα καταλαμβάνει την τελευταία θέση μεταξύ των χωρών του Οργανισμού ως προς την ικανοποίηση των πολιτών από την ποιότητα του εκπαιδευτικού συστήματος και των σχολείων.
Τώρα, ως προς το αν η τελευταία έστω λέξη του τριπτύχου “Δημόσια Δωρεάν Παιδεία” μπορεί να βγει εκτός εισαγωγικών, αυτό το αφήνω στη δική σας κρίση. Και για να μη φανεί ότι αδικώ και γενικεύω, σπεύδω να αναγνωρίσω ότι ακόμη και σ' αυτό το παράλογο σύστημα υπάρχουν ουσιαστικοί πυρήνες αριστείας σε όλες τις βαθμίδες της εκπαίδευσης - όμως το έργο τους οφείλεται πάντα στην ευσυνειδησία της εκπαιδευτικής κοινότητας, και πάντα το κρατικό εκπαιδευτικό σύστημα στήνει παγίδες και εμπόδια σ' αυτές τις προσπάθειες.
Τι μπορεί να γίνει λοιπόν; Αν πραγματικά θέλουμε να βελτιώσουμε την ποιότητα του εκπαιδευτικού μας συστήματος, τα παραδείγματα από τα οποία μπορούμε να αντλήσουμε ιδέες και βέλτιστες πρακτικές είναι πάμπολλα και καλύπτουν όλες σχεδόν τις προσεγγίσεις και τις οπτικές. Η φιλελεύθερη πάντως οπτική προτείνει αξιολόγηση παντού, ενίσχυση της εκπαιδευτικής, διοικητικής και οικονομικής αυτονομίας σχολείων και πανεπιστημίων, ανταγωνισμό μεταξύ των δημόσιων και των ιδιωτικών σχολείων μέσω της ενίσχυσης της σχολικής επιλογής, και βεβαίως - επιτέλους πια! - την ίδρυση και λειτουργία ιδιωτικών πανεπιστημίων (ή, αν θέλουμε να είμαστε ειλικρινείς, την αναγνώριση των αξιόλογων ιδιωτικών πανεπιστημίων που ήδη λειτουργούν στη χώρα μας με άλλες ταμπέλες και την ίδρυση νέων).
Σύντομα, το ΚΕΦίΜ, στο πλαίσιο του προγράμματος “Ελλάδα 2021: Ατζέντα για την ελευθερία και την ευημερία” θα παρουσιάσει μια συνολική πρόταση για τη μεταρρύθμιση του εκπαιδευτικού μας συστήματος στην κατεύθυνση της περισσότερης ελευθερίας. Ένα είναι σίγουρο: Ποτέ άλλοτε δεν ήταν πιο έτοιμη και πρόθυμη η κοινωνία μας για την εφαρμογή τολμηρών μεταρρυθμίσεων στην εκπαίδευση. Ιδού λοιπόν η Ρόδος!