Μίνως Ευσταθιάδης «Κβάντι»,
εκδ. Ίκαρος,
σελ. 252
«Τα λάθη τραβάνε όμως τις δικές τους τεθλασμένες γραμμές, μέχρι που ανάμεσά τους αρχίζει να σχηματίζεται ένας χάρτης. Πολλές φορές αργώ να καταλάβω ότι μόνο σ’ αυτόν θέλω να χαθώ, γιατί είναι ο δικός μου».
Μολονότι επιμένει ο συγγραφέας για το «Κβάντι» ότι είναι «το βιβλίο της Αφρικής», διαθέτει εντούτοις όλες τις φίνες λογοτεχνικές εμμονές του και όλες της αρετές του:
Τη γραμμή του αίματος που κάνει τα αστυνομικά του μυθιστορήματα να θυμίζουν έντονα αρχαία τραγωδία. Τον αποσυνάγωγο ντετέκτιβ Κρις Πάπας που μοιράζεται ανάμεσα σε δυο πατρίδες χωρίς ταυτόχρονα να ανήκει και να βρίσκεται σε καμιά. «Την τρομακτική φαντασία της πραγματικότητας», όπως ισχυρίζεται ο ίδιος ο Μίνως Ευσταθιάδης και για τον «Δύτη» του που ήδη μεταφράστηκε και κυκλοφορεί μετά πολλών επαίνων στη Γαλλία, αλλά και για το «Κβάντι». Τα απίθανα κι αλλόκοτα εγκλήματα που περιγράφονται και συμβαίνουν αληθινά.
Ωστόσο το «Κβάντι» έχει τον μίτο του στην καρδιά της Αφρικής. Εκεί βρίσκεται ο Μινώταυρος του καινούργιου αστυνομικού λαβυρίνθου του συγγραφέα που επεκτείνεται κατόπιν και στην Γαλλία και στην Ελλάδα. Συγκεκριμένα στο Αίγιο όπου έχει βρει απάγκιο ο Κρις Πάπας.
«Πρωτοπήγα στην Αφρική το 2003 και επέστρεψα δύο ακόμη φορές. Η Μαύρη Ήπειρος είναι ένας άλλος κόσμος. Στην αρχή νόμιζα πως κρατούσα κάποιου είδους ημερολόγιο, τελικά όμως ήταν το προσχέδιο ενός βιβλίου. Δεν πρόκειται για ταξιδιωτικό χρονικό, αλλά για μια ιστορία αίματος. Τόσο πραγματική όσο και ο κάθε καθρέφτης. Το αίμα ακολουθεί περίεργες διαδρομές, που κανείς δεν μπορεί να προβλέψει. Και ίσως να είναι καλύτερα έτσι.» Υπογραμμίζει εμμονικά σχεδόν ο Μίνως Ευσταθιάδης. Το βαρύ έγκλημα έχει ήδη εκεί συντελεστεί και συντελείται εθιμοτυπικά ακόμα και στην πολιτισμένη εποχή μας.
Ωστόσο, η αφορμή για την ιστορία θα μας δοθεί αλλού, στους δρόμους της Μονμάρτης:
«Ακούστηκε από μακριά. Τα βήματά του μετέφεραν εκείνη τη χαμένη τονικότητα των κλασικών. Η Ζιστίν Γκαρό στάθηκε στην ανοιχτή μπαλκονόπορτα και κοίταξε από κάτω. Ποιος περπατούσε έτσι; Εξαιρετικά σπάνιος ρυθμός. Ειδικά για άντρα. Μόλις μια ανάσα μακριά από Σοπέν. Ναι, περπατούσε στην οδό Μπερτ με τον Σοπέν στα πόδια του. Ξαφνικά ξεπήδησε η σκιά. Για κλάσματα του δευτερολέπτου στάθηκαν ακίνητοι ο ένας απέναντι στον άλλο. Τόσο όσο διαρκούν και οι παύσεις του Σοπέν. Μετά ξεκίνησαν να χορεύουν μαζί. Στην αρχή υπήρξε μια αυθεντική αρμονία. Δεν κράτησε βέβαια πολύ. Ποτέ δεν κρατάει. Εκείνος έβαλε τα χέρια στις τσέπες του και σωριάστηκε στον δρόμο. Μα ακόμα και στην πτώση διατήρησε τη χάρη του».
