«Δεν ξέρω αν το πρόσεξες κι εσύ, αλλά σε όλες τις επιστολές του έχουμε έναν άνθρωπο που σ’ εκατό σχεδόν σελίδες δεν αναφέρει ποτέ, μα ποτέ, τ’ όνομά του. Σε όλα τα γράμματα εκτός από το τελευταίο, έχει υπογράψει με μια τζίφρα που δεν λέει τίποτα. Ακόμα και στο πρώτο του γράμμα όπου, απ’ ότι μου είπες στο τηλέφωνο, υποχρεώθηκες να ανακαλύψεις τον αποστολέα από το φάκελο. Και δεν φτάνει αυτό, ενώ απευθύνεται σε σένα που μας ξέρεις όλους απέξω κι ανακατωτά, δεν αναφέρει ούτε ένα από τα δικά μας ονόματα. Τα μόνα που δίνει είναι ψευδώνυμα: Αλκιβιάδης, Έκτωρ, Τόμας. Όλοι οι άλλοι είμαστε: ο πατέρας, η μητέρα, η αδελφή, ο νεαρός, ο Αυστραλός και ψάξε βρες τι άλλο».
Θα μπορούσε η ίδια να είναι ηρωίδα μυθιστορήματος: Γόνος μεγαλοαστικής οικογένειας, ανεψιά του πολιτικού και φιλοσόφου Παναγιώτη Κανελλόπουλου και τέως κυρία Καραμανλή, διεκδικεί τη ζωή και το πεπρωμένο της: χωρίζει δις, γίνεται αυτό που ήταν, συγγραφέας σημαντική, και ζει μια άκρως ενδιαφέρουσα, μοναχική, σχεδόν ασκητική ζωή. Με καθοριστικό έτος το 1989, όπου κάνει και τη μεγάλη υπέρβαση στη λογοτεχνική της διαδρομή: Το μυθιστόρημα «Έκτωρ» υπήρξε σίγουρα ένας από τους κορυφαίους σταθμούς και στη δική της ζωή. Και όσον αφορά την θεματολογία, αλλά και τη δομή.
Η Αμαλία Μεγαπάνου ως συγγραφέας αποδεικνύεται πολύ τολμηρή. Ο ήρωάς της αυτή τη φορά, ένας ομοφυλόφιλος που τρέμει την ευτυχία και την κοινωνία, χαρισματικός και χαριτωμένος, αποτελεί για τον ίδιο τον εαυτό του τον μεγάλο δικαστή. Για να αφηγηθεί τη ζωή του, αλλά και την εποχή, χρησιμοποιεί αυτή τη φορά την επιστολική μυθιστοριογραφία, όπου ο «Έκτωρ», αντιστασιακό του ψευδώνυμο, μέσα από οκτώ μακροσκελή γράμματα, της αποκαλύπτει τα πάντα για την τυραννικά αντιφατική και μοναχική του ζωή. Χρησιμοποιώντας προσωπεία και ιδιότητες αντί για πρόσωπα (Έκτωρ, Αλκιβιάδης, Τόμας, ο πατέρας, η μητέρα, η αδελφή), θα της ομολογήσει τα ανομολόγητα, σα να είναι η εξομολόγος του, ο ψυχαναλυτής ή η συνείδησή του που δεν ωφελεί να της λέει ψέματα, δεν επιθυμεί ενώπιόν της πια άλλο να προσποιηθεί:
«…πως το βαθύτερό μου αίσθημα ήταν ο φθόνος που δεν είναι γυναίκα, ο φθόνος που δεν είμαι άντρας.
»Κι όμως αισθάνομαι τόσο πολύ άντρας. Κι όταν πάω μ’ έναν άλλο άντρα, γίνομαι ακόμα πιο δυνατός, κρατάω τον κόσμο στα χέρια μου. Κι έπειτα καταρρέω, γιατί δεν έχω τη δύναμη να πολεμήσω την κοινωνία. Κι αγανακτώ, συγχρόνως, και λέω: Ποια είναι αυτή η κοινωνία που στέκεται σαν δράκος του παραμυθιού πάνω από το κεφάλι μου. Ποια είναι η ηθική της που της επιτρέπει να σηκώνει το ξίφος και να κόβει κεφάλια; Κι έπειτα λέω πως δεν μου φταίει κανένας παρά εγώ ο ίδιος κι ενώ τιμωρώ τον εαυτό μου, μακαρίζω τους απροβλημάτιστους».
