Ήταν το πρώτο που σκέφτηκα όταν ξεκίνησαν τα καρναβάλια. Κόντρα σε κάθε παρότρυνση ή απαγόρευση, στο κάτω- κάτω, θα σκέφτηκαν, τι είναι, άλλη μια γρίπη.
Σαν ήρωες και ηρωίδες του Πόε, αμέσως σκέφτηκα. Είχα εντυπωσιαστεί κι είχα τρομάξει τόσο πολύ με τη «Μάσκα του κόκκινου θανάτου». Κυκλοφόρησε το 1982, την χρονιά που έκανα εκείνο το μικρό βιβλιοπωλείο μου. Από τα «Γράμματα». Δεν επανακυκλοφόρησε αυτόνομο έκτοτε, το συναντούσαμε μαζί με τις «Αλλόκοτες ιστορίες» του. Αυτό που έμελλε να γίνει σήμερα η ιστορία της ζωή μας.
Στη συνέχεια, θυμηθήκαμε «Δεκαήμερο» και Βοκάκιο, του Καμύ την «Πανούκλα», Θουκυδίδη, Μάρκες και τον «Έρωτα στα χρόνια της χολέρας» κι εκείνο τη αριστουργηματική νουβέλα του Τόμας Μαν που έκανε ταινία υπέροχη ο Βισκόντι, «Θάνατος στη Βενετία». Ίσως οι μεγάλοι συγγραφείς να είναι προφήτες, σκέφτηκα, μπορεί ή ζωή μας να είναι Σολάρις και να επαληθεύει τους φόβους. Εμείς, θα την δούμε σ’ αυτό το κείμενο, μόνο, σαν δυστοπικό μυθιστόρημα. Και ξεκινάμε από τον μέγιστο εφιάλτη, το δικό μου.
«Η Μάσκα του κόκκινου θανάτου» του Έντγκαρ Άλλαν Πόε
Η πλοκή ακολουθεί την ιστορία του πρίγκιπα Πρόσπερο στην προσπάθεια του να αποφύγει ένα θανατηφόρο λοιμό γνωστό ως Κόκκινος Θάνατος, κρυμμένος στο αβαείο του. Εκεί, διοργανώνει ένα χορό μεταμφιεσμένων στα εφτά δωμάτια του αβαείου του. Στην μέση της διασκέδασης μια μυστηριώδης φιγούρα μεταμφιεσμένη ως ένα θύμα του Κόκκινου Θανάτου εμφανίζεται και περιφέρεται σε όλες τις αίθουσες. Ο Πρόσπερο πεθαίνει όταν αντιμετωπίζει τον ξένο. Στο τέλος και όλοι οι ευγενείς καρναβαλιστές πεθαίνουν. Η ιστορία με στοιχεία γοτθικής λογοτεχνίας, αντιμετωπίστηκε ως αλληγορία του αναπόφευκτου ερχομού του θανάτου. Η νουβέλα εκδόθηκε για πρώτη φορά τον Μάιο του 1842 στο περιοδικό Γράχαμ στις Ηνωμένες Πολιτείες της Αμερικής. Εμείς το αντιμετωπίσαμε ως μια ακόμα ιστορία Τρόμου του Πόε.
Ας τη δούμε, όμως, σήμερα πιο αναλυτικά, ίσως ν’ αξίζει.
Όλα συμβαίνουν στο καστροχτισμένο αβαείο του πρίγκιπα Πρόσπερο. Αυτός και χίλιοι ευγενείς ζουν απομονωμένοι μέσα στις πύλες του αβαείου προκειμένου να αποφύγουν ένα θανατηφόρο λοιμό που βασανίζει τον κόσμο. Τα θύματα του λοιμού βασανίζονται από οξείς πόνους, ξαφνικές ζαλάδες, υπερβολική αιμορραγία από τους πόρους του δέρματος και τελικά κατάρρευση. Ο λοιμός σκοτώνει τα θύματα του σε διάστημα μισής ώρας. Έτσι ο Πρόσπερο και οι ευγενείς σκοπεύουν να παραμείνουν εσώκλειστοι μέσα στο κάστρο περιμένοντας το τέλος του λοιμού.
