Το ημερολόγιο έγραφε 20 Νοεμβρίου 1990 όταν η σοβιετική αστυνομία συνέλαβε τον Αντρέι Ρομάνοβιρς Τσικατίλο, έναν ειλικρινή κομμουνιστή, δάσκαλο, κατά συρροή δολοφόνο και κανίβαλο.
Ο αναγνώστης θα θυμάται στην περίφημη ταινία «Πολίτης Χ», στην οποία εξιστορούνται οι ημέρες, τα πάθη και οι θηριωδίες αυτού του υπεράνω πάσης υποψίας ανθρώπου.
Σήμερα, όλοι γνωρίζουν την ιστορία του, ενώ το επίθετό του, συνειρμικά παραπέμπει πολλούς οπαδούς της κατάργησης της θανατικής ποινής, στα δύο αθώα θύματα δικαστικής πλάνης, τα οποία πλήρωσαν με την ζωή τους, τις αδυναμίες της σοβιετικής αστυνομίας.
Ωστόσο, η υπόθεση Τσικατίλο, δεν είναι παρά ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα της περιφρόνησης της νομιμότητας, προκειμένου να μειωθούν οι πιέσεις της κοινής γνώμης προς τις αρχές. Αξίζει να σημειώσουμε πως μετά την σύλληψή του ο Τσικατίλο, εξετάστηκε από ψυχιάτρους εμπειρογνώμονες τρεις φορές. Όλες οι επιτροπές τον χαρακτήρισαν ως «έχοντας σώας τα φρένας», δηλαδή, δεν διαπίστωσαν «κάποια εμφανή ψυχιατρική νόσο, ενώ ο ίδιος γνώριζε καλά τι έκανε». Μαρτυρίες ανθρώπων που ήρθαν μαζί του σε επαφή μετά την σύλληψή του, όμως, βεβαιώνουν πως βρέθηκαν απέναντι σε έναν ψυχικά βαριά νοσούντα άνθρωπο.
Ο Αλεξάντρ Μπουχανόφκι ήταν γνωστός ψυχίατρος, ειδικευμένος στους κατά συρροή δολοφόνους, ο οποίος συνεργάστηκε με την αστυνομία πριν από την σύλληψη του Τσικατίλο, κάνοντας το ψυχολογικό του προφίλ. Ήταν όμως και εκείνος στον οποίο ο Τσικατίλο ομολόγησε για πρώτη φορά τα εγκλήματά του και ο πρώτος που διατύπωσε την άποψη πως ο συλληφθείς ήταν ψυχικά ασθενής, πράγμα που σήμαινε πως σύμφωνα με τον νέο, την εποχή εκείνη, σοβιετικό Ποινικό Κώδικα, η ποινή του θα ήταν εγκλεισμός σε ψυχιατρικό νοσοκομείο.
Ο δημοσιογράφος και συγγραφέας, προϊστάμενος του αστυνομικού ρεπορτάζ της εφημερίδας «Απογευματινή της Μόσχας», Νικολάι Μοντέστοφ, θεωρούσε πως το πόρισμα της ιατροδικαστικής ψυχιατρικής πραγματογνωμοσύνης, ήταν υπαγορευμένο από την επιθυμία να προστατευτεί η κοινωνία από τον δολοφόνο. Έτσι, στον βαθμό που η πραγματογνωμοσύνη τον κήρυσσε «ψυχικά ασθενή» θα ήταν αδύνατη η εκτέλεσή του. Ο ίδιος δημοσιογράφος, δήλωσε δημοσίως πολλές φορές, πως κατά την διάρκεια της δίκης οι μάρτυρες ψυχίατροι, δέχτηκαν αφόρητες πιέσεις από την πλευρά των ανακριτών, της αστυνομίας και της εισαγγελίας. Ήταν προφανές, την εποχή εκείνη, πως τα θηριώδη εγκλήματα που διέπραξε ο Τσικατίλο, είχαν προκαλέσει μεγάλη δυσφορία στην σοβιετική κοινωνία, ιδίως του Ροστόφ επί του Ντον, υποχρεώνοντας τις αρχές να προσφέρουν το κεφάλι του κατά συρροή δολοφόνου, βορρά στις εκδικητικές διαθέσεις του κοινού.
