Της Μαρίας Χούκλη
Τι κοινό έχουν η Όλγα, η Λίνα, η Περιστέρα και η Χίλαρι;
Απασχολούν τη δημόσια πολιτική συζήτηση -λιγότερο ή περισσότερο- για λόγους που έχουν να κάνουν με το επάγγελμά τους, αλλά και με τις ιδιότητες των συζύγων τους.
Αν δεν ήταν παντρεμένες με τον Χριστόφορο Παπαδόπουλο, τον Γιάννη Στουρνάρα, τον Αλέξη Τσίπρα και τον Μπιλ Κλίντον, πιθανότατα η κρησάρα από την οποία περνούν θα ήταν πιο αμερόληπτη. Προσοχή, δεν λέω πιο επιεικής, αλλά αμερόληπτη ή έστω θα ελέγχονταν με τα κριτήρια που εφαρμόζονται για τους άνδρες.
Ποιο είναι το «κρίμα» τους; Η Όλγα Χαρίτου επιλέχθηκε για το Δ.Σ του Υπερταμείου, η Λίνα Νικολοπούλου διαθέτει εταιρία που συνεργάζεται και με το δημόσιο, η Περιστέρα Μπαζιάνα προήχθη σε διδάσκουσα στο Πανεπιστήμιο Λαμίας και η Χίλαρι Κλίντον φιλοδοξεί να είναι η επόμενη πρόεδρος των ΗΠΑ.
Στη δημόσια συζήτηση υπονοείται, αν δεν λέγεται ευθέως, ότι και οι 4 χρωστούν αυτό που έγιναν στους συζύγους τους. Δεν εξετάζεται αν διαθέτουν τα προσόντα και τα σωστά βιογραφικά, αν το αξίζουν, αν υπερτερούν των ανθυποψηφίων ή των ανταγωνιστών του, αν τηρήθηκαν όλα τα εχέγγυα για μια δίκαιη επιλογή, αλλά εκ προοιμίου αμφισβητείται η επαγγελματική τους υπόσταση, επειδή τυγχάνει να είναι σύζυγοι «επωνύμων» ανδρών.
Δεν γνωρίζω τα CV, ούτε τις ικανότητες των κυριών, αλλά θεωρώ απαράδεκτο να μην έχουν το τεκμήριο αθωότητας που θα αναγνωριζόταν στους αντίστοιχους άρρενες. Διότι με πρόσχημα την διαφάνεια και την αξιοκρατία, τα δημόσια πρόσωπα θηλυκού γένους αντιμετωπίζονται υποτιμητικά, σε σύγκριση με τα αρσενικού γένους δημόσια πρόσωπα. Και αυτό είναι αθέμιτος ανταγωνισμός. Είναι ανισότητα.
Οι συγκεκριμένες κυρίες και μύριες όσες άλλες, δεν ελέγχονται για τις ουσιαστικές και τις τυπικές δυνατότητές τους αν ορθώς είναι εκεί που είναι, αλλά εκλαμβάνονται σαν ακολουθήματα των συζύγων τους.
Μπορεί, όντως, να μην κάνουν για την δουλειά που κάνουν, ενδεχομένως να υποστηρίχθηκαν, αλλά όταν φθάνει η κουβέντα σ' αυτό το ζήτημα, ώ του θαύματος, αναφύεται το μειονέκτημα της προσωπικής σχέσης. Δεν «δικάζονται» αντικειμενικά.
Αντιλαμβάνομαι την καχυποψία της κοινωνίας, δεν ζούμε σε αγγελικό κόσμο, όμως άλλο διερευνώ το νόμιμο, το άξιο και το ηθικό ενός διορισμού, μιας συνεργασίας, μιας ακαδημαϊκής εξέλιξης ή μιας πολιτικής πορείας και άλλο την αμαυρώνω εκ των προτέρων μόνο και μόνο γιατί το επίδικο πρόσωπο είναι γυναίκα. Και αν συμβαίνει με κατά τεκμήριο «ισχυρές» γυναίκες, φανταστείτε πόσο αναλώσιμες από τα στερεότυπα είναι οι λιγότερο ισχυρές επαγγελματικά ή κοινωνικά.
Ο Ευκλείδης Τσακαλώτος, σε φραστική διαμάχη του με τον Μιλτιάδη Βαρβιτσιώτη, χθες στη Βουλή , θυμήθηκε εκείνο το παλιό σύνθημα των φεμινιστριών της δεκαετίας του 70 και του 80, «δεν είμαι του πατρός μου, δεν είμαι του ανδρός μου, θέλω να 'μαι ο εαυτός μου».
Η διαφορά είναι λεπτή και ίσως μη κατανοητή από τον ανδροκρατούμενο δημόσιο χώρο. Είναι, όμως, η βάση υπόθαλψης ανισοτήτων στις αμοιβές, στην επαγγελματική ανέλιξη, στην αντιμετώπιση των γυναικών ως συμπληρωματικών προσώπων.