Από τότε που ο Άνταμ Σμιθ έθεσε τις βάσεις για την ανάπτυξη της οικονομικής επιστήμης, γνωρίζουμε ότι οι κρατικές παρεμβάσεις στις τιμές των προϊόντων έχουν σημαντικές απρόθετες συνέπειες. Όταν το κράτος ορίζει ανώτατες τιμές συχνά δημιουργούνται ελλείψεις προϊόντων τις οποίες εκμεταλλεύονται με μεγάλη προθυμία οι μαυραγορίτες.
Είναι σαφές ότι η χώρα και η κυβέρνηση βρίσκονται σε κατάσταση συναγερμού. Το δεύτερο κύμα της πανδημίας έχει πλήξει τη χώρα μας πολύ περισσότερο από το πρώτο. Οι πολίτες ανησυχούν, η υπομονή τους εξαντλείται, τα κρούσματα παραμένουν πολλά και οι θάνατοι συνεχώς αυξάνονται. Μέσα σε ένα τέτοιο κλίμα είναι λογικό οι πολίτες να εξαγριώνονται όταν πληρώνουν “διπλή τιμή” για ένα τεστ και οι πολιτικοί να αισθάνονται ότι πρέπει να αναλάβουν δράση ώστε να δείξουν στους πολίτες ότι κάνουν κάτι. Το πρόβλημα με τις διατιμήσεις είναι ότι είναι πολύ πιθανό να επιδεινώσουν την κατάσταση.
Όταν το κράτος ορίζει μία τιμή για τα τεστ υπάρχουν πάρα πολλοί παράγοντες που δεν μπορεί να λάβει υπόψη του. Στις ΗΠΑ για παράδειγμα, όπου αρκετές πολιτείες έχουν νόμους κατά της αισχροκέρδειας και οι διάφοροι κομισάριοι του Τραμπ απειλούν συνεχώς τις επιχειρήσεις που παράγουν προϊόντα σχετικά με την πανδημία, παρατηρούνται ελλείψεις στο 74% των μικροβιολογικών εργαστηρίων. Στην Ινδία, η απόφαση της κυβέρνησης να μειώσει την ανώτατη τιμή των τεστ προκάλεσε τη δριμύτατη αντίδραση των κλινικών που πασχίζουν για την αντιμετώπιση της πανδημίας. Ορισμένες κλινικές ανέφεραν ότι χρησιμοποιούν τεχνολογία για την ανάλυση των αποτελεσμάτων που είναι πολύ ακριβή και επομένως η συνέχιση της ανάλυσής τους γίνεται ασύμφορη, άλλες ανέφεραν ότι λόγω πανδημίας και φόρτου εργασίας πληρώνουν τα διπλά στο προσωπικό τους και τα σταθερά έξοδά τους (κλιματισμός, ρεύμα, εξοπλισμός) έχουν αυξηθεί κατακόρυφα.
Καταλαβαίνουμε λοιπόν ότι σε ένα τέτοιο δυναμικό περιβάλλον υπάρχουν πολλοί λόγοι που μπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση της τιμής των τεστ που δεν σχετίζονται με την αισχροκέρδεια. Όμως, ανεξαρτήτως κομματικής ή πολιτικής τοποθέτησης, μπροστά σε ένα εξαγριωμένο πλήθος δύσκολα θα βγει μπροστά κάποιος υποστηρικτής της ελεύθερης λειτουργίας του συστήματος των τιμών και του νόμου της προσφοράς και της ζήτησης.
Ακόμα πιο δύσκολο όμως είναι να μιλήσει κανείς για τα πλεονεκτήματα που μπορούν να φέρουν σε αυτές τις συνθήκες οι αυξημένες τιμές. Πρώτα απ' όλα οι ακριβές τιμές αποθαρρύνουν την κατάχρηση, πράγμα που σε περιόδους κρίσης έχει πολύ μεγάλη σημασία. Έπειτα, όπως αναφέρει και σχετική μελέτη του ΟΟΣΑ, δίνουν το μήνυμα για αύξηση της παραγωγής και της εισόδου νέων επιχειρήσεων ή επενδύσεων.
Δυστυχώς, στη χώρα μας φαίνεται ότι δεν έχει γίνει μία ώριμη συζήτηση σχετικά με αυτό το ζήτημα. Αρκούμαστε σε τσιτάτα κατά των μαυραγοριτών χωρίς αφενός να έχουμε επαρκείς ενδείξεις ότι συμβαίνει πραγματικά καταστρατήγηση του ελεύθερου ανταγωνισμού εις βάρος των καταναλωτών (πράγμα που ενδεχομένως θα αιτιολογούσε κάποιου είδους παρέμβαση) και αφετέρου δεν φαίνεται να μας ενδιαφέρουν οι αρνητικές συνέπειες των διατιμήσεων ή οι θετικές συνέπειες των αυξημένων τιμών.
Η αγορά, σε αντίθεση με τις αρχικές φαντασιώσεις της αριστεράς, έδειξε ότι μπορεί να δώσει λύσεις στα σημαντικότερα προβλήματα που δημιούργησε η πανδημία. Οι παγκόσμιες εφοδιαστικές αλυσίδες λειτούργησαν καταπληκτικά, γεγονός που αποτελεί ένα απίστευτο κατόρθωμα. Οι ιδιωτικές φαρμακευτικές εταιρίες έφτιαξαν τα πρώτα εμβόλια που όλοι περιμένουμε για να ξαναζήσουμε μια ανθρώπινη κανονικότητα σε χρόνο ρεκόρ. Ακόμα και όταν δημιουργήθηκαν ελλείψεις σε προϊόντα όπως οι μάσκες, οι αγορές κατάφεραν να προσαρμοστούν και μέσα σε ελάχιστο χρόνο να καλύψουν τη ζήτηση, συμβάλλοντας έτσι στη δημόσια υγεία και ασφάλεια.
Θα περίμενε κανείς από μία κυβέρνηση σαν τη δική μας να αναγνωρίσει τα παραπάνω και να δείξει μεγαλύτερη εμπιστοσύνη στις δυνάμεις της αγοράς και λιγότερη στη μικροδιαχείριση της οικονομίας. Το πολιτικό όφελος της επιβολής διατιμήσεων είναι δεδομένο, η αποτελεσματικότητά τους στον τομέα της πρόληψης και της διαχείρισης της πανδημίας είναι εξαιρετικά αμφίβολη.