Ένα βράδυ ο Πρόσπερο διοργανώνει ένα χορό μεταμφιεσμένων στα έξι από τα εφτά χρωματιστά δωμάτια του αβαείου του. Το κάθε ένα από τα δωμάτια είναι διακοσμημένο και βαμμένο με ένα συγκεκριμένο χρώμα: μπλε, μοβ, πράσινο, πορτοκαλί, άσπρο και βιολετί. Το τελευταίο δωμάτιο είναι μαύρο, με μαύρες βελούδινες ταπισερί που σκέπαζαν τους τοίχους πέφτοντας σε βαριές πτυχές σε ένα μαύρο χαλί και άλικα τζάμια στο χρώμα του αίματος. Το μαύρο δωμάτιο επίσης διακοσμούσε ένα εβένινο ρολόι που χτυπούσε κάθε μια ώρα προκαλώντας απόλυτη ησυχία σε όλα τα δωμάτια. Όταν ο ήχος σταματούσε όλοι επανέρχονταν στο γλέντι.
Τα μεσάνυχτα, ο Πρόσπερο και οι επισκέπτες παρατηρούν μια μυστηριώδη φιγούρα με αιματοβαμμένη ρόμπα και πρόσωπο να θυμίζει πτώμα. Ο ξένος είχε ντυθεί σαν ένα θύμα του Κόκκινου Θανάτου. Ο Πρόσπερο, εξοργισμένος από το κακόγουστο αυτό αστείο ζητάει να μάθει την ταυτότητα του ξένου για να τον κρεμάσει. Οι επισκέπτες φοβούνται να πλησιάσουν τον ξένο και έτσι αυτός περιφέρεται και στις έξι αίθουσες. Έτσι ο Πρόσπερο τον ακολουθεί με ένα ξίφος ώσπου φτάνουν στο έβδομο δωμάτιο. Όταν ο Πρόσπερο τον αντικρίζει ρίχνει το ξίφος στο χαλί και σωριάζεται νεκρός. Οι επισκέπτες συγκεντρώνονται φοβισμένοι στην έβδομη αίθουσα και αφαιρούν την μάσκα του ξένου παρατηρώντας ότι δεν κρύβεται κανένα πρόσωπο από πίσω. Τότε αντιλαμβάνονται ότι η φιγούρα είναι ο ίδιος ο Κόκκινος Θάνατος και σωριάζονται όλοι νεκροί. Όλα τελειώνουν με τη φράση «Και το σκοτάδι και η σήψη και ο Κόκκινος Θάνατος κατακυρίευσαν τα πάντα».
Οι ειδικοί υποστηρίζουν ότι τα διαφορετικά μονόχρωμα δωμάτια συμβολίζουν το ανθρώπινο μυαλό και τις διαφορετικές προσωπικότητες. Οι εικόνες του αίματος και του χρόνου υποδεικνύουν την σωματική υπόσταση. Ο λοιμός, τα τυπικά γνωρίσματα της ζωής του ανθρώπου και την θνησιμότητα. Το αίμα, στο οποίο δίνεται ιδιαίτερη έμφαση μέσω του κόκκινου χρώματος, αποτελεί ένα διπλό σύμβολο συμβολίζοντας τον θάνατο αλλά και την ζωή. Το μπλε δωμάτιο, ένα χρώμα που συμβολίζει την γέννα.
