Τα ελληνοτουρκικά βρίσκονται σε μια κρίσιμη καμπή. Η Ελλάδα προσπαθεί να αντιμετωπίσει τις τουρκικές προκλήσεις με κάθε τρόπο: κινητοποιεί και αναβαθμίζει τις Ένοπλες Δυνάμεις και εντείνει την διπλωματική της δραστηριότητα. Σε μια τέτοια δύσκολη συγκυρία ένα κράτος όπως η Ελλάδα πρέπει να ενεργοποιήσει περαιτέρω τις συμμαχίες της, χωρίς φυσικά να εξαρτάται μόνο από αυτές. Η Ελλάδα ανήκει εις την Δύσιν όπως είχε πει ο Κωνσταντίνος Καραμανλής. Σήμερα όμως βλέπουμε ότι χρειάζεται και άλλες σχέσεις πέραν αυτών που έχει με τα δυτικά κράτη. Γι’ αυτό και έχουμε ήδη αρχίσει να βλέπουμε και πάλι προς την Ανατολή.
Η χώρα μας δεν θα σταματήσει να αποτελεί αναπόσπαστο κομμάτι της Δύσης. Είμαστε άλλωστε εκείνοι που έδωσαν τις βάσεις για τον σύγχρονο δυτικό πολιτισμό. Βασιστήκαμε στους συμμάχους μας για να διατηρήσουμε την ελευθερία μας μετά το 1945 και η χώρα μας αναπτύχθηκε σημαντικά μετά την ένταξή της στην ΕΟΚ, και μετέπειτα ΕΕ.
Σήμερα, όπως είπα, τα ελληνοτουρκικά βρίσκονται σε μια κρίσιμη καμπή. Το καλοκαίρι βιώσαμε την μεγαλύτερη σε διάρκεια κρίση από το 1974. Εντούτοις, ανταποκριθήκαμε αποτελεσματικά στις τουρκικές προκλήσεις τόσο στον Έβρο όσο και στην Ανατολική Μεσόγειο. Τις τελευταίες εβδομάδες είχαμε πάρει τον δρόμο προς τις διερευνητικές επαφές. Την προσπάθεια αυτή τορπίλισε ο Ερντογάν και σήμερα η Τουρκία προκαλεί ξανά.
Η Ευρωπαϊκή Ένωση δεν ανταποκρίθηκε στα καλέσματα της Ελλάδας και της Κύπρου για έμπρακτη αλληλεγγύη και επιβολή κυρώσεων στην Τουρκία. Τα συμφέροντα ορισμένων κρατών-μελών της δεν επιτρέπουν την χάραξη μιας ενιαίας ευρωπαϊκής πολιτικής απέναντι στην Τουρκία. Γι’ αυτό και δεν έχουν τεθεί ακόμα κυρώσεις παρά την επιθετική στάση της Άγκυρας. Μένει να δούμε τι θα αποφασίσουν οι Ευρωπαίοι ηγέτες τον Δεκέμβριο. Όμως τι θα κάνουμε μέχρι τότε; Αν οι Τούρκοι προκαλέσουν ένα θερμό επεισόδιο πριν τον Δεκέμβριο; Άρα η έλλειψη μιας κοινής, ενιαίας και συμπαγούς πολιτικής απέναντι στην Τουρκία είναι προβληματική σε μια δύσκολη για την Ελλάδα στιγμή.
Περνώντας στον έτερο στρατηγικό μας σύμμαχο, τις ΗΠΑ οι προσδοκίες είναι επίσης μικρές. Η Αμερική έχει στρέψει το βλέμμα της στις επερχόμενες προεδρικές εκλογές. Δεν θα ασχοληθεί δυναμικά με όσα συμβαίνουν στην Ανατολική Μεσόγειο. Αυτή η μεταβατική περίοδος αβεβαιότητος θα συνεχίσει μέχρι τις αρχές του 2021 σε περίπτωση που τις εκλογές κερδίσει ο Τζο Μπάιντεν. Η Ελλάδα λοιπόν δεν μπορεί να βασιστεί στην αμερικανική ηγεμονική σταθερότητα.
Επομένως, οι δύο μας στρατηγικοί εταίροι, η ΕΕ και οι ΗΠΑ, δεν είναι σε θέση να συνδράμουν πρακτικά και αποτελεσματικά στην αντιμετώπιση της Τουρκίας στην παρούσα φάση.
