Νόμιζα ότι ήταν αθάνατος.
Τον έβλεπα γοητευτικό κι ερωτεύσιμο στα 90 του με το ίδιο πάντα διεισδυτικό βλέμμα του, με τις ίδιες εκφράσεις στο πρόσωπο, με το ίδιο λοξό χαμόγελο να κάνει ποδήλατο ή βαστώντας την κομψή βακτηρία του και έλεγα «οι ωραίοι μεγαλώνοντας γίνονται ωραιότεροι».
Χρειάστηκε να το διαβάσω και να το ξαναδιαβάσω για να πειστώ πώς πέθανε. Ο καλύτερος και γοητευτικότερος Τζέιμς Μποντ όλων των εποχών. Εκείνος ο τεράστιος ηθοποιός που πήρε ένα τίποτα (ποτέ δεν συμβιβάστηκε μ’ αυτό το ρόλο του) και το έκανε κάτι σπουδαίο.
Το φτωχόπαιδο που ξεκίνησε από τις φτωχογειτονιές του Εδιμβούργου και διήνυσε όλο το φάσμα: έγινε σερ!
Ο Σον Κόνερι, πέθανε λέει στον ύπνο του, χθες, τελευταία μέρα ενός πικρού Οκτωβρίου του 2020.
Στο μεταξύ έζησε, έλαμψε, μας αγάπησε, απήγγειλε τον Ιθάκη του Καβάφη με υπόκρουση μουσική Παπαθανασίου, έπαιξε στο «Όνομα του Ρόδου» του Έκο.
Ερασιτέχνης μποξέρ, γαλατάς, οδηγός σε λεωφορείο, εργάτης σε οικοδομή, μοντέλο για ζωγράφους, παρ’ ολίγον ποδοσφαιριστής, στιλβωτής φερέτρων και παιδί για θελήματα σε μπακάλικο με πελάτη του τον Μίνω Βολανάκη, πριν τον σκηνοθετήσουν ο Χίτσκοκ και ο Λιούμετ, πριν γίνει η απόλυτη περσόνα του Τζέιμς Μποντ.
Κάποιοι γεννιούνται σερ, με ένα άστρο στο μέτωπο.
Είναι σχεδόν σίγουρο, ότι η καθαρίστρια Έφη ΜακΜπέιν και ο Τζότζεφ Κόνερι, εργάτης σε εργοστάσιο και οδηγός φορτηγού, δεν ήταν σε θέση να προβλέψουν το μέλλον του γιου που έφερναν στον κόσμο στις 25 Αυγούστου 1930.
Ο Σον Κόνερι που σήμερα μας αποχαιρέτησε αλλά θα μείνει στη μνήμη μας ανεξίτηλος, γεννήθηκε στο Φάουντενμπριτζ, πιο Σκωτσέζος δεν γίνεται, να μη το ξεχνάμε αυτό, καθώς γαλουχήθηκε κάτω από τον ουρανό του Εδιμβούργου.
Το πλήρες όνομά του είναι Τόμας Σον Κόνερι και ο ίδιος έχει παραδεχθεί πως τον αποκαλούσαν Σον πολύ πριν γίνει ηθοποιός. Μέχρι να βρει το δρόμο του, είχε να διανύσει μεγάλη διαδρομή.
Στην αρχή ήταν γαλατάς στο Εδιμβούργο. Στη συνέχεια κατατάχθηκε στο Βασιλικό Ναυτικό, αλλά δεν κατάφερε να μακροημερεύσει ως γαλονάς, καθώς απολύθηκε λόγω προβλημάτων υγείας. Συνεχίζοντας την μακρά περιπλάνηση μέχρι να συναντήσει το πεπρωμένο του, υπήρξε οδηγός λεωφορείου, εργάτης, μοντέλο για το Κολέγιο Καλών Τεχνών του Εδιμβούργου, στιλβωτής φέρετρων, μπόντι μπίλντερ, ποδοσφαιριστής ό,τι άλλο μπορεί να φανταστείς κανείς.
Ήταν η αναγκαία συνθήκη του Σον που προερχόταν από μια φτωχή οικογένεια για να βγάζει τα προς το ζην.
