Μπροστά στα διόλου εμβρόντητα μάτια όχι μόνο των κατοίκων της πόλης στην οποία εδρεύει, αλλά ολόκληρης της ελληνικής κοινωνίας, το Αριστοτέλειο Πανεπιστήμιο Θεσσαλονίκης συνεχίζει τη μετατροπή του σε νησίδα εκτός τόπου, χρόνου και νόμου.
Το τελευταίο, μέχρι το επόμενο, επεισόδιο, η εισβολή στο γραφείο και τα συνθήματα («Σκουπίδι. Τέλειωσες») στον τοίχο γνωστής πανεπιστημιακού και επίλεκτου μέλους της κοινωνίας των πολιτών, εντάσσεται κι αυτό στο πλαίσιο της διαπάλης ιδεών. Αυτής ακριβώς που υπηρετεί ο θεσμός του πανεπιστημιακού ασύλου, για τον οποίο τόσοι αγώνες έχουν δοθεί και συνεχίζουν να δίνονται.
Στο ίδιο πλαίσιο κινήθηκε και η 17ημερη «κατάληψη» του κτιρίου διοίκησης του ΑΠΘ, στην οποία, εκτός από παραβίαση αρχείων και φακέλων (που σίγουρα περιείχαν κάποια ψήγματα ιδεών), κλάπηκαν υπολογιστές (γιατί οι ιδέες πρέπει να μεταφέρονται), καταστράφηκαν έπιπλα και άλλα αντικείμενα (γιατί οι ιδέες είναι άυλες), γράφτηκαν υβριστικά συνθήματα (γιατί οι ιδέες δεν είναι πάντα ευχάριστες).
Και πάντα της ίδιας διαπάλης μετέχουν απειλές-εντολές πρώην πρύτανη περί μη εφαρμογής του νόμου, σκέτες απειλές κατά του νυν πρύτανη που τόλμησε να ζητήσει επαναφορά της τάξης, φανερή ή κρυφή στήριξη αρκετών πανεπιστημιακών στη διατήρηση αυτής της θεσσαλονικιώτικης ιδιαιτερότητας, η συνεχιζόμενη, απολύτως φυσιολογική, ένδυση της εξωτερικής όψης κτιρίων του ΑΠΘ με κουρελούδες-ιμάντες ιδεών («Το Κράτος ξεπλένει Παιδεραστές και δολοφονεί Αντάρτες»), καθώς και η διαρκής «κατάληψη μετά την κατάληψη» κτιρίων και σχολών.
Δεν ξέρω τι είναι πιο ανησυχητικό από δημοκρατική άποψη: το ότι συμβαίνουν όλα αυτά ή ότι φαντάζουν φυσιολογικά. Το ότι ένα σπουδαίο πανεπιστήμιο σε μια υπέροχη φοιτητούπολη δέχεται ή ότι επιλέγει να έχει (και) αυτή την όψη.
Το ότι ως «παράδοση» νοείται η παράδοση στην παρανομία ή ότι αυτοί που μπουκάρουν σε γραφεία πανεπιστημιακών μαχόμενοι υπέρ των ιδεών τους απαγορεύουν στους συγκεκριμένους πανεπιστημιακούς να έχουν τις δικές τους ιδέες.
Το βέβαιο είναι ότι σε αυτό το φαύλο κύκλο, που εκτείνεται πέραν της συμπρωτεύουσας, αυτοπαγιδεύτηκε και η Πολιτεία. Στην προηγούμενη φάση, όταν η διαπάλη των ιδεών διεξαγόταν ανεμπόδιστα, η τότε κυβέρνηση φαινόταν να συναινεί στην κατάλυση του νόμου, να αδιαφορεί για τη μεγάλη πλειοψηφία των φοιτητών και να δέχεται την πανεπιστημιακή γκετοποίηση.
Στη σημερινή φάση, κατά την οποία η κυβέρνηση αποφάσισε κάτι να κάνει, αυτοϋπονομεύεται μη κάνοντας τίποτα, ή διαπιστώνοντας ότι δεν είναι το ίδιο να περάσεις έναν νόμο και να τον εφαρμόσεις.
Τη στιγμή που η προβληματική από αρκετές απόψεις μέθοδος που επιλέχτηκε για την τήρηση της τάξης στα πανεπιστήμια φαινόταν να δικαιώνεται από την έμπρακτη αποτυχία κάθε άλλης μεθόδου, την ίδια στιγμή και η νέα μέθοδος αδυνατεί να λειτουργήσει, ή της λείπει η πολιτική βούληση για να λειτουργήσει.
Πρόκειται για μια ήττα της πολιτικής αλλά και των πολιτών. Της κοινής λογικής αλλά και του κοινού καλού. Μιας δημόσιας, δηλαδή για όλους, υπηρεσίας, και μάλιστα της ευγενέστερης και δημοκρατικότερης που υπάρχει: της Παιδείας.
Δεν έχω, νομίζω κανείς δεν έχει, «λύση» -είναι προφανής και η δύναμη της συνήθειας και ο φόβος όσων μοναχικά αντιστέκονται και η αδυναμία του κράτους να συγκρατήσει τον κοινωνικό ιστό. Αλλά και δεν μπορώ, πολλοί, πιστεύω, δεν μπορούμε να αποδεχθούμε ότι ο καθρέφτης της δημοκρατίας θα είναι, και θα μένει, διαρκώς σπασμένος.