Κι όπως πολλές από τις ιστορίες του Πόε, εμπεριέχει κι αυτό αυτοβιογραφικά στοιχεία. Ο Προσπέρο, ένας εύπορος νέος που κατάγεται από διακεκριμένη οικογένεια μας θυμίζει τον Πόε και την δική του οικογένεια τους Άλλανς. Εννοείται ότι ο Κόκκινος Θάνατος είναι μια φανταστική αρρώστια. Ο Πόε περιγράφει ότι προκαλεί οξείς πόνους, εκκρίσεις αίματος, ζαλάδας και τελικά κατάρρευση οδηγώντας το άτομο σε θάνατο σε λιγότερο από μισή ώρα. Και υποθέτουμε ότι είναι εμπνευσμένη από την φυματίωση, καθώς η γυναίκα του Πόε, Βιργινία, έπασχε από την ασθένεια όταν εκείνος έγραφε την ιστορία. Όπως και ο πρίγκιπας Πρόσπερο, ο Πόε αγνοούσε τους κινδύνους της ασθένειας. Η μητέρα, ο αδερφός καθώς και η ανάδοχος μητέρα του πέθαναν επίσης από φυματίωση. Εναλλακτικά ο Κόκκινος Θάνατος πιθανόν να αναφέρεται στην χολέρα. Ο Πόε είχε ζήσει μια επιδημία χολέρας στην Βαλτιμόρη του Μαίρυλαντ το 1831. Άλλοι υποστηρίζουν ότι πρόκειται για την Βουβωνική πανώλη, επίσης γνωστή ως Μαύρος Θάνατος.
«Το παιχνίδι της σφαγής» του Ιονέσκο
Γράφτηκε και εκδόθηκε το 1970 και ανήκει στο θέατρο του Παραλόγου. Εκδόθηκε από τον Κέδρο και πρωτοπαίχτηκε το 1971 από το «Θέατρο Τέχνης»: Μια ξαφνική επιδημία αφανίζει μια πόλη. Οι κάτοικοί της έρχονται ο ένας μετά τον άλλον αντιμέτωποι με το θάνατο. «Το παιχνίδι της σφαγής του επίκαιρου Ευγένιου Ιονέσκο, θυμίζει έντονα τα παιχνίδια που παίζει η σημερινή κοινωνία στον εαυτό της. Άνθρωποι που πεθαίνουν ή ζουν κατά τύχη, που δεν ξέρουν να ζουν, που δεν ξέρουν γιατί πεθαίνουν», τότε έτσι γράφτηκε και είναι υποτίθεται Μαύρη Κωμωδία και ναι, Θέατρο του Παραλόγου.
Την εβδομάδα που ζήσαμε αποσπάσματα από το κείμενο πλημμύρισαν το διαδίκτυο, ένα μικρό κι εκείνο που ακολουθεί: «Διότι υπάρχει η υποψία πως το κακό που μας βρήκε προέρχεται από κάτι ανώτερό μας, από τον ουρανό, και ότι καθετί από τον ουρανό διαβρώνει σαν αόρατη βροχή τις στέγες, τους τοίχους και τις ψυχές μας (...) Τώρα γυρίστε στα σπίτια σας και μείνετε εκεί. Θα βγείτε μόνο σε περίπτωση μεγάλης ανάγκης. Ειδικά συνεργεία θα στιγματίζουν την πόρτα κάθε μολυσμένου σπιτιού: θα κάνουν έναν μεγάλο κόκκινο σταυρό με μπογιά στην πόρτα και θα γράφουν, «Ελέησόν με, Κύριε!».»
Από τον Θουκυδίδη στον Βοκάκιο και τον Οιδίπποδα, στον Τόμας Μαν και στον Σαραμάγκου
Θουκυδίδου Ιστορίαι [ 2.48.1] «ἤρξατο δὲ τὸ μὲν πρῶτον (η λοιμική), ὡς λέγεται, ἐξ Αἰθιοπίας τῆς ὑπὲρ Αἰγύπτου, ἔπειτα δὲ καὶ ἐς Αἴγυπτον καὶ Λιβύην κατέβη καὶ ἐς τὴν βασιλέως γῆν τὴν πολλήν. [2.48.2] ἐς δὲ τὴν Ἀθηναίων πόλιν ἐξαπιναίως ἐσέπεσε, καὶ τὸ πρῶτον ἐν τῷ Πειραιεῖ ἥψατο τῶν ἀνθρώπων, ὥστε καὶ ἐλέχθη ὑπ᾽ αὐτῶν ὡς οἱ Πελοποννήσιοι φάρμακα ἐσβεβλήκοιεν ἐς τὰ φρέατα· κρῆναι γὰρ οὔπω ἦσαν αὐτόθι. ὕστερον δὲ καὶ ἐς τὴν ἄνω πόλιν ἀφίκετο, καὶ ἔθνῃσκον πολλῷ μᾶλλον ἤδη.» Το θυμάστε, ναι; Το διδαχτήκαμε στο σχολείο.