«Ποτέ δεν είχα σκεφτεί να γίνω ηθοποιός. Βρισκόμουν στο Λονδίνο για τον διαγωνισμό του ”Μίστερ Υφήλιος” και γύρευα να κάνω κάτι διαφορετικό στη ζωή μου. Μόλις μου είχαν προτείνει να προσπαθήσω να μπω στην ομάδα ποδοσφαίρου της Μάντσεστερ Γιουνάιτεντ, όμως ήμουν ήδη 22· αρκετά μεγάλος για μια τέτοια δουλειά. Τότε, κάποιος μου είπε ότι γύρευαν κόσμο για να συμπληρώσουν τη χορευτική ομάδα του θεατρικού μιούζικαλ «South Pacific». Έμαθα πού θα γινόταν η πρόβα, πήγα, με δοκίμασαν, με προσέλαβαν και αυτό ήταν. Μία ακόμη δουλειά…» Έλεγε κι επέμενε: «Ενδεχομένως να μην είμαι ένας καλός ηθοποιός, αλλά θα ήμουν χειρότερος σε οτιδήποτε άλλο κι αν έκανα.»
Στον θίασο έμεινε άλλα δύο χρόνια. Από το θέατρο βρέθηκε στην τηλεόραση και επί πέντε χρόνια μετείχε σε σίριαλ, ενώ «δάνειζε» το πρόσωπό του σε διαφημίσεις και τη μόδα (υπήρξε μανεκέν στο κατάστημα ανδρικών ειδών Vince στο εμπορικό κέντρο του Λονδίνου διαφημίζοντας ιταλικά πουκάμισα και ναυτικά γιλέκα που εκείνη την εποχή ήταν πολύ της μόδας).
Μέχρι το 1957, χρονιά ορόσημο. Παίρνει τον πρωταγωνιστικό ρόλο στην τηλεοπτική μεταφορά του θεατρικού του Αλβιν Ράκοφ «Ρέκβιεμ για έναν πυγμάχο» για το BBC, που μερικά χρόνια αργότερα θα γινόταν κινηματογραφική επιτυχία με τον Άντονι Κουίν. Κι εκεί οι ατζέντηδες κατάλαβαν πως έχουν να κάνουν με ατόφιο ταλέντο.
Το 1958 υπογράφει 5ετές συμβόλαιο με την 20th Century Fox, για την οποία έκανε 10 ταινίες. Μην φανταστείτε τίποτα φοβερό: κάτι φτηνά μελοδράματα ή πολεμικές ταινίες της σειράς. «Ο Κόνερι μετέχει, αλλά δεν λάμπει». Με εξαίρεση, ίσως, την ταινία «Κάπου, κάποιος, κάποτε», όπου υποδύεται τον εραστή της Λάνα Τάρνερ.
Ο πρώτος Τζέιμς Μποντ
Στον πρώτο James Bond έλαβε αμοιβή μόλις 15.000 στερλίνες. Θα έπρεπε να φτάσει στο 1962 για να βρεθεί στην μεγάλη ευκαιρία. Εκείνη τη χρονιά οι παραγωγοί Αλμπερτ Μπρόκολι και Χάρι Σάλτζμαν αποφασίζουν να μεταφέρουν στον κινηματογράφο το μυθιστόρημα κατασκοπείας του Ιαν Φέμινγκ «Δόκτωρ Νο».
Ήταν η γέννηση του κινηματογραφικού Τζέιμς Μποντ.
Χρήματα πολλά δεν υπήρχαν για να έρθει πρωτοκλασάτος ηθοποιός και, ω του θαύματος, επιλέχθηκε ο φτηνός Σον Κόνερι (είπαμε, έλαβε αμοιβή μόλις 15.000 στερλίνες). Τι παράξενο: ο Φλέμιγκ δεν τον ήθελε τον Κόνερι, του φαινόταν αρκετά brutal για τα γούστα του. Ωστόσο η ταινία «έσπασε» τα ταμεία. Και ο Σον Κόνερι έγινε από εκείνη τη στιγμή ποθητός σταρ.
