Του Αλέξανδρου Σκούρα
Απ' ό,τι όλα δείχνουν, οι Βρετανοί και οι υπόλοιποι μέχρι σήμερα εταίροι τους στην Ευρωπαϊκή Ένωση καταλήξαμε τελικά, μετά από μια μακρόχρονη και κοπιώδη διαδικασία σε ένα προσχέδιο συμφωνίας για το Brexit. Απομένουν βεβαίως πολλά και σημαντικά βήματα για την περαίωση αυτής της εξόδου - ήδη έχουν εκφραστεί έντονες αντιδράσεις ως προς τους όρους της συμφωνίας από εκπροσώπους τόσο της σκληρής γραμμής υπέρ της εξόδου, όσο και τους φιλοευρωπαϊστές. Το σίγουρο πάντως είναι ότι μια σημαντική προϋπόθεση έχει διασφαλιστεί πράγμα που μας δίνει τη δυνατότητα να πούμε πως πλέον βρισκόμαστε πολύ πιο κοντά στην ολοκλήρωση αυτής της ιστορίας.
Το πρώτο ζητούμενο από αυτή τη διαδικασία είναι οι δύο πλευρές να καταλήξουν σε μια βιώσιμη συμφωνία, που θα εξυπηρετεί με τον καλύτερο δυνατό τρόπο τα συμφέροντα και θα ανταποκρίνεται όσο γίνεται καλύτερα στις ευαισθησίες Βρετανών και λοιπών Ευρωπαίων. Βεβαίως, ένα τέτοιο διαζύγιο δεν μπορεί να είναι εντελώς ανώδυνο όμως οι αρνητικές του επιπτώσεις πρέπει να περιοριστούν στο μέτρο του δυνατού.
Δεύτερη παρατήρηση είναι πως το βρετανικό δημοψήφισμα - τουλάχιστον με τα δεδομένα όπως έχουν διαμορφωθεί - έχει δημιουργήσει ένα ισχυρό τετελεσμένο. Σαφώς, και από διάφορες οπτικές γωνίες, μπορούν να διατυπωθούν ποικίλες κριτικές ως προς το αν εντέλει η επιλογή του δημοψηφίσματος ήταν η καλύτερη δυνατή. Καθένα από τα πρόσφατα δημοψηφίσματα που διεξάχθηκαν το τελευταίο διάστημα στην Ευρώπη - το ελληνικό, το βρετανικό, το ιταλικό - είναι αφορμή για έναν πολύ ενδιαφέροντα διάλογο ως προς το αν και το πώς μπορεί να ενσωματωθεί οργανικά και επωφελώς η πρακτική των δημοψηφισμάτων στις σύγχρονες αντιπροσωπευτικές δημοκρατίες. Σε κάθε περίπτωση, η απόφαση των Βρετανών - μολονότι η πλειοψηφία ήταν μικρή, μολονότι οι δημοσκοπήσεις έκτοτε δείχνουν ότι η ζυγαριά έχει γυρίσει - πρέπει να γίνει σεβαστή.
Τρίτον, και το σημείο που αφορά ειδικότερα εμάς τους φιλελεύθερους, η έξοδος της Βρετανίας από την Ευρωπαϊκή Ένωση θα πρέπει να έχει το μικρότερο δυνατό κόστος ως προς τις περίφημες τέσσερις ελευθερίες: της μετακίνησης προσώπων, αγαθών, υπηρεσιών και κεφαλαίων. Ούτε θα πρέπει η εξέλιξη αυτή να γίνει απαρχή για να περιχαρακώσουμε ακόμη περισσότερο τις κοινωνίες μας στο αγκαθωτό συρματόπλεγμα του εθνολαϊκισμού. Η νέα σχέση ΕΕ - Ηνωμένου Βασιλείου είναι δυνατό να λειτουργήσει υπό όρους θετικά, αν καταφέρουμε να κρατήσουμε τα στοιχεία εκείνα που αποφέρουν αμοιβαίο όφελος, εγκαταλείποντας τα πιο ανισοβαρή μέρη της μέχρι σήμερα εταιρικής σχέσης.
Τέταρτο και τελευταίο, η εξέλιξη αυτή πρέπει να λειτουργήσει ως αφορμή για έναν βαθύ αναστοχασμό για το μέλλον της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Ευρώπης ως ηπείρου. Θα είναι λάθος οι δύο πλευρές να πέσουν στην παγίδα της εκδικητικότητας και της χαιρεκακίας. Όπως επίσης θα είναι λάθος το Brexit να χρησιμοποιηθεί ως φόβητρο για άλλες χώρες όπου ο ευρωσκεπτικισμός είναι σήμερα ισχυρός, δηλαδή ως άλλοθι για τις αλλαγές που έχει ανάγκη η Ευρώπη σήμερα: λιγότερη γραφειοκρατία, μεγαλύτερη έμφαση στις ανάγκες των πολιτών, ενίσχυση της οικονομικής συνεργασίας, εμβάθυνση των σχέσεων αμοιβαίου οφέλους. Μόνο έτσι και οι δύο πλευρές θα βγουν από αυτή τη δοκιμασία αν όχι ισχυρότερες, τουλάχιστον λίγο πιο σοφές.