Μία από τις τάσεις που αναδείχθηκαν με την κρίση της πανδημίας είναι η αναβίωση του αιτήματος της αντικατάστασης των μηχανισμών της αγοράς από τους αντίστοιχους του κράτους. Ακούσαμε από το να απαγορευτεί η πώληση μασκών και αυτές να διανέμονται από κρατικούς φορείς, μέχρι -το πιο πρόσφατο- να ακυρωθούν οι πατέντες των εμβολίων για τον κορονοϊό ώστε αυτά να παράγονται και να διανέμονται υπό τη διεύθυνση του κράτους.
Βεβαίως, όπως έχω γράψει σ’ αυτή τη στήλη, με διάφορες αφορμές από το ξέσπασμα της πανδημίας, οι φιλελεύθεροι δεν αρνούμαστε ότι σε μια έκτακτη συνθήκη το κράτος έχει ρόλο για να καλύπτει έκτακτες ανάγκες και κενά, να συντονίζει όπου χρειάζεται, να λαμβάνει τα μέτρα που χρειάζονται για την προστασία της ζωής (αλλά και της περιουσίας και της ελευθερίας) των πολιτών.
Είναι όμως σημαντικό ακόμη και σε τέτοιες έκτακτες συνθήκες να κρατάμε κατά νου πως η διατύπωση του αιτήματος να αντικατασταθεί μια λειτουργία της αγοράς από το κράτος, συνεπάγεται μια αρχική υπόθεση που πολύ σπάνια, και μόνο υπό πολύ συγκεκριμένες συνθήκες και προϋποθέσεις, επιβεβαιώνεται στην πράξη: ότι το κράτος θα αποδειχθεί αποτελεσματικότερο ή/και δικαιότερο από την αγορά.
Η δομή του επιχειρήματος είναι γνωστή: Η αγορά είναι απρόσωπη και οι φορείς της έχουν για κίνητρο το κέρδος, ενώ οι φορείς της δημόσιας δράσης, οι πολιτικοί και οι δημόσιοι αξιωματούχοι, έχουν δημοκρατική νομιμοποίηση και στοχεύουν στο κοινό καλό.
Όμως η συλλογιστική αυτή αφήνει απ’ έξω δύο κρίσιμες παραμέτρους - την πρώτη την επεσήμανε ο Φρίντριχ Χάγιεκ, και τη δεύτερη οι επίγονοί του ιδρυτές και εκπρόσωποι της Σχολής της Δημόσιας Επιλογής.
Το πρώτο πρόβλημα με το κράτος που υποτίθεται ότι διορθώνει την αγορά είναι το λεγόμενο γνωσιολογικό: Η αποκεντρωμένη φύση της αγοράς της δίνει τη δυνατότητα να απαντά με δυναμικό και συνεχώς προσαρμοζόμενο τρόπο στα προβλήματα που εγείρει η συνύπαρξη και αλληλεπίδραση εκατομμυρίων, ή και δισεκατομμυρίων ανθρώπων. Μέσα από διαρκείς δοκιμές και λάθη, με τρόπο ειρηνικό και χωρίς καταναγκασμό, με διαρκείς βελτιωτικές προσαρμογές προκύπτουν λύσεις που δεν είναι δυνατόν να προκύψουν μέσα από το συγκεντρωτικό σύστημα της κρατικής παρέμβασης, που δεν διαθέτει ούτε τον όγκο της απαιτούμενης πληροφόρησης, ούτε τους συντονιστικούς μηχανισμούς για κάτι τέτοιο.
Το δεύτερο πρόβλημα είναι αυτό των κινήτρων: Οι άνθρωποι ανεξάρτητα από το πού δραστηριοποιούνται έχουν πάνω κάτω τα ίδια προτερήματα και ελαττώματα. Τόσο στην αγορά, όσο και στο κράτος θα βρει κανείς καλούς και κακούς ανθρώπους, καλόψυχους και μοχθηρούς, έντιμους και απατεώνες. Μάλιστα, οι πιο ευσυνείδητοι προσπαθούν και στα δύο αυτά πεδία να προοδεύσουν περισσότερο, θεωρώντας ότι το αντικείμενό τους βοηθά τους συνανθρώπους τους. Όμως ενώ στην αγορά έχουμε τη δυνατότητα να μη συναλλαγούμε με κάποιον που για τον οποιονδήποτε λόγο δεν μας κάνει, στο κράτος αυτή η δυνατότητα συνήθως δεν υπάρχει. Ενώ στην ελεύθερη αγορά το αν μια επιχείρηση θα προκόψει και θα γιγαντωθεί εξαρτάται από το αν εξυπηρετεί τις ανάγκες των ανθρώπων, στο κράτος συχνά αυτό κρίνεται από τις σχέσεις ιδιοτελούς συμφέροντος μεταξύ εκείνων που κατέχουν τις εκάστοτε θέσεις.
Συμβαίνουν λοιπόν αποτυχίες στις αγορές, συμβαίνουν όμως αποτυχίες και στο κράτος. Και ενώ οι φιλελεύθεροι δεν έχουμε κανένα πρόβλημα να παραδεχθούμε ότι υπάρχουν συγκεκριμένες περιπτώσεις όπου οι αποτυχίες των αγορών μπορούν να διορθωθούν από το κράτος, τις συντριπτικά περισσότερες φορές το κόστος διόρθωσης των αποτυχιών αυτών είναι ασύγκριτα μεγαλύτερο όταν συμβαίνουν στο κράτος, απ’ ό,τι στην αγορά.
Δεν ζητάμε ασφαλώς από τους φίλους μας κρατιστές να αναλογιστούν τα παραπάνω και αμέσως να γίνουν φιλελεύθεροι. Ας κρατήσουν όμως κατά νου την εξής αυτονόητη αρχή: Άνθρωποι δρουν στην αγορά, άνθρωποι δρουν και στο κράτος. Και ας μιλήσουμε μετά για τα πλεονεκτήματα και τα μειονεκτήματα των δύο αυτών συστημάτων.