Με τους Μπρόκολι – Σάλτσμαν ο Κόνερι γύρισε πέντε ακόμη ταινίες ως 007. Ο Σον δωσε στον πράκτορα στυλ, σπινθηροβόλο βλέμμα, σέξι θωριά. Μέσα του, όμως, άρχισε να φοβάται πως αν συνεχίσει να κάνει τον 007 δεν θα ξεφύγει ποτέ από την τυποποίηση. Και κάπως έτσι κλείνει την πόρτα στον υπερήρωα, την εποχή της απόλυτης δόξας.
Από τον Τζέιμς Μποντ στο «Όνομα του Ρόδου» και στον «Λόφο»
Κάπως έτσι τον είδαμε το «Όνομα του Ρόδου» του Έκο, έπαιξε στη «Μάρνι» του Αλφρεντ Χίτσκοκ, δίνει την απόλυτη ερμηνεία στον «Λόφο», υποδυόμενος έναν φυλακισμένο στρατιωτικό κατά τη διάρκεια του Β’ Παγκοσμίου Πολέμου.
«Ο Λόφος» υπήρξε η έναρξη μιας μακρόχρονης συνεργασίας του ηθοποιού με τον σκηνοθέτη Σίντνεϊ Λιούμετ. Αξιοσημείωτη ήταν και η παρουσία του στην ταινία «Ο Άνθρωπος που θα γινόταν βασιλιάς» σε σκηνοθεσία του Τζον Χιούστον, όπου ο Κόνερι βγάζει στην οθόνη μια τραχιά πλευρά του, ολότελα άγνωστη στο ευρύ κοινό. Πολλές βραβεύσεις δεν είχε στο ενεργητικό του, ωστόσο δεν γίνεται να μην επισημανθεί η χρονιά που πήρε το Όσκαρ β’ ρόλου (το 1988) για την παρουσία του στην ταινία «Αδιάφθοροι» του Μπράιαν Ντε Πάλμα. Ως αστυνομικός Τζίμι Μαλόουν δείχνει το μέγεθος του ταλέντου του.
Η δεκαετία του ’80 τον βρίσκει σε πλήρη ακμή: Παίζει στον «Ιντιάνα Τζόουνς και η τελευταία Σταυροφορία» του Στίβεν Σπίλμπεργκ στα 1989, για να ακολουθήσουν οι ταινίες: «Χαϊλάντερ: Ο αθάνατος» του Ράσελ Μαλκάχι , το «Ονομα του ρόδου» του Ζαν Ζακ Ανό, και τα δυο το 1986, ο «Βράχος» («The Rock», 1996) του Μάικλ Μπέι και το «Κυνήγι του Κόκκινου Οκτώβρη» («The Ηunt for the Red October», 1990) του Τζον Μακ Τίρναν.
Το 2006 ανακοινώνει πως «αποστρατεύεται». Δεν ήθελε άλλο σινεμά στη ζωή του. Το είπε και το ‘κανε. Αποσύρθηκε για να ζήσει μια ήσυχη ζωή. Προτιμώντας την ηρεμία και το τροπικό κλίμα στις Μπαχάμες (χωρίς ποτέ να ξεχνά ωστόσο τη Σκωτία), μαζί με την δεύτερη σύζυγό του, τη γαλλομαροκινής καταγωγής ζωγράφο Μισελίν Ροκμπρίν.
Ο Κόνερι αγαπούσε όσο τίποτα άλλο την πατρίδα του. Παρέμεινε ρομαντικός πατριώτης, ένθερμος υποστηρικτής της ανεξαρτητοποίησης της Σκωτίας από το Ηνωμένο Βασίλειο (ένα τατουάζ στο μπράτσο του γράφει Scotland Forever – Σκωτία για πάντα). Αυτή ήταν και η αιτία που το 1997 και το 1998 δεν χρίστηκε σερ. Εντέλει έλαβε το χρίσμα το 2000 από τη βασίλισσα της Αγγλίας στη γενέτειρά του, στο Εδιμβούργο.
Ο Κόνερι έτρεφε ιδιαίτερη αγάπη και για την Ελλάδα. Είχε έρθει κατ’ επανάληψη στα μέρη μας. Αλλά πολύ τον αγαπήσαμε κι εμείς.
Αντίο, Sir!