της Μαρίας Χούκλη
Πάντοτε είχε σημασία όχι μόνον τι λέει κάποιος, αλλά ποιος το λέει.
Ανοησίες από ανόητους δεν πρέπει να μας συγχύζουν, αξιόλογες παρατηρήσεις από ευήθεις πιθανότατα είναι τυχαίες, αντιθέτως, αξίζουν την προσοχή μας απόψεις ακραίες όταν εκφέρονται από κατά τεκμήριο σοβαρούς και επαΐοντες. Κατά συνέπεια, ορθώς ενόχλησαν οι δηλώσεις του πρώην υπουργού Δικαιοσύνης για τη Χρυσή Αυγή. Ενδεχομένως να υπερίσχυσε η ιδιότητα του νομικού και να τάχθηκε υπέρ της «χείρας φιλίας» στο φιλοναζιστικό κόμμα, αλλά δεν μπορεί να παραγράψει την ιδιότητα που είχε έως πρόσφατα: ήταν κάτοχος του χαρτοφυλακίου που τεστάρει και τεστάρεται για την ποιότητα της Δημοκρατίας. Ακόμη και να αγνοούσε τα έργα και τις ημέρες των στελεχών του ακροδεξιού κόμματος, από τη θέση του ως υπουργού Δικαιοσύνης θα είχε ασφαλώς πλήρη ενημέρωση για το περιεχόμενο του φακέλου «Χρυσή Αυγή» και όσων επιβαρυντικών αποκαλύφθηκαν κατά τη διάρκεια της δίκης της.
Μετά τις αντιδράσεις που προκάλεσαν οι δηλώσεις του, φρόντισε να διευκρινίσει ότι ουδόλως εννοούσε να δοθεί συγχωροχάρτι σε ομάδα που εμφορείται από ναζιστική ιδεολογία, ούτε στα εγκλήματα μελών της που λογοδοτούν ενώπιον της Δικαιοσύνης. Δεν αναφερόταν στο παρελθόν, αλλά στο μέλλον. Γιατί πιστεύει, ότι κάθε ανθρώπινο ον έχει δικαίωμα να αλλάξει στο μέλλον στάση, ακόμη και οι σαγηνευμένοι από την κοινωνικοπολιτικά παραγόμενη φασιστική ιδεολογία.
Έχει δίκιο. Δεν γεννιόμαστε αριστεροί, δεξιοί, κεντρώοι, φασίστες, ρατσιστές, σεξιστές, ομοφοβικοί, τρομοκράτες . Γινόμαστε. Αλλά μέχρι να πάψουμε να είμαστε και το αποδείξουμε εμπράκτως δεν μπορούμε να περιμένουμε από τους άλλους να γυρίζουν «το άλλο μάγουλο».
Το λάθος του καθηγητή της Νομικής και πρώην υπουργού είναι ότι βιάστηκε να προσφέρει συναίνεση στο συγκεκριμένο πολιτικό μόρφωμα πριν καν η ηγεσία και τα κορυφαία στελέχη του δεχθούν έμπρακτα- όπως ο ίδιος ανέφερε ως προϋπόθεση - την υπαγωγή τους στους θεσμούς της Δημοκρατίας. Πριν αποδείξουν έργω και λόγω, ότι σέβονται το κράτος Δικαίου που διασφαλίζει την απρόσκοπτη λειτουργία αυτού του κόμματος. Επιπλέον με ασύγγνωστη «αφέλεια» ο πρώην υπουργός ερμηνεύει την ύφεση της χρυσαυγίτικης βίας ως στοιχείο δημοκρατικής εξημέρωσης, χωρίς να την συνδέει με την εν εξελίξει δίκη. (Άλλωστε πριν αλέκτορα φωνήσαι τρις, η μισή κοινοβουλευτική ομάδα της Χρυσής Αυγής έδωσε σαφές δείγμα πώς εννοεί την συνύπαρξη με το διαφορετικό, εισβάλλοντας σαν ομάδα κρούσης, σε εκδήλωση για τις μειονότητες.)
Θα μπορούσε κάποιος να υποστηρίξει ότι ο πρώην υπουργός αισθάνθηκε ότι μιλάει σε πανεπιστημιακό αμφιθέατρο όπου η ακαδημαϊκή ελευθερία επιτρέπει, ανέχεται τη διατύπωση ακόμη και των πιο ενοχλητικών απόψεων, των πιο ακραίων υποθέσεων εργασίας .
Ωστόσο, ο δημόσιος λόγος ακόμη και από έναν πανεπιστημιακό δάσκαλο επενεργεί διαφορετικά στο κοινωνικό σώμα , το οποίο - χωρίς να έχει την δική του επιστημονική σκευή- μοιραία εισπράττει ακατέργαστα όσα λέγονται. Το εξοικειώνει, το συμφιλιώνει με την ιδέα ότι κατά βάθος ουδείς κακός, άρα προς τι το μίσος και ο αλληλοσπαραγμός;
Ο πρώην υπουργός επ΄ουδενί δεν μπορεί να θεωρηθεί «συμπαθών» της Χρυσής Αυγής. Αλλά η «προσήλωσή στα ανθρώπινα δικαιώματα και στις δημοκρατικές αξίες» καλό είναι να λαμβάνει υπόψιν της και τις ευαισθησίες των θυμάτων όσων έχουν υποφέρει από τους «πεπλανημένους» θύτες.