Υπάρχει λοιπόν και η ανάγκη να κοιτάξουμε γύρω μας, προς νότον και προς ανατολάς. Και δεν αναφέρομαι στην Κίνα ή την Ρωσία. Αναφέρομαι στην ευρύτερη γειτονιά μας. Στον αραβικό κόσμο και στο Ισραήλ. Αυτό φυσικά έχει ξεκινήσει να γίνεται. Ήδη από το 2010 η Ελλάδα δημιουργεί συνεργασίες στην Ανατολική Μεσόγειο και τις επεκτείνει. Μάλιστα, η πολιτική αυτή είναι συνεχής και έχει λάβει στρατηγικό χαρακτήρα καθώς έχει τηρηθεί απ’ όλες τις κυβερνήσεις που έχουν περάσει, ακόμα και από την προηγούμενη κυβέρνηση η οποία προεκλογικά είχε υιοθετήσει μια αρνητική στάση απέναντι στην συνεργασία με το Ισραήλ. Οι συνεργασίες αυτές είναι θετικές και ενισχύουν τον ρόλο της Ελλάδας στην ευρύτερη περιοχή. Ωστόσο οι συνέργειες αυτές πρέπει να εξελιχθούν σε στρατηγικές συμπράξεις, αμυντικού, πολιτικού, οικονομικού και ενεργειακού χαρακτήρα. Σήμερα, μπορούμε να μιλήσουμε για στενή συνεργασία με την Αίγυπτο και το Ισραήλ. Δεν μπορούμε ωστόσο να κάνουμε λόγο για στρατηγική συμμαχία. Το ίδιο πρέπει να κάνουμε και με άλλες σημαντικές χώρες της περιοχής, όπως τα Ηνωμένα Αραβικά Εμιράτα, η Σαουδική Αραβία και η Ιορδανία και ήδη κινούμαστε προς αυτή την κατεύθυνση.
Φυσικά, όποιες στρατηγικές σχέσεις και να αποκτήσουμε με τα κράτη της Μέσης Ανατολής, αυτές δεν μπορούν να αντικαταστήσουν τις δυτικές μας συμμαχίες. Μπορούν όμως να ενισχύσουν σημαντικά την θέση και τον ρόλο της Ελλάδος στην Ανατολική Μεσόγειο, να προσδώσουν ευρύτητα στην εξωτερική πολιτική μας και να βοηθήσουν έτσι στην αντιμετώπιση της Τουρκίας όσο αυτή βρίσκεται εκτός του πλαισίου μιας διεθνώς αποδεκτής συμπεριφοράς. Σε αντίθεση με τους περισσοτέρους δυτικούς μας εταίρους, τα περισσότερα κράτη της Μέσης Ανατολής έχουν προβληματικές σχέσεις με την Τουρκία. Ο κοινός παρονομαστής λοιπόν είναι η αντιμετώπιση της αναθεωρητικής Τουρκίας του Ερντογάν. Επομένως, η περαιτέρω σύσφιγξη των σχέσεών μας με τα κράτη αυτά θα μπορούσε να μας φανεί χρήσιμη σε περιόδους κρίσης στα ελληνοτουρκικά και όταν δεν μπορούν/θέλουν οι Δυτικοί μας εταίροι να παρέμβουν αποφασιστικά. Φανταστείτε αυτή την στιγμή να βρίσκονταν τα αιγυπτιακά πολεμικά πλοία μαζί με τα ελληνικά ή να είχαμε μια θεσμοθετημένη αμυντική συνεργασία με το Ισραήλ.
Η δράση της Τουρκίας στη Μέση Ανατολή και την Βόρεια Αφρική μας δίνει την ευκαιρία να προσεγγίσουμε τα κράτη εκείνα τα οποία απειλούνται, εμμέσως ή αμέσως, από την τουρκική διείσδυση στις περιοχές αυτές. Η διπλωματία μας οφείλει να είναι πολυεπίπεδη. Ευτυχώς, αυτό το έχουν συνειδητοποιήσει τα τελευταία δέκα χρόνια οι ελληνικές κυβερνήσεις, ιδίως κατά το τελευταίο έτος, και έχουν ενισχύσει σημαντικά την παρουσία της χώρας στην Ανατολική Μεσόγειο. Ελπίζω και πιστεύω ότι θα το κάνουν όλο και πιο αποτελεσματικά.