Ο Αντρέι Ρομάνοβιτς Τσικατίλο, γεννήθηκε στις 16 Οκτωβρίου 1936 σε ένα χωριό της περιοχής του Χάρκοβ. Οι γιατροί αμέσως διαπίστωσαν πως έχει υδροκεφαλία. Μέχρι τα 12 του χρόνια, είχε ακράτεια ούρων την νύχτα, γεγονός που αποτελούσε αφορμή για μόνιμους ξυλοδαρμούς από τους γονείς τους. Όπως αφηγήθηκε ο ίδιος, κατά την μητέρα του, ο μεγαλύτερος αδελφός Στεπάν δολοφονήθηκε και φαγώθηκε από τους συντοπίτες τους κατά την διάρκεια του μεγάλου λιμού στην Ουκρανία κατά τα έτη 1932-1933. Εξαιτίας αυτού του γεγονότος, όταν το 1946 ξέσπασε και πάλι λιμός στην περιοχή και καταγράφηκαν κρούσματα ανθρωποφαγίας, ο δεκάχρονος Τσικατίλο, φοβόταν να βγει από το σπίτι, προκειμένου να αποφύγει την τύχη του αδελφού του.
Ο ψυχίατρος Ντμίρι Βελτίστσεφ, ο οποίος είχε «φιλοτεχνήσει» το ψυχολογικό προφίλ του Τσικατίλο, ανέφερε πως ο ασθενής του είχε «παράξενες συνήθειες: του άρεσε να ζωγραφίζει χάρτες, να δημιουργεί σειρές αριθμών, ενώ στην συνέχεια γοητεύτηκε από τις ιδέες του σταλινισμού, με αποτέλεσμα να αντιγράφει διαρκώς τα ονόματα των κομμουνιστών ηγετών. Στις φαντασιώσεις του, ήταν πρωταγωνιστής ως γενικός γραμματέας του κόμματος που μιλάει από το βήμα των κομματικών συνεδρίων».
Το σύμπλεγμα μειονεξίας που απέκτησε στην εφηβική του ηλικία, συνδεόταν με την αποτυχημένη σεξουαλική εμπειρία, το εξισορρόπησε όμως με το αυξημένο ενδιαφέρον για τις σπουδές, την μελέτη της μαρξιστικής φιλοσοφίας, την προσμονή της κομμουνιστικής κοινωνίας ως απαλλαγή από την αδικία και την εχθρότητα του κόσμου.
Η γήινη διαδρομή του Τσικατίλο ξεκίνησε με την παιδική του ηλικία, όταν έτρωγε χορτάρι για να μην πεθάνει από την πείνα, με τον μόνιμο τρόπο μην έχει την τύχη του αδελφού του που έπεσε θύμα κανιβαλισμού. Ως έφηβος μεγάλωσε σε μία χώρα όπου «δεν υπήρχε το σεξ» και αυτοικανοποιονταν με την αντιγραφή σε στήλες των ονομάτων των κομμουνιστών ηγετών. Έγινε παιδαγωγός, ο οποίος στην αρχή μεταμορφώθηκε σε παιδόφιλο και στην συνέχεια σε κανίβαλο.
Ο Αντρέι Τσικατίλο εκτελέστηκε στο Νοβοτσερκάσκ στις 14 Φεβρουαρίου 1994, μία τραγική υπόμνηση της ημέρας του Αγίου Βαλεντίνου. Ήταν ένας από τους τελευταίους στους οποίους επιβλήθηκε η θανατική ποινή. Δύο χρόνια αργότερα, η Ρωσία κήρυξε μορατόριο στις εκτελέσεις θανατοποινιτών, το οποίο ισχύει μέχρι σήμερα.