Όπως με την ανοσία αγέλης —όταν ένας σημαντικός αριθμός ανθρώπων εμβολιάζονται για μια μεταδοτική ασθένεια, συχνά δημιουργείται στο κοινωνικό σύνολο ένα επίπεδο προστασίας ακόμα και για εκείνους που δεν μπορούν ή, αν είναι ανόητοι, δεν θέλουν να εμβολιαστούν—, η ανθρώπινη κακία έχει βοηθήσει στην επιβίωσή μας ως είδους. Χρησιμοποιώ απρόσεκτα τη λέξη «κακία» εδώ, χάριν συντομίας. Ενδεχομένως να μπορούσα να βάλω στη θέση της το «ένστικτο αυτοσυντήρησης», ή το «εγωιστικό γονίδιο», τη ριζωμένη τέλος πάντων μέσα μας πανάρχαια ανάγκη να προστατεύσουμε τον εαυτό μας, τα παιδιά μας, τους δικούς μας, αυτούς που έχουν κοινά χρωμοσώματα με τα δικά μας, από εξωγενείς κινδύνους πάση θυσία — δηλαδή ακόμα και κάνοντας κακό σε άλλους, και συχνά μάλιστα μεγάλο, τελεσίδικο κακό: π.χ., θραύοντας το κρανίο τους με κόκαλα ζώων, πετώντας τους από γκρεμούς ή κόβοντάς τους με ένα κομμάτι σχιστόλιθου τον λαιμό κλπ. Χωρίς την «κακία» αυτή, ίσως να μην είχαμε φτάσει εδώ που είμαστε σήμερα — ίσως, δηλαδή, να μην είχαμε την ευκαιρία μερικές χιλιάδες χρόνια τώρα να κάνουμε και όλα αυτά τα καλά που μπορούμε να κάνουμε: να ακούμε μουσική, να ξαπλώνουμε στον καναπέ με ένα βιβλίο στο χέρι, να χαζεύουμε το ηλιοβασίλεμα, να φροντίζουμε αδέσποτα σκυλιά, να τρώμε κρεμ-καραμελέ και άλλα τέτοια.
Έχω μάθει κι εγώ —και ποιος δεν έχει μάθει— να σιχαίνομαι τους λογής φασίστες, αυτούς τους κακομοίρηδες που, συχνά λόγω εγγενών προβλημάτων, θλιβερά χαμηλού επιπέδου εκπαίδευσης, ελλιπούς αντίστασης στη σαχλαμάρα κ.ά., μισούν ακόμη έτσι πρωτογενώς τον Άλλο, έτσι αγελαία, όπως εκείνοι οι αρχαίοι, οι μισόγυμνοι ή οι ντυμένοι με προβιές ή κελεμπίες, χτίζοντας πάνω από την τάφρο του μίσους τους και θεωριούλες περί ανωτερότητος, υπεροχής και τα τοιαύτα, και διαλαλώντας τον πελώριο, δήθεν μυστικό και τάχα μου ανομολόγητο Φόβο τους — ότι αυτός ο Άλλος μάς επιβουλεύεται, ότι θέλει το κακό μας, ότι θα αλλάξει τον Θεό μας, τον σωστό, με τον δικό του τον ψεύτικο, ότι θα μας πάρει τη γη και τις δουλειές, θα μας βιάσει τις κόρες και, εντέλει, θα μας ασχημύνει: θα μας αλλοιώσει, θα μας κάνει κατιτί άλλο, θα χώσει διά της βίας μέσα μας τα δικά του αμινοξέα, τα κακά και βρομερά.
Τους σιχαίνομαι βέβαια —και ποιος δεν το κάνει—, ωστόσο μάλλον αναγνωρίζω πόσα οφείλουμε, ξαναλέω, στους ομοίους τους εκείνων των παλιών χρόνων. Θέλω να πω, δεν είναι και απολύτως σίγουρο πως ένας χαμογελαστός καγαθός κυριούλης θα πετύχαινε τίποτε περισσότερο από το να καταλήξει σφαγμένος στο γόνατο (εκείνα τα παλιά χρόνια, θυμίζω), αντί να κραδαίνει μια χατζάρα.
Ωστόσο, αναγνωρίζω ταυτοχρόνως και μερικά ακόμη πράγματα. Φέρ’ ειπείν, ότι συχνά αυτή η σιχασιά παίρνει μεγάλες διαστάσεις μέσα μου — ότι φουσκώνει με τη μαγιά του εαυτού της. Το παραδέχομαι και για λογαριασμό σας: πόσοι δεν έχετε ευχηθεί τον θάνατο αυτών των κακών πάνω στο πικ της θηριωδίας τους; Κι αν όχι τον θάνατο, τουλάχιστον την παραδειγματική, ή έστω μόνο σκληρή, τιμωρία τους· ή τη μετατροπή τους σε κάτι άλλο, μέσω μίας μαγικής μεθόδου «καλής λοβοτομής»; Ίσως πολλοί από εσάς. Κάμποσοι, τέλος πάντων.
Για να φέρω ένα παράδειγμα. Πόσοι άραγε δεν βγήκαμε από τα ρούχα μας —το θέτω ευγενικά— με τις έξαλλες κραυγές πολλών (πάρα πολλών, φοβούμαι) για τους «αθλίους Σύρους που βιάζουν μωρά»; Πολλοί το κάναμε. Ένα ποσοστό, επιπλέον, από εμάς τούς πολλούς παρακαλούσε μέσα του για έναν δίκαιο, «θεϊκό» κολασμό των κακών που πέταγαν εκείνα τα σάλια. Σιγά-σιγά μάλιστα, όπως σε ένα γήπεδο με αντιπάλους οπαδούς, οι φωνές μας ανακατώθηκαν, και γίναν μία. Μία φωνή.
Δεν το βρίσκω και πολύ σωστό αυτό. Και μάλλον δεν θα ’ναι. Ιδίως αν σκεφτεί κανείς πως και το δικό μας μερίδιο από τις φωνές —και από τις ευχές «θανάτου»— απηχεί εκείνον ακριβώς τον αρχέγονο φόβο, εκείνο το «εγωιστικό γονίδιο», το «ένστικτο αυτοσυντήρησης», εκείνη την παλιά, αγελαία κακία. Το κοινό μας κτήμα.
Ίσως, δεν ξέρω, σε τέτοιες περιπτώσεις να έπρεπε να μην πολυανακατευόμασταν και να μέναμε στα βασικά: να ακούμε μουσική, να ξαπλώνουμε στον καναπέ με ένα βιβλίο στο χέρι, να χαζεύουμε το ηλιοβασίλεμα, να φροντίζουμε αδέσποτα σκυλιά, να τρώμε κρεμ-καραμελέ. Και άλλα τέτοια.