Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Όπως λέγαμε χθες, από μία σωρεία πελώριων λαθών, ανόητων εκλογικεύσεων, κοντόφθαλμης υποκρισίας και στυγνής ιδιοτέλειας, βρεθήκαμε στο σημείο να υπηρετούμε τη διαχείριση της παρακμής και της πτώσης μίας αδιανόητα και απροκάλυπτα κακής κυβέρνησης —που, παρακμάζοντας και πέφτοντας, παρασύρει μαζί της και ό,τι κινείται απολαμβάνοντάς το—, χάνοντας διαρκώς, κατ' αυτά, κομμάτια του εαυτού μας. Κι αν το πρώτο είναι κακό για τη χώρα, που κάποια στιγμή ομολογουμένως θα φτιάξει, το δεύτερο είναι ολέθριο για εμάς — που δεν είμαστε χώρα για να χαλάμε και να φτιάχνουμε: είμαστε περιορισμένοι στον χρόνο, έχουμε ημερομηνία λήξης, είμαστε αναντικατάστατοι, βρωτοί.
Θα ήθελα πολύ, μά τον Θεό, να υπήρχε ένα app που να κατέβαινε στο κινητό και να μετρούσε τι ποσοστό του χρόνου μας χάνουμε ασχολούμενοι με αλλότρια πράγματα, με ό,τι έπρεπε (με ό,τι όφειλε) να απασχολεί επαγγελματίες που θα λογοδοτούσαν τακτικά (βλ.: ανά τετραετία) στο σώμα των άτεγκτων, σκληρόκαρδων και μνησίκακων, πλην δικαίων τρόπον τινά, πολιτών — όλων ημών δηλαδή. Και εννοώ τι ποσοστό χάνουμε κυριολεκτικά, επειδή αυτή η απασχόληση δεν μας αποφέρει κανένα κέρδος και καμία ευχαρίστηση, επειδή τον χρόνο μας τον παίρνει και τον σκορπά ο άνεμος τής επικαιρότητας με τα κοντά πόδια, επειδή τον χαρίζουμε, τον κουβαριάζουμε και τον πετάμε στο καλάθι των αχρήστων, χωρίς εμείς οι ίδιοι να έχουμε κανένα διάφορο από αυτή τη συμπεριφορά. Κανένα διάφορο: μηδέν, καθαρή ζημία.
Αν υπάρχει ένας λόγος που με ενοχλεί όλο αυτό το παράδοξο και καταγίνομαι, είναι γιατί πιστεύω βαθύτατα ότι ο χρόνος έχει στ' αλήθεια όγκο και μάζα, και είναι το μόνο όντως περιουσιακό μας στοιχείο. Και αυτό δεν είναι σχήμα λόγου: ο χρόνος ΜΑΣ, και όχι ο χρόνος γενικώς, όχι ο χρόνος των κρατών, των ιστορικών περιόδων ή των γεωλογικών εποχών, είναι (η μόνη) πηγή και μία από τις ελάχιστες προϋποθέσεις ελευθερίας — και εξ ορισμού περιορισμένος, λίγος και αναντικατάστατος. Είναι αστείο, ή μάλλον κωμικό: χαρίζουμε ασυνείδητα το μόνο που έπρεπε να διαφυλάσσαμε με νύχια και με δόντια.
Θα σας δώσω ένα πολύ μικρό, και ίσως όχι πολύ ενδεικτικό, προσωπικό παράδειγμα — έχετε πολλά αντίστοιχα δικά σας κι εσείς για να θυμηθείτε: στο παρελθόν έχω χάσει υπερπολύτιμα λεπτά από τη ζωή μου, στην οποία παρά ταύτα δεν χωρά, και δεν θα χωρέσει, ούτε ένα μονοψήφιο ποσοστό όσων σκοπεύω να κάνω, απασχολούμενος με τα τρολ που μου επιτίθενται κατά καιρούς στα social media, προσπαθώντας να με θίξουν, να με αποδυναμώσουν ή να με διαβάλουν, σπέρνοντας φήμες, συχνά αντικρουόμενες με κωμικό τρόπο, στο κοινό αλλά και στους κατά καιρούς εργοδότες μου, καθώς αυτό είναι που τους απασχολεί κυρίως: με έχουν λοιπόν… βρίσει (!) σαν Εβραίο αλλά βέβαια και σαν αντισημίτη, σαν ρατσιστή και σαν υπέρμαχο της πολυπολιτισμικότητας, σαν… γκέι (και πάλι σαν βρισιά!), από τη μία, και σαν ομοφοβικό από την άλλη, σαν ακροδεξιό και αναρχικό, σαν νεοδημοκράτη, πασόκο και συριζαίο (όλα αυτά, επαναλαμβάνω, τα λένε για… βρισιές — αν και ο ένας χαρακτηρισμός είναι όντως βρισιά, εδώ που τα λέμε) και χίλια δυο άλλα. Είτε, παλαιότερα, βρίζοντας κι εγώ, είτε, στη συνέχεια, εμπλεκόμενος σε συζητήσεις, είτε σήμερα που απλώς κάθομαι και τα σκέφτομαι για λίγα δευτερόλεπτα όλα αυτά, ΧΑΝΩ ΧΡΟΝΟ.