Και από τον Θουκυδίδη στον Όμηρο και στην αρχή της Ιλιάδας, όπου αν θυμάστε, ένας λοιμός θερίζει το στρατόπεδο των Αχαιών, εξαιτίας της ασέβειας που επέδειξε ο Αγαμέμνονας απέναντι στο θεό Απόλλωνα.
Κι από το έπος στην τραγωδία, μια φοβερή επιδημία θερίζει τη Θήβα, αλλά ο βασιλιάς της Οιδίποδας αργεί να συνειδητοποιήσει το παιχνίδι της μοίρας.
Το «Δεκαήμερο» του Βοκκάκιου
Στο «Δεκαήμερο» (1353) του Βοκκάκιου, η πανούκλα έχει ξεσπάσει στη Φλωρεντία του 1348. Επτά νέες και τρεις νέοι βρίσκουν καταφύγιο στην εξοχή όπου επί δέκα μέρες μέσω ενός ιδιότυπου παιχνιδιού προσωπικών ή επινοημένων αφηγήσεων θα κάνουν αποκαλύψεις και θα θίξουν τα ήθη και τα κακώς κείμενα της εποχής τους, δίνοντας στον συγγραφέα την ευκαιρία να διακωμωδήσει και να σατιρίσει την κοινωνία στην οποία ζει, ενώ το φάσμα του θανάτου παραμονεύει έξω από τον στενό κύκλο των ηρώων του.
Ο Ιταλός συγγραφέας της Αναγέννησης, Ιωάννης Βοκκάκιος, έγραψε το Δεκαήμερον εν τω μέσω της φοβερής επιδημίας πανούκλας του 1348 στην Φλωρεντία. Η αρρώστια ενέσκηψε αιφνιδίως στην πόλη μειώνοντας τον πληθυσμό της κατά 60 τοις εκατό. Ο Βοκκάκιος περιγράφει πως οι Φλωρεντίνοι «έπεφταν νεκροί στους δρόμους μέρα και νύχτα ενώ πολλοί άλλοι, καθώς πέθαιναν μέσα στα σπίτια τους, έκαναν αντιληπτό τον θάνατό τους στους γείτονές τους από τη μυρωδιά της σήψης που ανέδιναν τα πτώματά τους».
Ο Αντρέ Σπάισερ, καθηγητής Οργανωτικής Συμπεριφοράς στο πανεπιστήμιο της πόλης του Λονδίνου, γράφει επ’ αυτού:
«Οι κοινωνικοί δεσμοί είχαν καταρρεύσει καθώς “η πανούκλα είχε προκαλέσει τόσο μεγάλο τρόμο στις καρδιές των ανθρώπων που αδελφοί εγκατέλειπαν τους αδελφούς τους, οι θείοι τα ανίψια τους, οι αδελφές τους αδελφούς τους” και “οι γονείς αρνούνταν να συνδράμουν και να βοηθήσουν τα παιδιά τους”.
Κάποιοι πολίτες της Φλωρεντίας κλειδώθηκαν μέσα στα σπίτια τους ενώ άλλοι συγκρότησαν ομάδες και τριγυρνούσαν τρεκλίζοντας στους δρόμους της πόλης κατά τη διάρκεια πολυήμερων μεθυσιών. Οι δέκα φίλοι, τις περιπέτειες των οποίων περιγράφει το Δεκαήμερον, εγκαταλείπουν τη Φλωρεντία και βρίσκουν καταφύγιο σε μια άδεια βίλλα στην εξοχή. Με το που φτάνουν στην ειδυλλιακή τοποθεσία περνούν τις μέρες τους λέγοντας διασκεδαστικές και συχνά υπερβολικές ιστορίες.
