Η εικόνα είναι γνωστή: πάει κανείς στο σούπερ μάρκετ και δε βρίσκει μάσκες, αντισηπτικά χεριών και χαρτί τουαλέτας ούτε για δείγμα. Την άλλη μέρα το πρωί τα ράφια ξαναγεμίζουν και μετά από λίγο είναι πάλι άδεια. Τα ρεπορτάζ μιλούν για αύξηση τιμών στις ιατρικές μάσκες και άλλα σχετικά προϊόντα από 200% μέχρι και πολύ παραπάνω. Πολιτικοί, καταναλωτές και δημοσιογράφοι εξεγείρονται κατά της αισχροκέρδειας των εμπόρων και μιλούν για ανήθικη στάση εν καιρώ πανδημίας. Έχουν δίκιο; Μάλλον όχι.
Η αύξηση των τιμών στα προϊόντα που σχετίζονται με την πρόληψη κατά του κορονοϊού οφείλεται στο νόμο της προσφοράς και της ζήτησης. Όταν η ζήτηση ανεβαίνει απότομα και η προσφορά δεν προλαβαίνει να την καλύψει, η πιο φυσιολογική συνέπεια είναι η αύξηση των τιμών των προϊόντων αυτών. Η αξία των προϊόντων μέσα στην τρέχουσα περίοδο είναι τεράστια. Τα αντισηπτικά και οι μάσκες μπορεί να είναι τα προϊόντα που θα σώσουν τη ζωή ενός ανθρώπου που ανήκει σε ευπαθείς ομάδες ή είναι άνω των 80. Αυτή η πρόσθετη αξία μπορεί να μην ίσχυε πριν δύο μήνες. Για τον λόγο αυτό άλλωστε τα προϊόντα αυτά είναι ανάρπαστα αυτές τις μέρες και οι καταναλωτές είναι διατεθειμένοι να πληρώσουν παραπάνω για να τα αποκτήσουν.
Φυσικά, το ότι ο νόμος της προσφοράς και της ζήτησης εξηγεί την αύξηση των τιμών δεν σημαίνει πως το φαινόμενο αυτό δικαιολογείται ηθικά. Εδώ υπάρχουν αρκετές προεκτάσεις στο ζήτημα. Πρώτον, αν οι τιμές π.χ. των μασκών αυξηθούν απότομα μειώνεται η πιθανότητα εξάντλησής τους από τα ράφια των σούπερ μάρκετ. Αν για παράδειγμα ένα κουτί με μάσκες είχε 5 ευρώ πριν την πανδημία και σήμερα έχει 25 ευρώ, η πιθανότητα ένας υπερβολικός καταναλωτής να αρπάξει όλα τα κουτιά που θα βρει μπροστά του (πράγμα που συνέβη πριν αυξηθούν οι τιμές) στο σούπερ μάρκετ μειώνεται δραματικά. Η αύξηση της τιμής μπορεί να θίγει τις τσέπες μας αλλά ταυτόχρονα λειτουργεί ως αντίβαρο στην υπερβολή και την κατασπατάληση πολύτιμων αγαθών όπως οι ιατρικές μάσκες και τα αντισηπτικά.
Μία άλλη παράμετρος, ιδιαίτερα κατά των μέτρων που δήθεν προστατεύουν από την αισχροκέρδεια, είναι ότι αν αφεθούν οι τιμές να διαμορφωθούν ελεύθερα, θα αποφευχθεί η ανάγκη για τη δημιουργία μαύρης αγοράς.Το έργο το έχουμε δει πολλάκις σε όλο τον κόσμο. Όταν υπάρχει κάποια κρίση, είτε λόγω πανδημίας είτε λόγω φυσικών φαινομένων, και το κράτος ορίζει ταβάνια στις τιμές των προϊόντων, τα προϊόντα εξαντλούνται γρήγορα και αμέσως αρχίζει η διακίνησή τους στη μαύρη αγορά. Ο κανόνας της προσφοράς και της ζήτησης δεν μπορεί εύκολα να υπαχθεί σε κυβερνητικά διατάγματα. Αν κάποιος έχει ένα προϊόν που κάποιος θέλει να αγοράσει, με τον ένα τρόπο ή τον άλλο η συναλλαγή θα γίνει. Το ζήτημα είναι ότι αν οι συναλλαγές γίνονται στη μαύρη αγορά, τα κέρδη πηγαίνουν στους μαυραγορίτες ενώ αν γίνονται στην επίσημη οικονομία τα κέρδη πάνε στους παραγωγούς και τους ενδιάμεσους. Στην προκειμένη περίπτωση μας συμφέρει τα κέρδη να πηγαίνουν στους παραγωγούς και τους ενδιάμεσους ώστε οι πρώτοι να αυξήσουν την παραγωγή τους όσο το δυνατόν πιο άμεσα και οι δεύτεροι να συνεχίσουν να λειτουργούν ώστε να προμηθευόμαστε τα αγαθά μας με ασφάλεια και προβλεψιμότητα.
Ο νομπελίστας οικονομολόγος Τόμας Σάρτζεντ είχε πει ως προσκεκλημένος του ΚΕΦίΜ το 2015 στο Έκτακτο Οικονομικό Συνέδριο για την Ελλάδα ότι η αγορά δεν είναι η λύση για τα πάντα. Για παράδειγμα, όταν μπλέκεται στην πολιτική τα κάνει θάλασσα. Όταν όμως καλείται να βρει απαντήσεις σε ερωτήματα όπως το τί πρέπει να παραχθεί, με ποιον τρόπο και σε τι ποσότητες, είναι με βεβαιότητα ο καλύτερος μηχανισμός που έχουμε στη διάθεσή μας. Ας τον αφήσουμε λοιπόν να λειτουργήσει. Μπορεί να μην είναι τέλειος αλλά είναι σίγουρα καλύτερος από τις εναλλακτικές του.