Δικαιολογώντας την πεποίθηση ότι το αστυνομικό μυθιστόρημα μπορεί να είναι πλέον υψηλή λογοτεχνία, ο συγγραφέας ξεκινά με έναν φόνο. Και κατόπιν με ένα αδιέξοδο. Στις ιστορίες του Ευσταθιάδη τίποτε δεν είναι τόσο απλό, παρ’ ότι όλα περιγράφονται λιτά και με σαφήνεια.
Η δολοφονία ενός άντρα χωρίς ταυτότητα στους δρόμους της Μονμάρτης οδηγεί τις έρευνες της γαλλικής αστυνομίας σε αδιέξοδο. Την ίδια ώρα στο νεκροταφείο κάποιου ελληνικού χωριού ο ντετέκτιβ Κρις Πάπας κρατάει στα χέρια του έναν παλιό χάρτη γεμάτο σημάδια: αλλεπάλληλα ταξίδια, τεθλασμένες γραμμές, παράλληλες πορείες, που οδηγούν στην άκρη της ερήμου Καλαχάρι. Τα τελευταία ίχνη τον παρασύρουν πάνω στις παρισινές στέγες. Εκεί θα καταλάβει ότι οι τίγρεις τρέχουν γρήγορα και δεν ξεχνούν ποτέ.
Το μυθιστόρημα, αποτελώντας ένα ακόμα μυθιστόρημα πατροκτονίας, μας υπενθυμίζει ότι τα οικογενειακά εγκλήματα είναι τα πλέον αιματηρά όπως ιδιοφυιώς πρώτος ο Ντοστογιέφσκι υποστηρίζει: «Δυο άντρες μαχαιρώνονται με μανία στο δρόμο. Ένας από τους θεατές της συμπλοκής γυρίζει και λέει στον διπλανό του: Αυτοί οι δύο για να μισιούνται τόσο πολύ, πρέπει να είναι αδέλφια.» Μήπως σχεδόν όλες οι αρχαίες τραγωδίες, δεν είναι ”οικογενειακές”»; Θα μας πει στη συνέχεια ο συγγραφέας.
Υπογράφοντας ένα βιβλίο που είναι ταυτοχρόνως καταγγελτικό και φιλοσοφικό, νουάρ και υπαρξιακό, μια ιστορία εκδίκησης η οποία είναι και μια ιστορία αυτογνωσίας. Ο χάρτης των λαθών μας πάντοτε κάπου οδηγεί κι εμείς είμαστε αναγκασμένοι εκόντες άκοντες να ακολουθούμε πιστά, εφόσον είμαστε από την πλευρά του εκδικητή που η μοίρα μας ορίζει.
Ένα σπουδαίο μυθιστόρημα που διαβάζεται απνευστί, αποδεικνύεται διαβρωτικό, ριζώνει μέσα σου και το σκέφτεσαι για πολλές μέρες, και έρχεται για να μας υπενθυμίζει ότι όχι, τελικά, όλοι οι άνθρωποι δεν είναι ούτε ίσοι ούτε ίδιοι. Με ευρηματική πλοκή, υπαρξιακά διλήμματα και φιλοσοφικές αναφορές, με χαρακτηριστικές εμμονές που κάνουν και θα κάνουν τα μυθιστορήματα του Ευστιαθιάδη να ξεχωρίζουν. Φυσικά, ο αναγνώστης τις περισσότερες φορές δεν αρκείται σε μια και μοναδική ανάγνωση. Συνήθως επανέρχεται για να χαρεί πια τα κλειδιά, τα ακολουθήσει τα εύστοχα σκοτεινά σημεία που κάνουν αυτό τον λαβυρινθώδη «Κβάντι» να ξεχωρίζει.
Μια τελευταία επισήμανση: «Δύτης», «Κβάντι», ο Μίνως Ευσταθιάδης αρέσκεται σε γριφώδεις τίτλους οι οποίοι είναι, τελικά, και η λύση του μυστηρίου. Αλλά για να κατανοήσεις τον τίτλο θα πρέπει οπωσδήποτε να πατήσεις αναγνωστικά έως την τελευταία σελίδα.