Χρόνο που, φευ, αποκλείεται να ξαναβρώ. Λίγος-ξελίγος, είναι δικός μου και τον έχασα. Λίγος-ξελίγος, απασχολούμενοι με αλλότρια πράγματα —με τα κοινοβουλευτικά πραξικοπηματάκια των πελταστών, με τις στριγκλιές και τις φωνούλες του τραγικού Καμμένου, με τους αγαπητικούς τού κτηνώδους χουντικού Μαδούρο, με τους ιδεολόγους ή με τους απλώς ηλίθιους εχθρούς της Δημοκρατίας, με τις μίσθαρνες πένες της παραδημοσιογραφίας, και με όποιον εντέλει «βάζει την ατζέντα» στην επαρχία αυτή των Βαλκανίων που μας έριξε βάσκανος μοίρα—, ο χρόνος αυτός είναι δικός μας και τον χάνουμε.
Και δεν τον χάνουμε μόνο: τον κλέβουμε από εκεί που πραγματικά έχει αξία να τον επενδύσουμε. Δεν εννοώ μόνο τα ποικίλα πρότζεκτ που απασχολούν τον καθένα μας στην προσωπική του ζωή: πώς θα βγάλουμε λεφτά για να πληρώσουμε τους λογαριασμούς μας, ας πούμε, ή για να πάρουμε καλύτερης ποιότητας μακαρόνια, πώς θα εξοικονομήσουμε μισή ώρα την ημέρα για να κάνουμε διατάσεις, ή τι θα κάνουμε για να βελτιώσουμε τη θέση μας στη δουλειά μας, στην «κοινωνία» ή οπουδήποτε αλλού. Τον κλέβουμε και από τους άλλους.
Κι εδώ θα ήταν καλό να ξαναγυρίζαμε στο θέμα που με το οποίο ξεκινήσαμε αυτές τις σκέψεις την προηγούμενη Δευτέρα, για τη νεαρή διαδικτυακή φίλη που περιέπεσε σε άθλια κατάσταση, ετοιμοθάνατη, χωρίς φαγητό και νερό, και που βρήκε το θάρρος και τη δύναμη να ζητήσει βοήθεια από ουσιαστικά αγνώστους μόνο και μόνο γιατί μαζί της πέθαινε και ο σκύλος της…
Τις ημέρες αυτές έχω λάβει δεκάδες μηνύματα από ανθρώπους που θέλησαν να μάθουν περισσότερα για το θέμα καθώς και τους πιθανούς τρόπους με τους οποίους μπορούν να σταθούν στην κοπέλα. Απάντησα μάλλον σε όλα. Για την οικονομία της συζήτησης, πρέπει να πω εδώ ότι αυτοί που βοήθησαν τη συγκεκριμένη περίπτωση ήταν περίπου εκατό άνθρωποι συνολικά, όσο, ή μάλλον: περισσότερο από όσο μπορούσε ο καθένας τους. Νομίζω πως είναι πολλοί. Ένα καλό ποσοστό.
Αλλά το θέμα της αλληλεγγύης —περί αυτής ο λόγος— είναι μεγάλο, πολυσύνθετο και πρέπει να μας απασχολεί πολύ πιο βαθιά. Εξ ου και, χωρίς να είμαστε (ούτε σε αυτό) ειδικοί, θα προσπαθήσουμε να πούμε λίγα περισσότερα στο αυριανό μας σημείωμα.
[ ΣΥΝΕΧΙΖΕΤΑΙ ]