»Σήμερα, βλέπουμε το Δεκαήμερον ως μια συλλογή διασκεδαστικών ιστοριών. Το 14ο αιώνα όμως ήταν κάτι πολύ παραπάνω, ήταν μια μορφή κοινωνικής οδηγίας. Σύμφωνα με τον καθηγητή Μάρτιν Μάραφλοτ του πανεπιστημίου Πέις, η συνταγή του Βοκκάκιου για την αντιμετώπιση της επιδημίας ήταν μια γερή δόση «αφηγηματικής προφύλαξης». Λίγο-πολύ αυτό σημαίνει να προφυλάξεις τον εαυτό σου με καλές ιστορίες. Ο Βοκκάκιος προτείνει τη σωτηρία μέσω της απόδρασης από τις πόλεις, την δημιουργία μιας καλής παρέας και την αφήγηση διασκεδαστικών ιστοριών για την τόνωση του ηθικού. Έτσι, μέσα από ένα μίγμα κοινωνικής απομόνωσης και ευχάριστων δραστηριοτήτων, οι δέκα φίλοι καταφέρνουν να επιβιώσουν κατά την διάρκεια των χειρότερων ημερών της επιδημίας.
»Η συνταγή του Βοκκάκιου ενέπνευσε μια σειρά από μεσαιωνικά εγχειρίδια συμβουλών. Ο Τομάσο ντελ Γκάρμπο, ένας από τους πιο επιφανείς Φλωρεντίνους γιατρούς της εποχής, πρότεινε ότι, με το ξέσπασμα της πανούκλας, οι άνθρωποι έπρεπε να μη σκέφτονται τον θάνατο. Αντιθέτως, η συμβουλή του ήταν η συνάθροιση σε έναν όμορφο κήπο και «η χρήση τραγουδιών, παιγνιδιών και άλλων ευχάριστων ιστοριών που δεν κουράζουν το σώμα και όλων αυτών των απολαυστικών πραγμάτων που φέρνουν θαλπωρή».
»Σε ακόμη ένα βιβλίο συμβουλών περί πανούκλας της εποχής, ο Ιταλός θεολόγος Νίκολας ντε Μπούργκο συστήνει στους πολίτες «να αποφεύγουν το φόβο, τον θυμό, την θλίψη, το υπερβολικό άγχος, τις βαριές σκέψεις και παρόμοια πράγματα. Αντιθέτως, οφείλουν να φροντίζουν να είναι χαρούμενοι, ευτυχισμένοι και να ακούν νανουρίσματα, ιστορίες και μελωδίες».
»Τη σήμερον ημέρα, η συνταγή του Βοκκάκιου, αρχικά, φαντάζει εκτός τόπου και χρόνου. Μάλλον ήταν κάπως δύσκολο να προβλέψει τη σημερινή πρακτική σε καταστάσεις εξάπλωσης επιδημιών. Παρόλα αυτά, πρόσφατες μελέτες επάνω στην κοινωνική επιδημιολογία φαίνεται να τον δικαιώνουν. Ουσιαστικά, με το να συστήνει την αποφυγή των πόλεων, ο Βοκκάκιος υποστήριζε αυτό που οι ειδικοί επί της δημόσιας υγείας αποκαλούν σήμερα κοινωνική απομόνωση.
»Επίσης, ο Βοκκάκιος φαίνεται πως είχε συλλάβει τη σημασία της σύγχρονης έννοιας της «ευζωίας». Οι καραντίνες έχουν σημαντικότατες επιπτώσεις στην ψυχική υγεία. Τα ευρήματα μιας μελέτης επάνω στην επιδημία SARS του 2003 στο Τορόντο του Καναδά, έδειξαν πως το 30 τοις εκατό των ανθρώπων που απομονώθηκαν κατά την διάρκεια της επιδημίας, υπέφεραν αργότερα από κατάθλιψη ή μετα-τραυματικό στρες. Οι ψυχολογικές αυτές καταστάσεις προέκυψαν από αισθήματα απομόνωσης και κοινωνκού στίγματος. Η ομαδική αφήγηση ιστοριών μπορεί να απωθήσει σημαντικά τα αρνητικά αυτά συναισθήματα.
