της Μαρίας Χούκλη
Οι κυβερνητικοί πανηγυρισμοί διαρκούν πλέον λιγότερο και από τα θαύματα. Όχι τρεις μέρες, αλλά ελάχιστες ώρες αφότου ο πρωθυπουργός κούνησε το δάχτυλο στους δανειστές - «πρώτα η ρύθμιση του χρέους και μετά η εφαρμογή των μέτρων που συμφωνήθηκαν στην Βαλέτα», είπε ενώπιον κομματικού ακροατηρίου- ήλθε η γερμανική απάντηση -που επίσης απευθυνόταν σε εσωτερικό προεκλογικό ακροατήριο- «πρώτα τα μέτρα και μετά η ελάφρυνση του χρέους».
Η ιστορία λέει ότι θα περάσει της Γερμανίας και άλλωστε αυτό συμφωνήθηκε στη Μάλτα, συναινούντος του Ευκλείδη Τσακαλώτου, άρα όλα τα άλλα είναι για να έχουμε να λέμε στους 53 , εσχάτως και στους 13 (μια λαγνεία με το τρία έχουν οι Συρίζω-αντιρρησίες). Κατανοητό, έστω κι αν έχουμε βαρεθεί το παιχνίδι των λεονταρισμών και των βρυχηθμών κατόπιν εορτής.
Τα κυβερνητικά στελέχη, όμως, αρέσκονται και σε κάτι άλλο: να υπενθυμίζουν πόσο «φαύλοι, διεφθαρμένοι, ανίκανοι, αρχολίπαροι και ανεπαρκείς» ήταν οι προηγούμενοι ενώ οι εκείνοι μπορεί να μην ήξεραν -όπως είπε ο κ. Τσίπρας- αλλά τώρα έμαθαν ότι χρειάζεται να συμβιβαστείς προκειμένου να τρέξεις κάποτε στις λεωφόρους της επανάστασης. Ναι, για την οικονομία της κουβέντας να προσυπογράψουμε ότι οι παρελθόντες φέρουν μεγάλη ευθύνη για πολλά. Όμως, οι ΣΥΡΙΖΑΝΕΛ κυβερνούν 26-27 μήνες! Αν μετά από δυο χρόνια καθήλωσης της οικονομίας, υπερφορολόγησης επί δίκαιους και αδίκους, διόγκωσης των ελλειμμάτων του ασφαλιστικού και των οφειλών προς το δημόσιο, επενδυτικής άπνοιας και υψηλής ανεργίας τα κυβερνητικά επιχειρήματα παραμένουν στο αντιπολιτευτικό τέμπο του 2014 τότε αποδεικνύεται ότι ούτε ήξεραν αλλά ούτε έμαθαν.
Γιατί δεν μπορεί να επισείουν ως μέγα-νίκη της σθεναρής τους στάσης στη διαπραγμάτευση για τη δεύτερη αξιολόγηση (που ξαναλέμε, έπρεπε να είχε κλείσει last year) τα κοινωνικά αντίμετρα που συμπληρώνουν την συμφωνία της Μάλτας. Να ξεκαθαρίσω ότι εφόσον θα θεραπεύσουν ανάγκες πενομένων τμημάτων του πληθυσμού καλώς θα ληφθούν. Αλλά είναι αφελές να παρουσιάζονται με τυμπανοκρουσίες μέτρα-παυσίπονα, μέτρα που απλώς θα απαλύνουν λίγο τη φτώχεια χωρίς να δημιουργούν συνθήκες
ή να αποτελούν κίνητρα παραγωγής ανάπτυξης. Ακόμη και τα προγράμματα ανάσχεσης του brain drain εμπίπτουν στη κατηγορία «πολύ λίγο, πολύ αργά». Η επιδότηση έως 50% του μισθολογικού κόστους στις επιχειρήσεις για την απασχόληση νέων επιστημόνων με τη δέσμευση να τους απασχολεί για έξι μήνες μετά το πέρας του προγράμματος, δεν αποτελεί κίνητρο μη φυγής τους. Όσο δεν αίρεται η αβεβαιότητα πάνω από τη χώρα, όσο δεν υπάρχει συγκεκριμένο σχέδιο και ορίζοντας ανάκαμψης παρά μόνο υπολογισμοί πώς θα εξαντλήσει την θητεία της η κυβέρνηση η χώρα θα σέρνεται απευχόμενη τα χειρότερα.