Του Ηλία Πεντάζου*
Μετά από δέκα δύσκολα χρόνια η χώρα βρίσκεται σε ένα σημείο, όπου την σημερινή συγκυριακή κυκλική ανάκαμψη θα μπορούσε να την αντικαταστήσει μια σοβαρότερη προσπάθεια σταθεροποίησης της οικονομίας. Ως θετικά αποτιμώνται, η εξομάλυνση του δημοσιονομικού ελλείμματος, η σταθερή πορεία διόρθωσης του εξωτερικού ισοζυγίου πληρωμών και η σταδιακή ανάκτηση της εμπιστοσύνης των αγορών.
Στα αρνητικά όμως, παραμένουν καίρια δομικά προβλήματα. Υψηλό δημόσιο και ιδιωτικό χρέος, πολύ χαμηλά επίπεδα επενδύσεων παγίου κεφαλαίου συνδυαζόμενα με σταθερά χαμηλή παραγωγικότητα, εξαιρετικά αδύναμο τραπεζικό σύστημα, το οποίο φορτωμένο με τεράστιο αριθμό μη εξυπηρετούμενων δανείων και υπερχρεωμένους πελάτες, αδυνατεί να στηρίξει την επιχειρηματική δραστηριότητα και ως εκ τούτου και την ανάπτυξη και τέλος παραμένει η υψηλή ανεργία η οποία θα διευρύνεται συνεχώς, εν πολλοίς οφειλόμενη στην εντελώς οπισθοδρομική πολιτική στην εκπαίδευση με παραγωγή “άχρηστων” πτυχιούχων και έλλειψη εξειδικευμένων ειδικοτήτων και επαγγελμάτων που θα πρόσφεραν προστιθέμενη αξία στην παραγωγή.
Η αναγγελθείσα παρέμβαση στη μείωση της φορολογίας θα ενισχύσει μεν την ελκυστικότητα της χώρας για νέες επενδύσεις πλην όμως δεν θα είναι επαρκής στο να εδραιώσει, μακροχρόνια, υψηλούς ρυθμούς αύξησης των επενδύσεων μιας και βασική αδυναμία παραμένει ότι η “διαρθρωτική ανταγωνιστικότητα” υποχωρεί συνεχώς τα τελευταία χρόνια, σε σύγκριση με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες.
Υπάρχει όμως και η αισιόδοξη πλευρά. Ζούμε στην εποχή της παγκοσμιοποίησης και το μείγμα της οικονομικής πολιτικής που κυριαρχεί σχεδόν παντού στηρίζεται στην “προσφορά”, δηλ. στην πολιτική που προάγει την οικονομική δραστηριότητα και την ανάπτυξη, μέσα από λιγότερες επιβαρύνσεις (φορολογικές και ασφαλιστικές), μείωση του κράτους - επιχειρηματία μέσω ιδιωτικοποιήσεων και απελευθέρωση τομέων και δραστηριοτήτων από περιττή γραφειοκρατία.
Το ευτύχημα είναι ότι η νέα διακυβέρνηση ενστερνίζεται αυτή την πολιτική, σε αντίθεση με την παρωχημένη πολιτική της “ζήτησης” που προσπάθησε να ακολουθήσει – ανεπιτυχώς - ο Σύριζα, δηλ. τόνωση της οικονομικής δραστηριότητας μέσω κευνσιανών συνταγών (εισοδηματικές - επιδοματικές αυξήσεις, διοικητικές παρεμβάσεις, μη άνοιγμα ανταγωνισμού) που δεν αποδίδουν τίποτα σε έναν σημερινό, ανοιχτό κόσμο, όπου κεφάλαια, προϊόντα και υπηρεσίες, κινούνται ελεύθερα και διαρκώς.
Είναι πολύ ενθαρρυντικό για τις προοπτικές της χώρας ότι η κυβέρνηση ευαγγελίζεται ένα αναπτυξιακό μοντέλο με λιγότερο κράτος και περισσότερη ελευθερία στην αγορά, συνδεδεμένο βέβαια με αυστηρούς κανόνες προστασίας του κόσμου της εργασίας και παραδειγματική τιμωρία κάθε παραβατικής επιχειρηματικής συμπεριφοράς. Το μοντέλο αυτό είναι πειραματικό για την χώρα μας και για να πετύχει, προϋποθέτει συναντίληψη και συγχρόνως υπεύθυνη συμπεριφορά κράτους και πολιτών.
