Του Γιάννη Στεφανίδη
Η Μαρία Χ., ετών 55 έγγαμη με τρία παιδιά, είναι άνθρωπος της αγοράς. Ως λογίστρια έχει βοηθήσει πολλές επιχειρήσεις και επαγγελματίες να περιορίσουν τη φοροεπιβάρυνσή τους στο ελάχιστο δυνατό. Δυναμική και με ανυπέρβλητη θέληση, δοκίμασε να υλοποιήσει ένα προσωπικό της όνειρο με το στήσιμο μιας εμπορικής επιχείρησης, μέσα στην κρίση. Αν και προέρχεται από βασιλόφρονα/συντηρητική οικογένεια, τη Μαρία συνεπήρε το κύμα της «Αλλαγής» στη δεκαετία του 1980. Ψήφιζε ΠΑΣΟΚ μέχρι το 2009. Το 2012 μεταστράφηκε προς τον ΣΥΡΙΖΑ.
Εν μέρει, το έκανε από θυμό, με την πεποίθηση ότι οι «προηγούμενοι» ανεξαιρέτως ευθύνονταν και έπρεπε να τιμωρηθούν για τη χρεοκοπία της χώρας. Η ελπίδα της ήταν ότι ο ΣΥΡΙΖΑ θα έβαζε φρένο στη διαφθορά, θα επαναπάτριζε διαφυγόντα κεφάλαια και θα οδηγούσε στο σκαμνί «αυτούς που μας έφεραν ως εδώ». Ταυτόχρονα, στο πρόσωπο του Αλέξη Τσίπρα βρήκε έναν ηγέτη εφάμιλλο του Ανδρέα Παπανδρέου.
Τι κι αν οι δανειστές της χώρας δεν ενέκριναν την πολιτική του. Η ίδια θα τον στήριζε, δηλώνοντας έτοιμη να ζήσει από το χωράφι του παππού αν η Ελλάδα κατέληγε εκτός Ευρωπαϊκής Ένωσης, το δραματικό 2015. Σήμερα η ίδια αποφεύγει να ανοίξει πολιτική συζήτηση. Αν αυτό συμβεί, πρώτα απ' όλους απαξιώνει τον «Κούλη». Μπορεί να λέει ότι «κανένας κερατάς δεν θα με κοροϊδέψει πάλι», εννοώντας προφανώς τον Αλέξη, αλλά δεν είναι βέβαιο τι θα πράξει μπροστά στην κάλπη.
Ο Τάσος Σ., 35 ετών, χωρίς οικογενειακές υποχρεώσεις, επίσης απασχολείται στον ιδιωτικό τομέα. Γιος απόστρατου στρατιωτικού, τελείωσε τη μέση εκπαίδευση και αμέσως απασχολήθηκε στην οικογενειακή βιοτεχνία ενδυμάτων. Όταν τα πράγματα ζόρισαν, λόγω του ανταγωνισμού των «κινέζικων» και της κρίσης, προσλήφθηκε σε εταιρία Security.
Επιδιώκοντας να σχηματίσει ένα μικρό κεφάλαιο, εργάστηκε ως ένοπλο προσωπικό ασφαλείας σε εμπορικά πλοία που διασχίζουν επικίνδυνα νερά. Η επανεκκίνηση που τόλμησε ως έμπορος αθλητικών ειδών δεν του βγήκε και παραμένει «σεκιουριτάς» σε εταιρία της Θεσσαλονίκης. Πλέον, προτιμά την ασφάλεια ενός μικρού αλλά σταθερού μισθού από το επιχειρηματικό ρίσκο, έστω και αν το ύψος των αποδοχών του δεν του επιτρέπει να εγκαταλείψει την πατρική στέγη.
Άνθρωπος με αγωγή και καλούς τρόπους, ο Γιώργος δεν επιδιώκει τις πολιτικές συζητήσεις. Αν αυτό συμβεί, μιλά απαξιωτικά τόσο για τους «προηγούμενους» όσο και τους «τωρινούς», το ιδεολογικό στίγμα των οποίων, άλλωστε, δεν συμβιβάζεται με τον συντηρητισμό της οικογένειάς του. Ζώντας στη σχετικά υποβαθμισμένη δυτική Θεσσαλονίκη, αντιπαθεί τις εγχώριες και επείσακτες μειονότητες, και αισθάνεται προδομένος από τους «πολιτικούς» που «ξεπούλησαν» το όνομα της Μακεδονίας. Ήδη από 2012 ψηφίζει Χρυσή Αυγή και ψέγει τη μητέρα του που εξακολουθεί να συχνάζει στην Τοπική της Νέας Δημοκρατίας.