»Η πίστη του Βοκκάκιου στην θεραπευτική δύναμη των ιστοριών υποστηρίζεται από δεκάδες μελέτες επάνω στην επίδραση της αφήγησης ιστοριών στην υγεία μας. Ο καθηγητής Τζέιμς Πενμπέικερ του πανεπιστημίου του Τέξας υποστηρίζει ότι «όταν οι άνθρωποι μετατρέπουν τη συναισθηματική τους αναταραχή σε λέξεις, η σωματική και πνευματική τους υγεία βελτιώνεται κατά πολύ». Ενώ οι ιστορίες πιθανόν να μη μπορεί να σε προστατεύσουν από έναν ιό, μπορούν να σε προστατέψουν από τα αρνητικά συναισθήματα που προξενούν οι επιδημίες.
»Το Δεκαήμερον μας υπενθυμίζει ότι χρειαζόμαστε την υποστήριξη των άλλων ώστε να επιβιώσουμε κατά την διάρκεια μιας κατάστασης κρίσης στην δημόσια υγεία. Αντί να αφήσουμε τον εαυτό μας να καταληφθεί από μια επιδημία φόβου πρέπει να προσπαθήσουμε να απασχοληθούμε με καθημερινές μικρές απολαύσεις όπως το να παίζουμε παιχνίδια, να ακούμε μουσική και να λέμε ιστορίες. Αυτές οι δραστηριότητες δεν βελτιώνουν μόνο την αίσθηση της ευζωίας μας αλλά μας συνδέουν με τους άλλους.
»Κάποια από τα διδάγματα από την Τοσκάνη του 14ου αιώνα φαίνεται πως βρήκαν την εφαρμογή τους στην Κίνα του 21ου αιώνα. Κατά την διάρκεια των πολλών ημερών και νυκτών αναγκαστικής απομόνωσης στις «κλειδωμένες» λόγω κορωνοϊού κινεζικές πόλεις, οι κάτοικοι βρήκαν καινοφανείς τρόπους να συνδεθούν με τους συνανθρώπους τους. Ξαφνικά, εμφανίστηκαν διαδικτυακές λέσχες βιβλίου και φόρουμ μαγειρικής. Διάφοροι Ντι Τζέι έκαναν ζωντανές εκπομπές μέσω διαδικτύου με τους ενοίκους να μετατρέπουν τα διαμερίσματά τους σε αυτοσχέδια νυχτερινά κλαμπ. Τα βράδια, οι κάτοικοι των πολυορόφων πολυκατοικιών άνοιγαν τα παράθυρά τους και φώναζαν “Wuhan jianyou” (Γου Χαν συνέχισε τη μάχη).»
Από την «Πανούκλα» στο «Περί Τυφλότητος»
Το 1881 ο Δανός Γενς Πέτερ Γιάκομπσεν έγραψε το διήγημα «Πανούκλα στο Μπέργκαμο». Περιγράφει μια πόλη στην οποία ο χρόνος έχει παγώσει. Φιλοσοφικό αφήγημα με πολλούς συμβολισμούς όπου η πανούκλα ερμηνεύεται ως θεϊκό σημάδι και ως δίκαιη τιμωρία.
Στον εικοστό αιώνα, και μετά τον δεύτερο παγκόσμιο πόλεμο (1947), ο Αλμπέρ Καμύ με το μυθιστόρημά του «Η πανούκλα» αφηγείται την καθημερινότητα στο Οράν της Αλγερίας της δεκαετίας του ’40. Η επιδημία της πανούκλας που ξεσπάει στην πόλη μπορεί να ήταν το πρόσχημα για την «μαύρη πανούκλα» του ναζισμού, αλλά αυτά που περιγράφει , όμως, είναι Πανούκλα.
