Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Σαν τον στρατό —εννοώ τη θητεία—, οι παλιές παρέες είναι ένα συνδετικό υλικό μεγάλης ισχύος, μια κόλλα στιγμής από εκείνες τις τόσο δυνατές που τις πουλάνε μόνο σε μικρά σωληνάρια. Μια ξαφνική ανάμνηση, μια φωτογραφία που περνά ξαφνικά από μπροστά σου, ακόμα και μια σκέτη λέξη εντός απολύτως αλλοτρίου συγκειμένου, ή και μια μυρωδιά, μπορεί να σου φέρει στον νου έναν άνθρωπο, κι αυτός πάλι με τη σειρά του —νά το πολύ μεγάλο καλό με τους φίλους και τις φιλίες— και την υπόλοιπη ομήγυρη, τους συνήθεις υπόπτους, το ωραίο βαρύ ιππικό της νεότητας, όλη εκείνη την παρέα που κάποτε ήταν, και υπήρξε τέτοια για καιρό, ολόκληρη η ζωή σου.
Κι έτσι, για να μη χαθεί ανεκμετάλλευτη η ευκαιρία, κλείνεις τα μάτια, ή τα κρατάς ερμητικά ανοιχτά, ή τέλος πάντων απλώς κοιτάς τον τοίχο απέναντι, πράγμα που κάνει το ίδιο, και τους βλέπεις ξανά και πάλι όλους μαζί. Κάθεστε στις γνωστές σας θέσεις, στο ίδιο πάντα καφέ οπωσδήποτε και όχι αλλού (από τα υπόλοιπα απλώς περνούσατε, δίκην περιπολίας, για ένα γεια), έχετε μπροστά σας ό,τι συνήθιζε να πίνει ο καθείς ανεξαρτήτως της ώρας που διαδραματίζεται η σκηνή, καπνίζετε κιόλας —άλλες εποχές— κι αν παρατηρήσεις καλύτερα θα δεις ώς και τους τίτλους στις μέσα σελίδες των εφημερίδων που είναι διπλωμένες πάνω στα δύο ενωμένα τραπεζάκια σας.
Σ’ αυτές τις αναμνήσεις, κάθε ένα από τα μέλη της παρέας έχει το ύφος που πρέπει, εκείνο που επέλεγε όταν βρισκόταν υπό συνθήκες μεγάλης και ιδιαίτερης ειλικρίνειας ή συναισθηματικού πένθους. Δεν μιλάτε, ούτε λογοφέρνετε, απλώς κάθεστε εκεί και κοιτάτε τη στενή, γεμάτη κόσμο αίθουσα, τους άλλους θαμώνες, τον μπάρμαν ή την γκαρσόνα, ή απλώς τον τοίχο απέναντι. Παρατηρείτε. Αν κάποιος από την παρέα προτιμούσε να φοράει καπέλο ή λευκό κοστούμι και τα επιδείκνυε τακτικά, τα φοράει ασφαλώς και τώρα. Είναι πιθανόν μια Κυριακή.
Είναι μια Κυριακή, και δεν έχει γίνει τίποτε από όλα αυτά που ακολούθησαν. Οι ημέρες μπροστά σας είναι ακόμα άγραφτες, πλήρεις δυνατοτήτων σαν τον Μεγάλο Ανατολικό. Και είστε όλοι εκεί. Κυρίως αυτό. Ακόμη και όσοι έφυγαν με τον καιρό, επειδή έτσι πάνε αυτά. Πολύ συχνά, δε, οι καλύτεροι.
Αυτή είναι μία διαπίστωση που δεν την κάνεις με οδύνη —και άλλωστε δεν την κάνεις και για πρώτη φορά, κάθε άλλο—, αλλά με συγκατάβαση κυρίως. Και με χαμόγελο. Πικρό, ορισμένως. Και με τη γνώση ότι κάποτε τα δακτυλικά αποτυπώματα, τα δικά σου και ενός ακόμη από τους τότε απόντες, θα ταυτίζονται. Τότε που μια άλλη ξαφνική ανάμνηση, μια άλλη φωτογραφία, ή ακόμα-ακόμα και μια άλλη σκέτη λέξη εντός απολύτως αλλοτρίου συγκειμένου, ή και μια μυρωδιά, θα φέρει την ίδια εικόνα, την ίδια σκηνή, τις ίδιες διπλωμένες εφημερίδες, και την ίδια Κυριακή, στο μυαλό ενός άλλου.
Και τότε, όταν το σκέφτεσαι και αυτό, βέβαια μαζεύεσαι πάλι, παύεις να κοιτάς τον τοίχο απέναντι με τα μάτια σου ερμητικά ανοιχτά, κάνεις μία κίνηση σαν να κατεβάζεις τα πόδια από το γραφείο κι ας μην τα είχες ανεβάσει ποτέ, και προσπαθείς να συγκεντρωθείς ξανά στη δουλειά σου, πάντα στη δουλειά σου, όχι μόνο από φόβο και από ένα δήγμα μεταμέλειας —συγγνωστά πράγματα αυτά, και νιώθονται—, όχι γιατί από τότε έχουν γραφτεί και ξεκολλήσει από το ημερολόγιο τόσες ημέρες που σχεδόν δεν το χωράει ο νους, αλλά γιατί τα πρόσωπα εκείνα, το ωραίο ιππικό, έχουν αντικατασταθεί από τους πελταστάς της επικαιρότητας — και γι’ αυτό δεν φταίει άλλος κανείς, φταις εσύ.