Της Μαρίας Χούκλη
Και στην περίπτωση του προσφυγικού αποδεικνύεται ότι συχνά η αντίδρασή μας σ'' ένα πρόβλημα είναι χειρότερη από το ίδιο το πρόβλημα. Στην Ελλάδα της ατέλειωτης κρίσης, το διαπιστώσαμε ουκ ολίγες φορές. Φυσικά, όταν απαντάς με λανθασμένο τρόπο στο ζητούμενο όχι μόνο δεν το επιλύεις, αλλά επιπλέον δημιουργείς νέα περιπλοκή που μετατρέπει το αρχικό πρόβλημα σε γόρδιο δεσμό.
Αυτό, όμως, που συνέβη στα Γιαννιτσά ξεφεύγει από τη συνήθη εθνική μας τύφλωση. Η φωτιά στο στρατόπεδο που προοριζόταν για κατάλυμα προσφύγων και παράτυπων μεταναστών συνιστά ποιοτικά άλλης τάξεως αντίδραση στο υπαρκτό, μεγάλο και σύνθετο πρόβλημα της διαχείρισης της ξένης δυστυχίας. Ο εμπρησμός των εγκαταστάσεων που επιλέχθηκαν να στεγάσουν φυγάδες πολέμων, διώξεων και αδυσώπητης φτώχειας –τέτοιας που δεν έχει γνωρίσει η ελληνική κοινωνία, παρά τα συντριπτικά μνημόνια– δεν είναι απλώς σοβαρό γεγονός, είναι ανατριχιαστικό. Τι κι αν ήταν άδειος ο χώρος; Ο συμβολισμός παραμένει ανήθικος. Παραλλάσσοντας τη γνωστή ρήση του Heinrich Heine, δεν θέλει πολύ να σκεφτείς ότι αν σήμερα καίγονται κτίρια, γιατί αύριο να μην υψωθούν πυρσοί και κατά ανθρώπων; Άλλωστε ήδη έχει συμβεί στην πατρίδα του κορυφαίου ρομαντικού ποιητή, παρά το αδιανόητο έγκλημα που θα στοιχειώνει για πάντα το γερμανικό έθνος, να επαναληφθεί πάλι ως τραγωδία η ιστορία. Να πυρποληθούν άνδρες, γυναίκες και παιδιά σαν μολυντές της γερμανικής καθαρότητας. Να καούν μέσα στους ξενώνες όπου στέγασαν την κυνηγημένη ζωή τους.
Ουδείς μπορεί να ισχυριστεί ότι σε μια Ελλάδα που παραπαίει σε όλα τα επίπεδα η αιφνίδια εμφάνιση τόσων πολλών προσφύγων και μεταναστών δεν συνιστά παράγοντα απορρύθμισης των τοπικών κοινωνιών. Η εποχή του «λιάζονται» παρήλθε. Προφανώς, όταν αλλάζουν τα δεδομένα, αλλάζουμε και άποψη και ρότα. Παράλληλα με τη μάχη για κοινή ευρωπαϊκή προσέγγιση του προβλήματος, πρέπει να ετοιμαστούμε για τη συνύπαρξή μας με χιλιάδες ξένους που θα ξεμείνουν, θέλοντας και μη, στη χώρα. Ακόμη κι αν ο αριθμός των καραβανιών της απελπισίας διατηρηθεί ως έχει, χρειάζεται σχέδιο για την ισόρροπη διασπορά τους και κινητοποίηση πολλών δομών για να αντιμετωπιστούν οι ανάγκες τους. Σε καιρούς τόσο δύσκολους και στενεμένους, με εξαντλημένα τα ψυχικά αποθέματα και από την ατέρμονη αναμονή του καλύτερου αύριο που δεν έρχεται, είναι εύκολο οι τοπικές κοινωνίες να περάσουν στο άλλο άκρο. Να ξεχάσουν τον Ξένιο Δία και να ορμήσουν κατά όσων «απειλούν» τη μικρή μας πόλη, απλώς και μόνο από θυμό για τη δική μας «εγκλωβισμένη ζωή».
Η κοινοτοπία του κακού ελλοχεύει πάντοτε και αρκεί ένα ασήμαντο γεγονός να λειτουργήσει σαν πυροκροτητής της έκρηξης. Ο σπόρος του διχασμού έχει φυτευθεί στην ελληνική κοινωνία από τον πολιτικό λόγο της μισαλλοδοξίας. Και τον λιπαίνουν η έλλειψη εμπιστοσύνης σε θεσμούς και πρόσωπα, οι βορβορώδεις αποκαλύψεις για πάσης φύσεως εκβιασμούς με εναλλαγή των πολιτικών χώρων, ο μηδενισμός από το αθεράπευτο της μιζέριας μας που μας έχει μετατρέψει σε υπνοβάτες. Βαδίζουμε προς την καταστροφή με τρομακτική απάθεια. Αν αισθάνεσαι ότι δεν μετράει η δική σου ζωή, αν νιώθεις ότι το αύριο θα είναι χειρότερο από το σήμερα, πόσο απέχει η αδιαφορία για την τύχη των άλλων; Πολλώ δε μάλλον όταν οι άλλοι είναι και άλλης φυλής, θρησκείας και πολιτισμού; Εδώ Έλληνες έκαψαν Έλληνες και αναφέρομαι στο ακόμη ατιμώρητο έγκλημα της Marfin, ενοχή που πρέπει να βαραίνει την Πολιτεία σε όλες τις εκφάνσεις της.
Μακάρι η φωτιά των Γιαννιτσών να ήταν ακραία ενέργεια, απερίσκεπτου χεριού. Να ήταν μεμονωμένο συμβάν από θερμοκέφαλο ρατσιστή. Αν όχι, αν το επικρότησε σιωπηλά η τοπική κοινωνία, μην το προσπεράσουμε. Μπορεί να είναι εικόνα από τα auto-da-fe του εγγύς μέλλοντος.