Του Αλέξανδρου Σκούρα
Τις τελευταίες δεκαετίες υπάρχει μία πρωτόγνωρη αύξηση της εξειδίκευσης στην επαγγελματική τάξη. Αυτό σημαίνει ότι ο καθένας μας, σχεδόν καθημερινά, βασίζεται στην τίμια και σωστή παροχή υπηρεσιών, συμβουλών, ή προϊόντων από εξειδικευμένους ανθρώπους των οποίων τη γνώση και ειδίκευση δεν μπορεί καν να καταλάβει. Ένα ερώτημα που απασχολεί ιδιαίτερα τη Δύση τα τελευταία χρόνια είναι η χρησιμότητα, τα αποτελέσματα, και τα επιθυμητά όρια της κρατικής παρέμβασης στην αδειοδότηση των επαγγελματιών. Ο λόγος που διεξάγεται αυτή η συζήτηση είναι ότι κάθε παρέμβαση, τουλάχιστον θεωρητικά, μπορεί να προστατεύσει τους καταναλωτές διασφαλίζοντας ένα επίπεδο ασφάλειας και ποιότητας αλλά ταυτόχρονα μπορεί και να γίνει εργαλείο περιορισμού του ανταγωνισμού και της καινοτομίας. Δύο κλασικά παραδείγματα, για όσους δεν έχει τύχει να ακούσουν για το συγκεκριμένο κρίσιμο θέμα, είναι αυτό της γιατρού και του κομμωτή.
Είναι αυτονόητο, για τη συντριπτική πλειοψηφία των πολιτών, ότι όταν θα πληρώσουμε κάποιον για να μας παρέχει ιατρικές συμβουλές, ότι ο άνθρωπος αυτός πρέπει να γνωρίζει ιατρική και να έχει την απαραίτητη εξειδίκευση στον τομέα που μας συμβουλεύει. Σε θέματα υγείας, η παροχή ιατρικών συμβουλών από κάποιον που δεν έχει τα απαραίτητα προσόντα, όπως ολοκληρωμένες σπουδές στην ιατρική, πρακτική εμπειρία κλπ., μπορεί να αποβεί μοιραία για τις ζωές μας. Το ίδιο ισχύει και με τους πολιτικούς μηχανικούς, τους αρχιτέκτονες, και άλλα επαγγέλματα που μπορεί να σχετίζονται με πολύ σημαντικούς τομείς της ζωής μας. Οι υπέρμαχοι των αδειοδοτήσεων βασίζονται σε αυτή την πανίσχυρη ανάγκη για ασφάλεια και εμπιστοσύνη που όλοι μας χρειαζόμαστε όταν βασιζόμαστε σε ειδικούς των οποίων τους τομείς δεν γνωρίζουμε και δεν καταλαβαίνουμε λόγω της υψηλής τους εξειδίκευσης.
Από την άλλη πλευρά, είναι δύσκολο κανείς να πει ότι υπάρχει αντίστοιχη ανάγκη για την πιστοποίηση των ικανοτήτων ενός κομμωτή. Εκεί τα πράγματα είναι πιο απλά. Εφόσον δεν χρησιμοποιούνται επικίνδυνα χημικά στο λούσιμο και το χτένισμα, τότε το χειρότερο που μπορεί να συμβεί είναι ένα μικρό κόψιμο των αυτιών μας ή ένα πραγματικά κακόγουστο κούρεμα ή χτένισμα. Η ζημιά στο κομμωτήριο σχεδόν ποτέ δεν είναι ζωής ή θανάτου. Όμως, τόσο στην Ελλάδα όσο και στο εξωτερικό, για να ασκήσει κανείς το επάγγελμα αυτό πρέπει περάσει από μία σειρά περιττών σπουδών ή κακοπληρωμένων δουλειών προκειμένου να αποκτήσει την πολυπόθητη άδεια ασκήσεως επαγγέλματος. Μάλιστα, στη χώρα μας υπάρχουν άνθρωποι που έπρεπε να περιμένουν μέχρι και 3 χρόνια για να αποκτήσουν το δικαίωμα να ανοίξουν ένα δικό τους κομμωτήριο!
Η μελέτη του φαινομένου είναι αρκετά δύσκολη όμως υπάρχουν αρκετές επίπονες έρευνες σχετικά με τις επιπτώσεις της επαγγελματικής αδειοδότησης σε Ευρώπη και ΗΠΑ. Στην Αμερική υπάρχει μεγάλη κινητικότητα γύρω από το θέμα πέρα και πάνω από τα κόμματα. Από τον τ. πρόεδρο Ομπάμα μέχρι και τον Τραμπ, η ανησυχία για τις αρνητικές επιπτώσεις των κλειστών επαγγελμάτων είναι διάχυτη. Αλλεπάλληλες έρευνες δείχνουν ότι οι κύριοι χαμένοι της υπόθεσης είναι οι φτωχοί εργαζόμενοι και μικρομεσαίοι επιχειρηματίες. Όμως και στην Ευρώπη υπάρχει κινητικότητα γύρω από το θέμα όπως μία σχετικά πρόσφατη πανευρωπαϊκή μελέτη του Center for Economic and Policy Research που βρίσκει ότι κατά μέσο όρο, η αδειοδότηση σχετίζεται με μία αύξηση των ωρομίσθιων των επαγγελματιών κατά 4%. Το ? αυτής της αύξησης οφείλεται σε πρακτικές που περιορίζουν τον ανταγωνισμό και τα ? στο γεγονός ότι οι καταναλωτές προτίθενται να πληρώσουν περισσότερο για τη διασφάλιση ποιότητας.
Το ερώτημα όμως που παραμένει είναι το ποιος και με ποια κριτήρια πρέπει να αποφασίζει για το πως και το ποια επαγγέλματα πρέπει να βρίσκονται υπό τον αυστηρό αδειοδοτικό έλεγχο του κράτους. Το αμερικανικό φιλελεύθερο think tank Mercatus Center, προτείνει μία αρκετά ενδιαφέρουσα λύση στο ερώτημα. Πρώτα, επανεξετάζουμε όλες τις ισχύουσες αδειοδοτήσεις για κάθε επάγγελμα. Αν δεν υπάρχει κάποια συστημική δυσλειτουργία της αγοράς (market failure), τότε η αδειοδότηση δεν μπορεί να αποτελέσει καλή λύση στο πρόβλημα. Αν όμως υπάρχει δυσλειτουργία της αγοράς, οφείλουμε να εξετάσουμε άλλες λύσεις, όπως για παράδειγμα ανεξάρτητους φορείς πιστοποίησης, μηχανισμούς διαχείρισης εταιρικής φήμης κλπ., προτού στραφούμε στον κρατικό έλεγχο. Αν περάσουμε και από αυτό το στάδιο, τότε οφείλουμε να υπολογίσουμε τα κόστη του ελέγχου και της αδειοδότησης και να τα συγκρίνουμε με τα προσδοκώμενα οφέλη. Αν και μόνον αν τα οφέλη ξεπερνούν τα κόστη, σύμφωνα με το φιλελεύθερο Mercatus Center, πρέπει να βασιστούμε στην κρατική ρύθμιση για την αδειοδότηση των επαγγελματιών.
Ίσως αυτή τη διαδικασία να έπρεπε στην Ελλάδα να την τηρούμε πριν κάνει οτιδήποτε το κράτος μας.