Θα φτάσει ως το κουκούτσι της ύπαρξής του, και όσα δεν θα της πει ο ίδιος, θα αναλάβει να αποκαλύψει με το δικό της γράμμα και την αγάπη της, η μοναδική του φίλη και αδελφή:
«Μου είχε πει, λόγου χάρη, πως ήθελε κάποτε να γίνει ιερέας, μ’ αυτό δεν σήμαινε τίποτε άλλο παρά το ότι προτιμούσε να δραπετεύσει από τη ζωή που πίστευε ότι τον απειλούσε και να κρυφτεί μέσα στο ράσο. Κι έπειτα δεν έγινε ιερέας. Μα δεν έγινε παπάς από δειλία, γνωρίζοντας ότι το μάτι του Θεού θα τον ακολουθεί, θα διαβάζει κάθε μύχια σκέψη του, θα σηκώνει το προσωπείο του. Αυτό δεν το άντεχε με τίποτα».
Θα εξηγήσει ή τουλάχιστον θα προσπαθήσει να καταλάβει, τη γενναιότητά και τις αποκοτιές του, τον γάμο του, τους κόμπους των αισθημάτων του, τον άλυτο γρίφο και άλγος όλης του της ζωής:
«-Αυτό έχει σχέση με το προσωπείο του, όχι με τον εσωτερικό του κόσμο. Άλλωστε εγώ δεν ισχυρίστηκα ότι φοβάται τον κίνδυνο ή το θάνατο. Ίσα ίσα, οι δύσκολες καταστάσεις όπως είναι ένας πόλεμος ή μια δικτατορία τον θρέφουν, του πάνε γάντι.
- Εσύ πιστεύεις δηλαδή ότι θα ευτυχήσει με το γάμο του; επέμεινα.
-Δεν του χρειάζεται. Η ευτυχία του δημιουργεί τύψεις.»
«Άλλα να λέει το μυαλό σας και άλλα να γυρεύει το έρημο κορμί σας».
Ωστόσο το επιμύθιο θα γραφτεί από τη συνάντησή τους και από την αυστηρότητα με την οποία αντιμετωπίζει ο ίδιος τον εαυτό του, στη συγγραφέα θα τολμήσει να καταθέσει τα πάντα, τα σπλάχνα του, την αλήθεια του, τον δικαστή που έχει μέσα βαθιά στη ψυχή: «Η γνώμη που έχω εγώ για τον εαυτό μου είναι αυτή που μετράει. Αυτή τη στιγμή εγώ είμαι ο εισαγγελέας του εαυτού μου, εγώ τον έχω καθίσει στο σκαμνί».
Με αφηγηματική άνεση, ψυχολογία βάθους, εξαίσια ελληνικά και κρυστάλλινη φίνα γραφή η Αμαλία Μεγαπάνου αποδεικνύεται, τελικά, ειδικά με τον «Έκτορα», ανατόμος της ανθρώπινης ψυχής.
Γίνεται ο Έκτωρ στις οκτώ επιστολές και υπογράφει κι εκείνη τη μια μοναδική, ως αδελφή. Ωστόσο στέκεται, συγγραφέας και πανεπόπτης αφηγητής, χωρίς να κρίνει, δεν παίρνει θέση, είναι από την αρχή μέχρι το τέλος εκείνο «το ευήκοον ους» που ξέρει να ακούει τον λόγο αλλά και τους κτύπους της ψυχής.
Μας θυμίζει τη μεγάλη Μαργκερίτ Γουρσενάρ στον «Αλέξη» της, αποδεικνύοντας ότι συγγραφικά, ηθικά κι αισθητικά προηγείται τελικά της εποχής.
Σας υπενθυμίζουμε ότι ο «Έκτωρ» της Μεγαπάνου, για πολλά χρόνια εξαντλημένος, στις 12 Σεπτεμβρίου, θα ξαναβρεθεί στα χέρια σας μαζί με τον Φιλελεύθερο του Σαββάτου. Μετά τον «Διάλογο με την Άννα» και πριν από τα άλλα λογοτεχνικά έργα της μεγάλης συγγραφέως. Σπεύσατε, ας μη τον χάσει κανείς.