Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Ήταν παραμονή Χριστουγέννων του 1914 —όλοι την έχουμε ακούσει αυτή την ιστορία— στο φλεγόμενο Δυτικό Μέτωπο, όταν στρατιώτες από τις δυο αντιμαχόμενες πλευρές —οι δυνάμεις της Γερμανίας και της Αυστροουγγαρίας από τη μία, άντρες της Γαλλίας, της Βρετανίας και του Βελγίου από την άλλη— έκαναν εκείνη την περίφημη άτυπη εκεχειρία, βγαίνοντας, λέει, ένας-ένας από τα χαρακώματά τους και περνώντας δειλά, μέσα από την ομίχλη, στην καμένη και αφανισμένη και τρομερή No Man's Land που τους χώριζε, έναν τόπο άσχημο και σκοτεινό, έναν τόπο θανάτου και φρίκης, για να ανταλλάξουν ευχές και δώρα —αλκοόλ βέβαια, και τσιγάρα και σοκολάτες? τέτοια—, αλλά ακόμα και για να παίξουν ποδόσφαιρο, όταν ξάφνου μια αυτοσχέδια μπάλα φτιαγμένη από άχυρο και τυλιγμένη με σπάγκο βρέθηκε από το πουθενά και τσούλησε δελεαστική ανάμεσά τους. Εκείνη η έκτακτη κατάπαυση πυρός, που ξεκίνησε ίσως από έναν και μόνο φαντάρο κάπου έξω από τη βελγική πόλη Ιπρ, επεκτάθηκε σαν αναζωογονητική φωτιά σε όλο το πλατύ μέτωπο του μεγάλου πολέμου και αγκάλιασε μέσα σε λίγη ώρα και το ένα εκατομμύριο στρατιώτες που μάτωναν και σκότωναν εκεί ήδη επί τέσσερις μήνες τώρα.
Εκείνο που δεν ξέρουν πολλοί είναι ότι το παιχνίδι δεν σταμάτησε επειδή κουράστηκαν οι παίκτες —άλλωστε υπήρχαν άφθονοι αναπληρωματικοί: ένα εκατομμύριο— ούτε επειδή καταστράφηκε η αχυρένια μπάλα? αλλά επειδή χάθηκε. Μετά από ένα δυνατό βολέ, πέρασε πάνω από μια συστάδα μισοκαμένους θάμνους και κατρακύλησε σε μια πλαγιά έξω από ένα χωριό, ή έπεσε σε μια ρεματιά, ή πέταξε μακριά με τον άνεμο, ώσπου ξέφτισε — οι απόψεις διίστανται εδώ. Τότε, δυο στρατιώτες, ένας Γερμανός κι ένας Άγγλος, έτρεξαν από κοινού να τη βρουν. Έφαγαν τον τόπο. Την έψαχναν για ώρα και ώρα, τόση που πια το σκοτάδι ξανάρχισε να πέφτει σιγά-σιγά πάνω από όλη την περιοχή, σαν σκόνη από κάρβουνο. Τόσο πολλή, που οι ευχές από πέρα μακριά, εκείνα τα σπαστά «χρόνια πολλά» και τα διστακτικά τσουγκρίσματα, θόλωσαν και αδυνάτισαν κι ήρθαν και γίνανε σαν κάτι άβολο που συνέβη χτες. Κι όταν πια νύχτωσε για τα καλά κι άρχισε να φυσάει, να φυσάει τρομερά, οι δυο τους δεν μπορούσαν με τίποτα να βρουν τον δρόμο του γυρισμού, κι όσο κι αν έψαχναν έφταναν πάντα στο ίδιο και στο ίδιο σημείο κάνοντας κύκλους. Κι έτσι κούρνιασαν μέσα σε μια τρύπα στο χώμα που είχε ανοίξει μια οβίδα του πυροβολικού, και σκεπάστηκαν με κλαδιά παρασυρμένα από τον αέρα και αγκαλιάστηκαν τρέμοντας εκεί, μέχρι να κόψει ο άνεμος ή μέχρι να περάσει ο πόλεμος…
Τώρα, το τι έγινε στ' αλήθεια στη συνέχεια το ξέρουν ακόμη πιο λίγοι. Άλλοι λένε πως ένα περίπολο ή κάτι χωριάτες τούς βρήκαν παγωμένους μέσα στον κρατήρα της βόμβας το άλλο ή το παράλλο πρωί και πως έριξαν λίγο χώμα να τους σκεπάσουν και μερικές πέτρες. Άλλοι, πως ξύπνησαν από τον ύπνο τους (γιατί είχαν αποκοιμηθεί) όταν πια είχαν τελειώσει οι εχθροπραξίες εκεί —γιατί είχαν τελειώσει προσώρας οι άντρες— και το βρήκαν σωστό να δώσουνε αμίλητοι τα χέρια, να κουνήσουν με κατανόηση και με σφιγμένα χείλια το κεφάλι και να γυρίσουν στα σπίτια τους. Άλλοι, πως όταν ξύπνησαν τρόμαξαν ο ένας από τη στολή και από τη γλώσσα του άλλου και σφάχτηκαν επιτόπου με τις ξιφολόγχες. Και άλλοι πως από τη μυστική ένωσή τους γεννήθηκε ένα λουλούδι, ή —λένε άλλοι, ακόμη πιο ευφάνταστοι— ένα αστέρι.
Εμείς δεν ξέρουμε τι έγινε στην πραγματικότητα, αλλά μπορούμε να βεβαιώσουμε πως τουλάχιστον την αχυρένια μπάλα τη βρήκε τελικά και την έφαγε μια αγελάδα, που ήταν πετσί και κόκαλο, και πως με τον σπάγκο της ένα πουλί στόλισε τη φωλιά του.
Ωστόσο εκείνο το αστέρι δεν παύει από τότε να μας καταπλήσσει και να μας δείχνει τον δρόμο, ποτέ του δεν παύει να μας συγκινεί. Αρκεί να το βλέπουμε. Αρκεί να μην κλείνουμε τα μάτια.