Της Μαρίας Χούκλη
Από τους πρώτους, κιόλας, σπασμούς της Κρίσης (στο εξής με κεφαλαία, όπως ο Μεγάλος Πόλεμος), οι λέξεις «όραμα», «νέο εθνικό αφήγημα», «αναζήτηση ταυτότητας» και «ανάπτυξη» συνόδευαν κάθε δυσάρεστη διαπίστωση των δημοσιολογούντων σχετικά με τα αίτια της οικονομικής κατάρρευσης.
Όσοι γράφουμε και μιλούμε δημόσια, χωρίς να είμαστε ειδικοί για το πώς θα υλοποιηθεί το περιεχόμενο των παραπάνω όρων, τους επικαλεστήκαμε άπειρες φορές σαν ποθητό και άπιαστο Ιερό Δισκοπότηρο που θα γιάτρευε όλα τα κακά. Σαν ζαχαρόσκονη πάνω στους σκελετούς που έβγαιναν από τα ερμάρια.
Οι επαΐοντες -με την «επιστημολογική» γνώση που θα έλεγε και η κυβερνητική εκπρόσωπος- έχουν εξηγήσει τι χρειάζεται να γίνει για να βγει η χώρα από το τέλμα. Η ελληνική εξίσωση δεν είναι εύκολη, όπως σημειώνουν, αλλά δεν είναι από τις άλυτες, σπεύδουν να διαβεβαιώσουν.
Μήπως, όμως, είναι;
Ο καθηγητής Γεωπολιτικής στη Σορβόννη, Γιώργος Πρεβελάκης σε συνέντευξή του στην Καθημερινή της Κυριακής, δηλώνει ότι ανήκει στους αισιόδοξους: δεν θεωρεί ότι το μέλλον της χώρας είναι όσο ζοφερό και αδιέξοδο το διαγράφει η σημερινή κατάσταση. Και ο λόγος του, ασφαλώς, έχει βαρύτητα, μόνο που διαβάζοντας τι προτείνει, αντιλαμβανόμαστε ότι μάλλον δεν είναι εφικτό.
Ο Έλληνας ακαδημαϊκός υποστηρίζει ότι «εάν θέτουμε ως στόχο να γίνουμε ένα ιδανικό εθνικό κράτος, να εξευρωπαϊστούμε, δεν επαρκούμε, δεν έχουμε τις βασικές δομές και προϋποθέσεις. Για να προοδεύσουμε, χρειαζόμαστε ένα εν μέρει αποτελεσματικό κράτος από κοινού με τους άλλους αόρατους θεσμούς...».
Αόρατους θεσμούς, ονομάζει την οικογένεια, τη θρησκεία, τις τοπικές κοινότητες και τις άλλες ομαδοποιήσεις της ελληνικής κοινωνίας. Είναι οι κρυφές δυνάμεις που λειτουργούν κάτω από τα ραντάρ του κράτους -όμως, εν γνώσει του καθώς οι πολιτικές δυνάμεις όλου του φάσματος τις αξιοποιούν για την μακροημέρευσή τους. Είναι το «παρακράτος του καλού» που απορρόφησε τους ισχυρούς κραδασμούς της Κρίσης, έσωσε πρόσωπα και καταστάσεις, αν διερμηνεύω σωστά το πνεύμα της προσέγγισης του καθηγητή Πρεβελάκη. Όντως, έτσι έγινε και εξακολουθεί να γίνεται. Αυτά τα κοινωνικά αμορτισέρ έρχονται από πολύ μακριά, απέκτησαν αυτόνομη ζωή, επιβάλλουν κανόνες, αρνούνται να πειθαρχήσουν στους γενικούς κανόνες.
Το ερώτημα, λοιπόν, είναι πώς θα πειστούν οι δυο ανταγωνιστικοί πόλοι της εθνικής ζωής -κράτος και αόρατοι θεσμοί, τα δυο πρόσωπα του Έλληνα Ιανού- να δεχθούν να συνεργαστούν;
Γιατί αν το κράτος αποφασίσει να γίνει αποτελεσματικό, σημαίνει ότι θα πρέπει να δυσαρεστήσει τις εξωθεσμικές δυνάμεις, από τις οποίες εκλέγεται το πολιτικό προσωπικό.
Ο γείτονας Γ. Παπαδόπουλος-Τετράδης, στη χθεσινή Στήλη Άλατος, περιέγραψε με μεγάλη ακρίβεια τις παθογένειες της ελληνικής ιδιαιτερότητας. Την ασυνάρτητη περιπλοκή συλλογικού και ιδιωτικού συμφέροντος, τη σύμπλευσή τους που υποκριτικά και οι δυο αρνούνται. Και ο πλέον ευφυής Θησέας φαίνεται περίπου αδύνατο, ακόμη και αν το θέλει, να βρει την άκρη του μίτου για να βγούμε από τον Λαβύρινθο.
Αυτή είναι η πραγματική διαπλοκή στην Ελλάδα: χαμηλή και ασήμαντη αν εξεταστεί ως περιπτωσιολογία, τεράστια αν αθροιστεί.
Σινικό Τείχος που εμποδίζει να τρέξουμε προς την κατεύθυνση που περιγράφει ο αισιόδοξος καθηγητής της Σορβόννης.
Μέχρι, πάντως, να συμβεί το «θαύμα», θα μοιάζουμε με ακίνητους δρομείς που τρέχουν αλλά δεν ξέρουν αν και που θα φθάσουν.