Του Κυριάκου Αθανασιάδη
Ένας φίλος που ακολουθώ στο Facebook έγραψε κάτι όμορφο τις προάλλες, και κάποιος από κάτω τού σχολίασε: «Δεν μπορούμε να το μοιραστούμε, κάν' το public». Ο φίλος, που το είχε γράψει μόνο για όσους τον ακολουθούσαν —όχι πολλούς, η αλήθεια—, το έκανε πράγματι «public», και κάποιοι το «μοιράστηκαν», το κοινοποίησαν.
Και αυτά.
Ήταν ένα καλό κείμενο, που έλεγε κάποιες αλήθειες για την κυβέρνηση και για τους τρόπους που πολιτεύεται. Κάποιοι το διάβασαν, λοιπόν, υποθέτω τούς άρεσε, έκαναν λάικ, και… τέλος.
Με έπιασε μελαγχολία με όλο αυτό. Γιατί βλέπω (το ξέρω καλά για να το λέω) πόσο λίγο είναι, πόσο σχεδόν τίποτα, και πόσο καμία αποτελεσματικότητα δεν έχει. Αποτελεσματικότητα εννοώ πρακτική, δηλαδή ψήφους — δεν υπάρχει κάτι σημαντικότερο από αυτό. Απλώς με τούτα και με κείνα χαιρόμαστε, σφίγγουμε νοερά τα χέρια, χτυπάμε νοερά ο ένας την πλάτη του άλλου — και όλα καλά.
Ξέρω επίσης πως σε ένα Μέσον όπως το Facebook, κατεξοχήν λαϊκό, όπου όλοι είναι σχεδόν ίσοι και όπου εγώ μπορώ να πάω και να σχολιάσω σε όποιον τόνο θέλω κάτω από την ανάρτηση του θείου μου Τάκη ή της Μέρκελ, μόνο ακραία λαϊκιστικά κόμματα μπορούν να ευνοηθούν. Εκεί άλλωστε, στο Facebook, γεννήθηκαν οι ΑΝΕΞΕΛ του Καμμένου, θυμίζω — και εκεί δρουν απρόσκοπτα χρόνια τώρα ακροδεξιές και εθνικιστικές μαφίες και λοιποί συμμορίτες, με κάτι χιλιάδες γκρουπ ολίγων ή πολλών μελών, με ανορθόγραφους τίτλους στην περιγραφή τους. Δεν είναι μέρος για πιο σοβαρή πολιτική. Σε σχέση με οποιονδήποτε άλλο χώρο, τα δύο δημοφιλέστερα social media, το Facebook και το Twitter, στο 99% των περιπτώσεων είναι, ειδικά για τις πολιτικές ζυμώσεις, ό,τι τα «πέταλα» των οργανωμένων σε ένα γήπεδο: δίνουν τον τόνο χωρίς να παρακολουθούν το παιχνίδι, και είναι γεμάτα αφιονισμένους που δεν έχουν καμία άλλη κοινωνική ζωή, και χοροπηδούν ανάβοντας πυρσούς που θα κάψουν πρώτα-πρώτα τα δικά τους μάτια.
Με έπιασε μελαγχολία γιατί, από την άλλη…
Από την άλλη η κυβέρνηση, την οποία υποτίθεται αντιπολιτευόμαστε με όμορφα, καλογραμμένα κειμενάκια ή κάνοντας λάικ στους φίλους μας, δεν δουλεύει έτσι. Αυτό δα έλειπε, θα μου πείτε, και με το δίκιο σας. Η κυβέρνηση καλά κάνει και δουλεύει αλλιώς. Δουλεύει μεθοδικά, είκοσι τέσσερις ώρες το εικοσιτετράωρο και εφτά ημέρες την εβδομάδα, με ένα στόχο στο μυαλό της: να μείνει στα πράγματα. Δεν κάνει λάικ, δεν γράφει κείμενα αρχών, δεν κοινοποιεί άρθρα θέσεων. Και, όταν χρησιμοποιεί τα social media, τα χρησιμοποιεί με τους εκατοντάδες πλαστούς ή πληρωμένους λογαριασμούς της, που όλοι μαζί μπορούν να παραγάγουν ένα κάποιο χειροπιαστό αποτέλεσμα, ή να δημιουργήσουν απλώς κλίμα σηκώνοντας σκόνη και θόρυβο.