Ο Γιάννης Π., 62 ετών, παντρεμένος με παιδί, εργάστηκε και αυτός στον ιδιωτικό τομέα. Απόφοιτος της μέσης εκπαίδευσης, ανελίχθηκε σε θέσεις ευθύνης στον τομέα της μεταποίησης που του απέδιδαν ικανοποιητικό εισόδημα τις «καλές εποχές». Σήμερα είναι συνταξιούχος και συνεχίζει να ζει άνετα καθότι αμειβόμενος συνδικαλιστής. Ομιλητικός και εύχαρις, δεσπόζει στον περίγυρό του. Θα μπορούσε άριστα να αναλάβει υπεύθυνος για την κινητοποίηση ενός κόμματος στην επαρχιακή πόλη όπου ζει.
Ωστόσο, αν και παραδοσιακός ψηφοφόρος της Νέας Δημοκρατίας, εμφανίζεται πεπεισμένος ότι και η επόμενη κυβέρνηση θα είναι του Αλέξη Τσίπρα. Ηττοπάθεια; Όχι ακριβώς. Ο Γιάννης δηλώνει οπαδός του «καραμανλισμού», στήριξε τον «Βαγγέλα» στις εσωκομματικές του 2015 και απεχθάνεται τον «Κούλη» επειδή κρατά αποστάσεις από τον παραδοσιακό, σχεδόν διαπαραταξιακό, συνδικαλισμό που ο Γιάννης εκπροσωπεί. Άλλωστε, ο ίδιος νοιώθει πάνω απ' όλα συνδικαλιστής. Είναι ο μόνος από τους τρεις ψηφοφόρους, με συντηρητικές καταβολές, που δεν αποκλείει να ψηφίσει τη Νέα Δημοκρατία «με βαριά καρδιά».
Κατά τη γνώμη μου, αν κάτι δείχνουν αυτά τα τρία τυχαία δείγματα είναι η αδυναμία της Νέας Δημοκρατίας του Κυριάκου Μητσοτάκη να συγκρατήσει ή να επαναπατρίσει παραδοσιακούς ψηφοφόρους του κόμματος, αφενός, και, αφετέρου, να διεισδύσει στις τάξεις μιας μεγάλης μερίδας του εκλογικού σώματος, που τα τελευταία χρόνια δήλωνε απογοητευμένη από τον δικομματισμό της μεταπολίτευσης και ψήφιζε με κριτήριο τη φυγή από τη σκληρή πραγματικότητα των μνημονίων.
Οπωσδήποτε, είναι μάλλον δύσκολο για τον Κυριάκο να γίνει «μπαλκονάτος» για να αρέσει στον κύριο Γιάννη τον συνδικαλιστή? στην περίπτωσή του, ωστόσο, θα μπορούσε να δοκιμάσει την τακτική του μαστιγίου και του καρότου, δείχνοντας πυγμή απέναντι σε εκείνους που ναρκοθετούν την πορεία του κόμματος προς την εκλογική επικράτηση? και, ταυτόχρονα, να δώσει ρόλο σε όσους, σαν τον Γιάννη, θάλλουν στον κουρνιαχτό της πολιτικής μάχης. Επίσης, είναι μάλλον αδόκιμο να περιμένει κανείς από τον Κυριάκο να ζωστεί τον ήλιο της Βεργίνας (ή τον δικέφαλο του ΠΑΟΚ, αν θέλετε) και να ποζάρει μπροστά τον Πύργο τον Λευκό.
Κάλλιστα, όμως, μπορεί να επισκεφτεί τις υποβαθμισμένες, κατά κανόνα, συνοικίες όπου νέοι άνθρωποι σαν τον Γιώργο αναζητούν αποδιοπομπαίους τράγους για την κακή τους μοίρα, να τους γνωρίσει και να τους δώσει ρόλο σε έναν αγώνα με διακύβευμα όχι απλώς την «ανακατάληψη» της εξουσίας, αλλά τις ριζικές αλλαγές που έχει ανάγκη η χώρα.
Τέλος, στην κυρία Μαρία, την καλών προθέσεων τέως (;) ψηφοφόρο του ΣΥΡΙΖΑ, ο Κυριάκος πρέπει πρώτα να προφέρει μια ειλικρινή «συγγνώμη» για τα λάθη, τις παραλείψεις και τα κρίματα του γαλάζιου παρελθόντος? κι έπειτα να προσπαθήσει να την πείσει ότι η φιλελεύθερη Ελλάδα που οραματίζεται θα είναι τόπος φιλόξενος για τα τρία της παιδιά. Και στους τρεις αμφιρρέποντες ψηφοφόρους ας απευθύνει μια απλή φράση: «Σας καταλαβαίνω».