Το 1951 ο Ζαν Ζιονό δημοσιεύει τον «Ουσάρο στη στέγη» (1951). Η χολέρα σαρώνει στην Προβηγκία. Ο Ιταλός αξιωματικός Άντζελο Πάρντι, εξόριστος στη Γαλλία, καταδιώκεται από τους Αυστριακούς που τον κατηγορούν για συνωμοσία. Οι δρόμοι έχουν αποκλειστεί, οι πόλεις έχουν οχυρωθεί και έχει επιβληθεί καραντίνα. Ο Άντζελο χωρίς να φοβάται να μολυνθεί φροντίζει τους αρρώστους που συναντά στο δρόμο του ενώ βοηθά τη σύζυγο ενός κόμη.
Ο Τόμας Μαν γράφει τον «Θάνατο στην Βενετία» το 1912. Είναι ένα εκπληκτικής δεξιοτεχνίας χρονικό της παρακμής, της κάθε είδους παρακμής. Ο Γουσταύος φον Άσενμπαχ είναι ένας διάσημος συγγραφέας που ζει στο Μόναχο, και φημίζεται προπαντός για τη νηφαλιότητα και την αυτοπειθαρχία του. Μεσόκοπος πια, αποφασίζει να κάνει διακοπές στη Μεσόγειο, με τέρμα του ταξιδιού του τη Βενετία. Εκεί θα δει τον δεκατετράχρονο Τάτζιο, και γοητευμένος από την ομορφιά του, θα παρατείνει την παραμονή του στη Βενετία, αγνοώντας τις προειδοποιήσεις για την επιδημία χολέρας που έχει ξεσπάσει. Η επικρεμάμενη απειλή του θανάτου, σε μια Βενετία που προσπαθεί ν' αποσιωπήσει το κακό για να μην πληγεί ο τουρισμός της, λειτουργεί για τον Άσενμπαχ σαν επιφοίτηση. Έτσι, αποφασίζει να θυσιάσει τη θέληση και την αξιοπρέπεια μιας ολόκληρης ζωής, μπροστά στο υπέρτατο κάλλος και την τέχνη που του αποκαλύπτει η ύπαρξη του Τάτζιο...
Ο Γκαμπριέλ Γκαρσία Μάρκες έγραψε το 1985 το πολυδιαβασμένο μυθιστόρημα «Ο έρωτας στα χρόνια της χολέρας». Ο ανεκπλήρωτος έρωτας πλήττει αμετάκλητα σαν ιός τον νεαρό ήρωά του Φλορεντίνο Αρίσα και τον «μολύνει» για όλη του τη ζωή. Ενώ ταυτόχρονα γύρω του ξεσπά η επιδημία χολέρας.
Ο Ζοζέ Σαραμάνγκου στο αλληγορικό «Περί τυφλότητας» (2000) του, θέλει τον ήρωά του να χάνει την όρασή, κάτι που σύντομα θα συμβεί για ανεξήγητους λόγους και σε άλλους. Είναι το ξεκίνημα μιας πρωτόγνωρης πανδημίας. Οι πληγέντες, αποστερημένοι από την όρασή τους, θα τεθούν σε καραντίνα όπου θα αποστερηθούν κι από κάθε σύνδεσμο και επαφή με την προηγούμενη ζωή τους. Η ανθρωπότητα βυθίζεται σταδιακά στο σκότος ώσπου μια γυναίκα που αίφνης βλέπει μια αστραπιαία λάμψη λευκού φωτός ίσως να κρατά εν αγνοία της το κλειδί της σωτηρίας.
Το 2010 ο Φίλιπ Ροθ υπογράφει το μυθιστόρημα «Νέμεσις»: Το καλοκαίρι του 1944 μαίνεται στο Νιούαρκ των Ηνωμένων Πολιτειών επιδημία πολυομυελίτιδας που σκοτώνει παιδιά κι απειλεί να ξεριζώσει την ικμάδα μιας ολόκληρης κοινότητας καταδικάζοντας τη σε μια ζωή που θα τη βαραίνει η απώλεια και θα την κάνει αφόρητη ο πόνος.
Θα μπορούσαμε να συνεχίσουμε με συγγραφικές δυστοπίες επ’ άπειρον. Για την ώρα βιώνουμε μια ακόμα πραγματική δυστοπία, αυτή της ζωής μας.