Του Θάνου Παπαϊωάννου*
Έχει γίνει της μόδας τον τελευταίο καιρό να ταυτίζονται στο δημόσιο διάλογο η ακροδεξιά με τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Και όμως αυτές οι έννοιες είναι τελείως διαφορετικές και γονιδιακά αντίθετες μεταξύ τους. Η προσπάθεια ταύτισής τους, που προκαλείται από προφανείς πολιτικές σκοπιμότητες, κάθε άλλο παρά συμβάλλει σε μια σοβαρή ιδεολογική και πολιτική αντιπαράθεση γόνιμη για τη δημοκρατία.
Σπάνια θα συναντήσει κανείς έννοιες τόσο αντίθετες όσο η ακροδεξιά και ο οικονομικός φιλελευθερισμός.
Η ακροδεξιά απευθύνεται στα εθνικιστικά ένστικτα των πολιτών, προβάλλει τις «αρετές» του έθνους και υποτιμά συλλήβδην τα άλλα έθνη, προσπαθώντας να πείσει το λαό (τον κάθε λαό) ότι αυτός είναι ο περιούσιος αλλά και πιο αδικημένος λαός της οικουμένης. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός θεωρεί ότι το κυρίαρχο είναι η οικονομική συνεργασία των κρατών και ο ανταγωνισμός μεταξύ των επιχειρήσεων σε διεθνές επίπεδο και ότι στα πεδία αυτά ο κάθε πολίτης και ο κάθε λαός μπορεί να επιδείξει τη δυναμική του.
Η πρώτη υψώνει τείχη οικονομικού «προστατευτισμού» ανάμεσα στα κράτη, τάσσεται κατά του ελεύθερου διεθνούς εμπορίου και προσπαθεί να υπονομεύσει οικονομικο-πολιτικά εγχειρήματα ενοποίησης όπως η Ευρωπαϊκή Ένωση. Ο δεύτερος ενθαρρύνει κάθε προσπάθεια απελευθέρωσης των περιορισμών στο εμπόριο ενώ η φιλοσοφία του είναι αυτή ακριβώς πάνω στην οποία άρχισε να δημιουργείται στη δεκαετία του 1950 αυτό που σήμερα είναι η Ευρωπαϊκή Ένωση.
Η ακροδεξιά δεν ενδιαφέρεται για τα ατομικά δικαιώματα καθώς αυτά υποτάσσονται στην αόριστη έννοια της συλλογικής βούλησης του έθνους και των συμφερόντων του Κράτους. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός ευαγγελίζεται την υπεράσπιση των ατομικών δικαιωμάτων λόγω της έμφασης που δίνει στην έννοια του ατόμου ως πηγή δημιουργίας.
Αλλά και στο ζήτημα της μετανάστευσης, δεν θα μπορούσε να υπάρχει πιο μεγάλο χάσμα μεταξύ των δύο ιδεολογιών. Η ακροδεξιά καλλιεργεί και εκμεταλλεύεται την ξενοφοβία των πολιτών ενώ ο φιλελευθερισμός πιστεύει στην οικονομική δυναμική που δημιουργούν τα μεταναστευτικά ρεύματα και ιδιαίτερα στις χώρες της ηλικιακά και οικονομικά γερασμένης Ευρώπης.
Χάος επίσης χωρίζει τις δύο αυτές τάσεις και στο ζήτημα του ρόλου του κράτους στην οικονομία. Η ακροδεξιά ευαγγελίζεται τον έλεγχο της οικονομίας από το κράτος και την υποταγή των οικονομικών προτεραιοτήτων και πρωτοβουλιών στη βούληση του «ηγέτη» που υποτίθεται ότι αυθεντικά εκφράζει το δημόσιο συμφέρον. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός επιφυλάσσει στο κράτος ένα μικρό ρόλο στην οικονομία περιορίζοντάς το στη διασφάλιση της ασφάλειας και της τάξης, της ελευθερίας του ανταγωνισμού και σε κάποιες στοχευμένες παρεμβάσεων για την άρση στρεβλώσεων της αγοράς.