Όχι: πίσω από όλα αυτά, η κυβέρνηση δουλεύει, μεθοδικά και διαρκώς, φανερά και υπογείως, με ποικίλους τρόπους, για να μείνει στα πράγματα, period.
Η κυβέρνηση ξέρει, ασφαλώς, πως θα χάσει τις εκλογές, και πως κατά πάσα πιθανότητα (για να μην πούμε «κατά πάσα βεβαιότητα») η ΝΔ θα βγει αυτοδύναμη. Αυτό είναι ένα ζεύγος γεγονότων που δεν την αφήνουν αδιάφορη. Τα ξέρει και τα δύο, και δουλεύει ακριβώς πάνω (και) σε αυτά. Στο πώς, δηλαδή, θα μείνει στα πράγματα ΠΑΡΑ την επερχόμενη συντριπτική εκλογική ήττα της. Στο πώς θα διαχειριστεί την κατάσταση την επόμενη ημέρα (και όλες τις επόμενες και μεθεπόμενες ημέρες), πώς θα συγκρατήσει ένα κομμάτι του κόσμου της και πώς θα πλήξει τη νέα κυβέρνηση — μάλλον, πώς θα δημιουργήσει τέτοιο περιβάλλον ώστε να τη ΡΙΞΕΙ, για να ξανάρθει, με άλλο πρόσωπο και σχεδόν νέα στελέχωση, πάλι η ίδια στην εξουσία και να συνεχίσει το έργο που άφησε στη μέση. (Στην εξουσία, ξαναλέω, και όχι απλώς στην κυβέρνηση).
Επί παραδείγματι, ένα από αυτά που κάνει κάθε μέρα είναι να βλέπει πίνοντας τον πρωινό καφέ τις δημοσκοπήσεις. Όχι για να δει ποιος παίρνει τι ποσοστό ή για να μετρήσει την απόσταση δημοφιλίας μεταξύ των πολιτικών αρχηγών — αν μη τι άλλο, ξέρει καλά πως ο Τσίπρας έχει σπάσει κάθε ρεκόρ ΑΝΤΙ-δημοφιλίας εκλεγμένου από τη Βουλή πρωθυπουργού, ένα ρεκόρ που δεν πρόκειται να καταρριφθεί όσο ζούμε. (Ενώ θα ήταν σούπερ δημοφιλής εάν δούλευε στην τηλεόραση, σε χιουμοριστικές μεταμεσονύκτιες εκπομπές-βαριετέ ή κάνοντας μιμήσεις — μιμούμενος τον εαυτό του, ας πούμε. Ιδέες δίνω). Μελετούν τις δημοσκοπήσεις ακριβώς για να δουν ποιοι συνδυασμοί αποτελεσμάτων και κομμάτων που πιάνουν το εκλογικό όριο του 3% και μπαίνουν στη Βουλή δίνουν το μαγικό νούμερο «180»: το νούμερο που θα σταθεί μεγάλο Τείχος της Δημοκρατίας απέναντι στο χάος της απλής αναλογικής. Αυτό τούς μέλλει σε σχέση με τις δημοσκοπήσεις. Το 5% ποιων κομμάτων, και το 180. Όχι τα δικά τους νούμερα.
Μελετούν λοιπόν, από τη μία, τις δημοσκοπήσεις για να δουν ποιον πολιτικό σχηματισμό πρέπει να πλήξουν, ή ακόμη καλύτερα να «τρυπήσουν», και, από την άλλη, προωθούν όποια «πολιτική» κίνηση, όποιο κόλπο δηλαδή, έχει πιθανότητες να αποτρέψει ή να επηρεάσει κάπως αυτό το 180.
