Το 2019, με το τέλος της κυβερνητικής θητείας του ΣΥΡΙΖΑ, έγραφα, μεταξύ άλλων, ως αποτίμηση: «Ένα κόμμα που επέλεξε, δύο φορές και επί τέσσερα χρόνια, ως κυβερνητικό εταίρο ένα δεξιό εθνικιστικό μόρφωμα, που μοχλός του ήταν ο διχασμός, η προπαγάνδα, η θεσμική περιφρόνηση, που ακολούθησε την πολιτική που κατήγγελλε, και που συνέχισε να την καταγγέλλει ενόσω την ασκούσε, που έβαλε την εξουσία πάνω από τους ανθρώπους, δεν μπορεί, και δεν δικαιούται, να λέγεται Αριστερό».
Παρότι το πέρασμα στην αντιπολίτευση προσφερόταν, προσφέρεται σε όλους τους κυβερνήσαντες, για μια κούρα ταπεινοφροσύνης και επανασύνδεσης με τις χαμένες αξίες, ο ΣΥΡΙΖΑ βάλθηκε, και σε αυτή την περίοδο, να αποδείξει πόσο δεν ήταν πραγματικό Αριστερό κόμμα.
Οι δύο μεγάλες υποθέσεις-σκάνδαλα που εξετάζονται από Προανακριτικές Επιτροπές της Βουλής είναι παραπάνω από εύγλωττες.
Πρώτη ήρθε η «υπόθεση Παπαγγελόπουλου», που ανέδειξε την ύπαρξη ενός πολυπλόκαμου και οργανωμένου παραδικαστικού κυκλώματος, με γνώση και καθοδήγηση από τα ψηλότερα κυβερνητικά κλιμάκια.
Ενός κυκλώματος που επηρέαζε την έκβαση δικαστικών υποθέσεων, που κατασκεύαζε αθώους και ενόχους, που είχε τους «δικούς του» δικαστές για την υπηρέτηση των δικών του συμφερόντων, που περνούσε διατάξεις νόμων και κωδίκων για να προσφέρει προνομιακή μεταχείριση σε δικούς του ανθρώπους ή «περιπτώσεις», όπως πρόσφατα κατήγγειλε ένα πολιτικό πρόσωπο με υπεράνω αμφιβολίας γνώση των πραγμάτων, μιας και υπήρξε Υπουργός, και μάλιστα Δικαιοσύνης, της κυβέρνησης την οποία καταγγέλλει.
Η εικόνα συμπληρώνεται από μια πληθώρα παραβιάσεων του κράτους δικαίου, από τις ραδιοτηλεοπτικές άδειες ως την κάμψη της ανεξαρτησίας των ανεξάρτητων αρχών και την επονείδιστη στάση στην υπόθεση των Τούρκων αξιωματικών. Ένα κόμμα που ενεργεί έτσι, δεν μπορεί, και δεν δικαιούται, να λέγεται Αριστερό.
Η θλιβερή εικόνα ενισχύεται τις τελευταίες ημέρες, από τα πρώτα κιόλας στοιχεία που έρχονται στο φως για την «υπόθεση Παππά».
Δίπλα στο κυβερνητικό «στήσιμο» δημόσιας διαγωνιστικής διαδικασίας, στην παρέμβαση για την απόδοση ραδιοτηλεοπτικής άδειας σε εκλεκτό της κυβέρνησης (που τώρα μαθαίνουμε ότι δεν ήταν καν η πρώτη της επιλογή), στην παράνομη προώθηση της συμμετοχής του, παρότι δεν πληρούσε τις απαιτούμενες προϋποθέσεις, στη διαμεσολάβηση για τη χρηματοδότηση του από άσχετες, και ύποπτες, πηγές και την παροχέτευση των πόρων σε άλλο φίλιο μέσο, όταν ο αρχικός εκλεκτός χάθηκε στα ραδιοτηλεοπτικά βοσκοτόπια - δίπλα σε όλα αυτά εμφανίζεται φαρδύς - πλατύς και ο αρχοντοχωριατισμός των White House («το Μαξίμου τι είναι; Τοίχοι;», φέρεται να είπε στη Βουλή, από την πρώτη κιόλας μέρα της προανακριτικός διαδικασίας, ένας μάρτυρας) και των (εξίσου εύκολα εννοούμενων) White Porscha.
Κυρίως εμφανίστηκε, γυμνή και ξεκάθαρη, η δίψα και η ανάληψη δράσης για παράνομη άλωση της εξουσίας και των θεσμών: «Ήθελαν εταιρία φιλική προς την κυβέρνηση, ετοιμοπαράδοτη επένδυση και έτοιμο κανάλι», φέρεται να ξεκαθάρισε ο ίδιος μάρτυρας. Τέτοιες ενέργειες όχι μόνο δεν προσιδιάζουν, αλλά αποκλείουν την «αριστερή» ιδιότητα.
Κι όμως, το κόμμα που βρίσκεται στο επίκεντρο όλων αυτών των συμπεριφορών και υποθέσεων, συνεχίζει, και μάλιστα με ολοένα αυξανόμενη εμμονή, να αυτοαποκαλείται «Αριστερό».
Λόγος παραπάνω να του κλείσουν ερμητικά την πόρτα οι πραγματικές αριστερές και κεντροαριστερές δυνάμεις. Δεν τίθεται δίλημμα, ούτε δικαιολογείται υπαρξιακή αγωνία: μια τέτοια στάση, εκτός από πολιτικά αυτονόητη, είναι και ηθικά αναγκαία.