Της Μαρίας Χούκλη
Ανεξαρτήτως αν αναφερόμαστε στην προσωπική, επαγγελματική, κοινωνική ή πολιτική ζωή, το ερώτημα είναι ένα και το αυτό: πώς μπορούμε να κάνουμε τους άλλους να παραδεχθούν τα λάθη τους και -κατά το κοινώς λεγόμενο- ν'' αλλάξουν μυαλά;
Μας εξοργίζει η καταφανώς στρεβλή άποψη του άλλου και πιστεύουμε ότι ο κάτοχός της συνειδητά αρνείται να την εγκαταλείψει. Είναι, όμως, έτσι;
Το περιοδικό New Statesman, επικαλούμενο επιστημονικές έρευνες, αναφέρει ότι είναι εξαιρετικά δύσκολο να πείσουμε τους ανθρώπους να γυρίσουν τον ψυχικό διακόπτη και να απορρίψουν τις πεποιθήσεις τους.
Οι ψυχολόγοι, προσπαθώντας να κατανοήσουν το φαινόμενο, υιοθέτησαν τον όρο «πόλωση επιβεβαίωσης». Όχι μόνο δεν παραδεχόμαστε ότι κάνουμε λάθος, αλλά αναζητούμε -βλέπουμε παντού- στοιχεία που υποστηρίζουν τις θέσεις μας και απορρίπτουμε διαρρήδην ό,τι τις διαψεύδει.
Τα ανθρώπινα όντα ερμηνεύουν κάθε νέα πληροφορία φιλικά προς την κοσμοθεωρία τους.
Ειδικά στο πολιτικό πεδίο, όπου λανθασμένες και σωστές απόψεις επηρεάζουν καθοριστικά τη ζωή των πολλών σε πολλές εκφάνσεις της, λειτουργεί το φαινόμενο του μπούμερανγκ.
Ακόμη και αν η αντίκρουση των στρεβλών πεποιθήσεων γίνεται βάσει γεγονότων, η τάση μας είναι να πιστεύουμε ότι «στραβός είναι ο γιαλός». Υποτιμούμε τις αποδείξεις και επιμένουμε πιο πεισματικά στη θέση μας.
Οι ερευνητές, αποκωδικοποιώντας τον σχηματισμό των προκαταλήψεων, αποκαλύπτουν ότι ο ανθρώπινος εγκέφαλος επεξεργάζεται τις πληροφορίες που δέχεται με μια διαδικασία που μοιάζει με τη στενογραφία: με συντομεύσεις και ελλείψεις. Αυτή η λειτουργία ενδέχεται να σχετίζεται με την κοινή ανθρώπινη επιθυμία να είμαστε σωστοί στην επαφή μας με τον κόσμο. Εκεί εδράζονται οι παγιωμένες θρησκευτικές, ιδεολογικές και ηθικές πεποιθήσεις. Δεν θέλουμε να αμφισβητούνται, γιατί έτσι κλονίζεται η σιγουριά για τον εαυτό μας.
Το βρετανικό περιοδικό μνημονεύει τη ρήση του Μαρκ Τουέιν «Δεν είναι ότι αρνούμαστε να αλλάξουμε άποψη επειδή δεν γνωρίζουμε ότι θα μπούμε σε μπελάδες. Είναι ότι είμαστε απολύτως βέβαιοι ότι δεν πρόκειται να μπούμε σε μπελάδες».
(Τι μας θυμίζει, τι μας θυμίζει!)
Τι είναι εκείνο, λοιπόν, που μπορεί να αλλάξει τα μυαλά των ανθρώπων;
Παραδόξως, λένε οι κοινωνικοί επιστήμονες, βοηθούν τα ασθενέστερα επιχειρήματα. Ζητώντας από τους άλλους να εγκαταλείψουν εδραιωμένες πεποιθήσεις και να ενστερνιστούν τις αντίθετές τους, είναι τεράστια ψυχολογική απαίτηση.
Αναγνωρίζοντας ότι έχουν κάνει οικτρά λάθος, θέτουν σε αμφιβολία το σύνολο του credo τους. Είναι πιο εύκολο να κάνουν μικρότερες ψυχικές μετακινήσεις, αλλαγές που δεν απειλούν ό,τι θεωρούν ταυτότητά τους.
Ισχύει και σε πολιτικό επίπεδο. Καλώντας την αντίπαλη πλευρά να αλλάξει άρδην θέσεις είναι ευθεία βολή στο DNA της και φυσικά θα είναι απρόθυμη να το πράξει. Αντιθέτως, ζητώντας έστω και πιεστικά διορθωτικές κινήσεις είναι συναισθηματικά ανεκτό και τις περισσότερες φορές γίνεται.
Ξαναγυρίζουμε στο καταλυτικό ερώτημα που αφορά την καθεμιά και τον καθένα μας: πώς θα διασφαλιστούμε έναντι της αθέατης μεροληψίας και θα λειτουργούμε με βάση την κοινή λογική;
Σύμφωνα με τους επιστήμονες, θα πρέπει διαρκώς να είμαστε εγρήγορση για να αντιμετωπίζουμε τις δυνάμεις που σιωπηρά –την κραυγαλέα εκδοχή τους την βλέπουμε- διαμορφώνουν τις απόψεις μας.
Ή με τα λόγια του Μιχάλη Κατσαρού:
«Αντισταθείτε (...)
Στον περσικό τάπητα των πολυκατοικιών,
τον κοντό άνθρωπο του γραφείου
στην εταιρεία εισαγωγαί- εξαγωγαί
στην κρατική εκπαίδευση και το φόρο
αντισταθείτε σε μένα ακόμα που ιστορώ…»