Της Μαρίας Χούκλη
Εμφανώς προβληματισμένοι οι αρθογράφοι του Spiegel, περιγράφουν την στρατηγική του μισαλλόδοξου ρεύματος που διατρέχει πλέον τη γερμανική κοινωνία. Το συνθέτουν κομμάτια της άκρας αριστεράς, που φθάνουν μέχρι τις παρυφές των συντηρητικών της σοσιαλδημοκρατίας και, της άκρας δεξιάς που βρίσκουν ευήκοα ώτα στους αποξενωμένους από την πολιτική της Άγκελα Μέρκελ δεξιούς συμμάχους της.
Κοινό χαρακτηριστικό τους, η δυσφορία για τους πρόσφυγες, για τις πολιτικές ελίτ, για το ισχύον δημοκρατικό consensus, για την Ευρώπη. Το συνονθύλευμα έχει αποκτήσει πολλούς κήρυκες και από τα αριστερά και από τα δεξιά. Όλοι τους καλούν από άμβωνος σε πανστρατιά υπέρ της αυθεντικής Γερμανίας και της προστασίας όσων δεν πιάνουν τα ραντάρ της κεντρικής εξουσίας. “Δεν χρειάζεται να αγαπηθούμε, αλλά μπορούμε να συνυπάρξουμε για να προστατέψουμε την αστική δημοκρατία” λένε.
Είναι δυνατόν το μίσος να έχει περισσότερη συγκολλητική δύναμη από τη επιθυμία της αλλαγής των πραγμάτων προς το καλύτερο; Αυτό θα ήταν ήττα της Δημοκρατίας.
Πώς γίνεται να επιζητείς εθνική συνεννόηση και να καθυβρίζεις την altera pars; Να απλώνεις το ένα χέρι και με το άλλο να μαστιγώνεις τον εν δυνάμει συστρατιώτη; Να επιχειρηματολογείς σωστά, γιατί και σε τι χρειάζεται εθνική συνεννόηση και, την ίδια στιγμή, να πετροβολάς εκείνους προς τους οποίους απευθύνεται η πρόσκληση;
Δυο τινά μπορεί να συμβαίνουν: ή είσαι διπολικός ή είσαι υποκριτής.
Το πράττουν όλοι, όσοι -υποτίθεται- πιστεύουν και διακηρύσσουν την ανάγκη εθνικής συμπόρευσης για να αντιμετωπιστούν οι μείζονες προκλήσεις της συγκυρίας.
Ο Αλέξης Τσίπρας μέχρι και Συμβούλιο Πολιτικών Αρχηγών συγκάλεσε προκειμένου να καταδείξει το κρίσιμο του αιτήματος. Δεν περπάτησε η πρωτοβουλία και έκτοτε την εγκατέλειψε. Έκτοτε κατηγορεί την άλλη πλευρά -τη Νέα Δημοκρατία και το ΠΑΣΟΚ, κυρίως- για απροθυμία να βοηθήσουν τη χώρα, περνώντας τους γενεές δεκατέσσερις για όσα έκαναν και απέφυγαν να κάνουν από τη μεταπολίτευση και μετά.
Είναι αλήθεια ότι τα δυο κόμματα φέρουν τη μεγαλύτερη ευθύνη για την κατάσταση στην οποία βρισκόμαστε. Περυσινά ξινά σταφύλια. Το έχουν μισο-ομολογήσει τα ίδια, έχασαν μεγάλο μέρος της δύναμής τους, καταδικάστηκαν στην κάλπη ακόμη και πρόσφατα, στελέχη τους βρίσκονται εκτός Βουλής ή στο περιθώριο, άλλα στη φυλακή, δεν αρέσουν πολλοί από όσους είναι ακόμη ενεργοί.
Όμως, ένα σεβαστό κομμάτι της κοινωνίας, αριθμητικά ίσο με εκείνο που επέλεξε τον ΣΥΡΙΖΑ στις 20 Σεπτεμβρίου, εξακολουθεί να τα περιβάλλει με εμπιστοσύνη και να τα διατηρεί στην κεντρική πολιτική σκηνή, προσβλέποντας προφανώς στην συμβολή τους για την υπέρβαση της κρίσης. Λαός και ο ένας, λαός και ο άλλος αν το εννοεί ο πρωθυπουργός ότι θα στηριχθεί στη δύναμη του κόσμου για να βγάλει τα κάστανα από τη φωτιά.
Αλλά και οι δυνάμεις της αντιπολίτευσης που κόπτονται για εθνική συνεννόηση, μετρούν κέρδη και ζημίες -δικά τους κέρδη και δικές τους ζημίες, όχι δικές μας- για να δυναμιτίσουν κάθε δυνατότητα να εργαστούν από κοινού στα μεγάλα και επείγοντα θέμα, όπως είναι το ασφαλιστικό και το προσφυγικό. Ναι, σωστά, είναι αντιπολίτευση και οφείλουν να ελέγχουν την κυβέρνηση, να καταδεικνύουν τα λάθη της, να αποκαλύπτουν τα κακώς γινόμενα αλλά χρειάζεται κάτι περισσότερο.
Μπορεί η κυβέρνηση εκ του Συντάγματος να έχει την πρωτοβουλία των κινήσεων, αλλά τα κόμματα της αντιπολίτευσης έχουν τη δύναμη να πιέσουν τα πράγματα προς την κατεύθυνση της συνεννόησης. Νέα Δημοκρατία -αν επικρατήσουν οι μεταρρυθμιστικές δυνάμεις- ΠΑΣΟΚ, Ποτάμι και Ένωση Κεντρώων έχουν περισσότερες κοινές επιδιώξεις από διαφορές. (Τι να κάνουμε αυτούς έχουμε, εισαγωγή πολιτικού προσωπικού δεν γίνεται).
Αν δημιουργήσουν ένα μεταρρυθμιστικό μπλοκ, με τα ελάχιστα ζητούμενα που όμως είναι τα κομβικά, μπορούν να υποχρεώσουν την κυβέρνηση να συνεργαστεί. Να δείξουν στην πράξη ότι μπορούν να παραμερίσουν όσα τους χωρίζουν και μετά να εγκαλέσουν τον Αλέξη Τσίπρα για άρνηση συνεννόησης. Αλλιώς παίζουν με τις λέξεις και την υπομονή μας. Όλοι.