Σε πολιτικό επίπεδο, η ακροδεξιά δείχνει πλήρη περιφρόνηση προς τους θεσμούς επιδιώκοντας όταν είναι αντιπολίτευση να εκφοβίσει και όποτε είναι κυβέρνηση να καθυποτάξει κάθε θεσμό στη βούληση του ηγέτη που εκφράζει –πραγματικά ή κατά φαντασίαν- την πλειοψηφία. Ο οικονομικός φιλελευθερισμός είναι καχύποπτος απέναντι στην υπερσυγκέντρωση των εξουσιών και τάσσεται υπέρ της ισορροπίας μεταξύ των θεσμών ώστε κανείς να μην μπορεί να επιβάλει την απόλυτη εξουσία του ακόμη και αν εκπροσωπεί την πλειοψηφία του λαού.
Είναι τόσο προφανείς οι διαφορές ώστε θα υποτιμούσα τη νοημοσύνη του αναγνώστη εάν επεκτεινόμουν περισσότερο στη σχετική επιχειρηματολογία παραθέτοντας βασικές αλήθειες που γνωρίζει και ένας πρωτοετής φοιτητής των πολιτικών επιστημών.
Το κείμενο αυτό σε καμία περίπτωση δεν επιδιώκει να εξιδανικεύσει τον οικονομικό φιλελευθερισμό. Είναι προφανές ότι η άκριτη αποδοχή όλων των πτυχών αυτής της ιδεολογίας δημιουργεί σημαντικές κοινωνικές αδικίες ενώ η πίστη στη δύναμη της αγοράς να αυτοδιορθώνεται έχει αποδειχτεί συχνά εσφαλμένη με καταστροφικά αποτελέσματα στην οικονομία και την κοινωνία αλλά και την ίδια την αγορά.
Η πολιτική όμως αντιπαράθεση με μια ιδεολογία πρέπει να γίνεται στη βάση πραγματικών δεδομένων και όχι ανιστόρητων αφορισμών. Εξ άλλου, οι φανατικοί εκφραστές του οικονομικού φιλελευθερισμού δεν ήταν και εξακολουθούν να μην είναι πολλοί στη χώρα μας ούτε είχαν ποτέ ιδιαίτερη απήχηση. Κατά συνέπεια κανείς κίνδυνος δεν προέρχεται από αυτή την πλευρά. Αντίθετα, οι δεδηλωμένοι και κρυφοί κρατιστές ήταν και είναι πολλοί και αυτοί έχουν σημαδέψει το κράτος και την κοινωνία μας.
Σε κάθε περίπτωση η αντιπαράθεση μεταξύ κρατιστών και φιλελευθέρων είναι μία θεμιτή και αναγκαία αντιπαράθεση που μπορεί να αποβεί γόνιμη για τη δημοκρατία. Όταν όμως αυτή η αντιπαράθεση νοθεύεται με την απόπειρα να ταυτισθεί ο ιδεολογικός αντίπαλος με την ακροδεξιά, τότε ο μόνος κερδισμένος είναι η ακροδεξιά. Και αυτό δεν νομίζω να το θέλει κανείς από όσους θεωρούν τους εαυτούς τους δημοκράτες.
*Ο Θάνος Παπαϊωάννου είναι Δρ. Νομικής, πρώην Γενικός Γραμματέας της Βουλής (2009-2015)
Υ.Γ Πρόσφατα, δημοσιογράφος της κρατικής τηλεόρασης ταύτισε τον πολιτικό λόγο του αρχηγού της αξιωματικής αντιπολίτευσης με έναν θεωρητικό του ιταλικού φασισμού. Δεν ξέρω εάν έχει διαβάσει πράγματι φασιστικά ιδεολογικά κείμενα ο εν λόγω δημοσιογράφος. Είναι βέβαιο όμως ότι δεν έχει διαβάσει κείμενα του Ενρίκο Μπερλινγκουέρ. Γιατί εάν το είχε κάνει, δεν θα ταύτιζε έτσι αβασάνιστα πολιτικούς του αντιπάλους με το φασισμό.