Και ενώ για το μεν πρώτο δεν είναι ακόμη βέβαιοι ποιο κόμμα πρέπει να χτυπήσουν ή να προσεταιριστούν περισσότερο, το ΚΙΝΑΛ ή το Ποτάμι, δύο είναι οι κυριότεροι τρόποι που επέλεξαν για το δεύτερο: το μπαχτσίσι (αυτά που διαφημίζουν σαν δήθεν «παροχές») και η ναρκοθέτηση του δρόμου που καλείται να βαδίσει η κυβέρνηση της Νέας Δημοκρατίας.
Και τα δύο είναι λάθος —και εν πολλοίς αναποτελεσματικά— για μία σειρά από λόγους.
Για παράδειγμα, κανείς (κυριολεκτώ: κανείς, αριθμητικά: μηδέν) δεν είναι τόσο αφελής (για να μην πω τη λέξη που έρχεται στο μυαλό όλων μας — και δεν εννοώ το «ηλίθιος»), κανείς εν πάση περιπτώσει δεν είναι τόσο βλαξ για να ψηφίσει ένα κόμμα που του κλέβει δέκα με το ένα χέρι για να του δώσει ένα με το άλλο. ΚΑΙ αυτό το ξέρει ο ΣΥΡΙΖΑ. Όμως δεν μπορεί να σταματήσει να το κάνει γιατί: (α΄) δεν τον νοιάζει, δεν τα βάζει από την τσέπη του, (β΄) αμβλύνει έτσι, περιορίζει ασφυκτικά, ή και εκμηδενίζει, τις δυνατότητες της αγοράς και της οικονομίας να ορθοποδήσουν, δηλαδή να γίνει αυτό που απεύχεται, και (γ΄) γιατί αυτό κάνει κατά παράδοσιν η Αριστερά: μοιράζει δελτίο. Γιατί την Αριστερά δεν την ψηφίζεις για να γίνεις πλούσιος ή οικονομικά ανεξάρτητος. Την ψηφίζεις επειδή την αγαπάς, επειδή ταλαιπωρήθηκαν από τη Δεξιά οι παππούδες σου, επειδή έχει ηθικό πλεονέκτημα, επειδή είναι όμορφη και διαρκώς συγκινημένη από την αδικία — και για να σου δίνει κουπόνι για καφέ και κιμά: «…στον καθένα σύμφωνα με τις ανάγκες του».
Το (β΄) όμως έχει να κάνει και με τη ναρκοθέτηση που λέγαμε. Ουσιαστικά, η κυβέρνηση αυτή, ΠΟΥ ΔΕΝ ΚΑΝΕΙ ΚΥΒΕΡΝΗΤΙΚΟ ΕΡΓΟ, δεν παράγει πολιτική, δεν διοικεί και δεν ασχολείται (το αντίθετο!) με την ευημερία των πολιτών (τον λόγο δηλαδή που υπάρχουν οι κυβερνήσεις: δεν υπήρξε ΠΟΤΕ άλλος λόγος, παρά μόνον αυτός), η κυβέρνηση, λέμε, αν κάνει κάτι είναι αυτό: δημιουργεί τετελεσμένα, υποσκάπτει, υπονομεύει και ναρκοθετεί — φτιάχνει μία κατάσταση τέτοια που θα καταστήσει την «επόμενη μέρα» αβίωτη για μία δημοκρατική κυβέρνηση (τελευταίο παράδειγμα: αυξάνουν τον φόρο επιχειρήσεων για το 2019 και τον… μειώνουν για τα επόμενα χρόνια!), ώστε να εξασφαλίσει, έτσι, πως οι μέρες αυτής της κυβέρνησης θα είναι μετρημένες. Θα είναι όμως; Κι όσο για εμάς; Τι θα κάνουμε; Θα συνεχίσουμε να βάζουμε λάικ στα όμορφα κείμενα των φίλων μας;…
Επιτρέψτε μας όμως να απαντήσουμε, συνεχίζοντας αυτό το σημείωμα, αύριο, καθώς σήμερα υπερβήκαμε κατά πολύ, και πάλι, το σωστό όριο λέξεων.