Ο γράφων δεν “αγοράζει” τον μύθο της μεταμνημονιακής εποχής, διότι οι περιορισμοί και η “εποπτεία” των εταίρων θα συνεχιστούν για πολλά χρόνια ακόμη, μέχρι το χρέος μας υποχρεωτικά να φτάσει το 60% του ΑΕΠ (από 180% σήμερα). Για την ώρα η χώρα βαδίζει με τον στόχο του 3,5% για το 2019-20 αλλά δεν είναι ακόμη γνωστό αν και ποιές δημόσιες δαπάνες θα χρειαστούν ίσως περικοπές για να αντισταθμίσουν αφενός τις ήδη εξαγγελθείσες αυξήσεις άλλων δημοσίων δαπανών, αφετέρου την μείωση των εσόδων από την μείωση της φορολογίας.
Η κυβέρνηση εφαρμόζοντας πολιτικές “προσφοράς”, σκοπεύει μέσα από διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις και προσέλκυση επενδύσεων, στη μελλοντική μείωση των πρωτογενών πλεονασμάτων και στην εξασφάλιση κρίσιμου δημοσιονομικού χώρου για ενίσχυση της ανάπτυξης. Η προσοχή απλώς που χρειάζεται να δοθεί, είναι ότι στον στόχο αυτής της μείωσης δεν πρέπει με κανέναν τρόπο να “θυσιασθεί” η δημοσιονομική πολιτική στον βωμό της ενίσχυσης μιας πιθανώς αργοκίνητης ανάπτυξης, διότι όπως σοφά διδάσκει η Οικονομική ιστορία, η ανάπτυξη που βασίζεται σε δημοσιονομική χαλάρωση δεν μακροημερεύει!
Όσο για το πεδίο των μεταρρυθμίσεων, επιμένουμε σφόδρα ότι παραμένει η κορυφή της πυραμίδας των προτεραιοτήτων της οικονομικής πολιτικής. Αρκετές από αυτές, διοικητικές οι περισσότερες, έχουν συμφωνηθεί προ πολλού με τους εταίρους αλλά η εφαρμογή τους καθυστέρησε η ανετράπη λόγω ολιγωρίας ή αντίθεσης της διακυβέρνησης Σύριζα (αναβολή ιδιωτικοποιήσεων, ανατροπή νομοθετημένων αλλαγών στην αγορά εργασίας, διεύρυνση φορολογικής βάσης, κ.α).
Πέραν όμως αυτών, οι συνθήκες απαιτούν επειγόντως επιπλέον δομικές μεταρρυθμίσεις που θα πρέπει να έλθουν με πρωτοβουλία της ίδιας της κυβέρνησης, αξιοποιώντας την πείρα και τις καλές πρακτικές που ακολουθούνται από τους Ευρωπαίους εταίρους μας.
Συνοπτικά αναφέρουμε, την οριστική καθιέρωση υγιούς συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, την πολιτική κινήτρων για στήριξη της βιομηχανίας και της μεταποίησης, τον εκσυγχρονισμό της δικαστικής διαδικασίας, μέτρα στήριξης των τραπεζών μετά την εποχή των κόκκινων δανείων και φυσικά την εξασφάλιση της απρόσκοπτης εξυπηρέτησης του εξωτερικού μας χρέους, μέχρι αυτό να ξαναμπεί στο τραπέζι για επαναρρύθμισή του.
Κανείς δεν αντιλέγει ότι μετά την ασυνάρτητη πολιτική της “αριστερής” διακυβέρνησης, το έργο της σημερινής δεν είναι βαρύ. Αν όμως γίνουν κάποια ουσιαστικά βήματα και η κυβέρνηση μπορέσει να συγκρουσθεί με μερικές νοσηρές συντεχνιακές αντιλήψεις και κατεστημένα συμφέροντα, αυτό θα συμβάλλει στη βελτίωση του βιοτικού επιπέδου του μεγαλύτερου ποσοστού της κοινωνίας και οι πολίτες θα το εκτιμήσουν ανάλογα σε 4 χρόνια.
* Ο κ. Ηλίας Πεντάζος είναι Οικονομολόγος, τ. ΓΓ Δημοσιονομικής πολιτικής.