Αύριο οι Ηνωμένες Πολιτείες γίνονται 244 ετών. Υπό κανονικές συνθήκες εκατομμύρια Αμερικανοί θα αντάμωναν φίλους και συγγενείς για να γιορτάσουν με πατριωτικά τραγούδια, αρκετό μπάρμπεκιου, πικ-νικ και κυρίως πυροτεχνήματα γύρω στις 7 το απόγευμα (τοπική ώρα). Αύριο, λόγω της πανδημίας και της κοινωνικοπολιτικής έντασης που επικρατεί, οι εορτασμοί θα είναι σίγουρα λιγότερο εύθυμοι και ενθουσιώδεις.
Η προτελευταία γιορτή της 4ης Ιουλίου που πέρασα στις ΗΠΑ ήταν το 2016. Τότε, ο Τραμπ είχε κερδίσει ουσιαστικά το χρίσμα των Ρεπουμπλικανών και περίμενε το πανηγυρικό συνέδριο του κόμματός του για να ξεκινήσει ουσιαστικά τη μεγάλη μάχη για τον Λευκό Οίκο. Θυμάμαι σαν χθες τη βεβαιότητα με την οποία η πλειοψηφία του αμερικανικού τύπου, των αναλυτών και των δημοσκοπήσεων έλεγαν ότι ο Τραμπ είχε ελάχιστες ελπίδες έναντι της Χίλαρι.
Όπως επίσης θυμάμαι τους γνήσια συντηρητικούς των ΗΠΑ να ξεκινούν το κίνημα Never-Trump (Ποτέ-Τραμπ), θέλοντας να προφυλάξουν το κόμμα τους από το στίγμα που θα άφηνε μία τόσο ελαττωματική προσωπικότητα σε ένα τόσο ιστορικό κόμμα. Εκείνο το καλοκαίρι όλοι μας, όσοι ασχολούμασταν με τη πολιτική στην Ουάσινγκτον, τρίβαμε τα μάτια μας διαρκώς. Όμως, τίποτα δεν μου έκανε μεγαλύτερη εντύπωση από την ταχύτητα με την οποία το Μεγάλο Παλαιό Κόμμα των Ρεπουμπλικάνων παραδόθηκε στον Τραμπ. Η κομματική πειθαρχία και η τυφλή συστράτευση πίσω από τον αρχηγό δεν είναι μόνο ελληνικό γνώρισμα.
Τα γράφω αυτά διότι ακόμα και σήμερα, με τον δημοκρατικό Μπάιντεν να προηγείται του νυν προέδρου σε όλες τις εθνικές και πολιτειακές δημοσκοπήσεις, κανείς δεν πρέπει να θεωρήσει δεδομένο ότι το Νοέμβριο ο Τραμπ θα είναι σίγουρα ηττημένος. Στο αμερικανικό προεκλογικό σκηνικό, 123 ημέρες - όσες δηλαδή απομένουν μέχρι την πρώτη Τρίτη του Νοεμβρίου που θα διεξαχθούν οι εκλογές - είναι μία αιωνιότητα.
Αν αυτό σας φαίνεται υπερβολικό, σκεφτείτε ότι 123 ημέρες πριν κερδίσει ο Τραμπ τις προκριματικές των Ρεπουμπλικάνων τον Μάιο του 2016, η υποψηφιότητά του είχε μόλις πάψει να θεωρείται ως ένα κακόγουστο αστείο που κανείς δεν έπαιρνε στα σοβαρά. Όλοι περίμεναν τον Τζεμπ Μπους ή τον Μάρκο Ρούμπιο ή ακόμα και τον Τεντ Κρουζ ως τα φαβορί της εσωκομματικής αναμέτρησης. 123 ημέρες πριν τις προεδρικές εκλογές όλοι ήταν σίγουροι πως η Χίλαρι θα κέρδιζε με άνεση τον εκκεντρικό αντίπαλό της. Το ίδιο ίσχυε και 123 λεπτά πριν ανακοινωθεί το αποτέλεσμα!
Σήμερα, μετά από 3,5 χρόνια διακυβέρνησής του η Αμερική νοσεί. Νοσεί από τον κορονοϊό, από τις κοινωνικές ταραχές, και από ένα αρρωστημένο και πολωμένο πολιτικό κλίμα. Οι ευθύνες του Τραμπ για τη διαχείριση της πανδημίας είναι κάτι που θα του αποδοθεί στο μέλλον. Για τις άλλες δύο νόσους της χώρας του όμως φέρει πολύ μεγάλη ευθύνη.
Η 4η Ιουλίου δεν είναι μόνο μία αμερικανική γιορτή. Οι πατέρες του αμερικανικού έθνους, όταν ύψωσαν το ανάστημά τους έναντι της Βρετανικής Αυτοκρατορίας δημιούργησαν ένα μοναδικό, φιλελεύθερο, αβασίλευτο και ανεξίθρησκο κράτος. Μία πολιτειακή όαση που μετά και την απεμπόληση του αισχρού θεσμού της δουλείας σχεδόν έναν αιώνα μετά την ίδρυσή της, απετέλεσε έναν φωτεινό φάρο ελευθερίας, καινοτομίας, και αισιοδοξίας για ολόκληρο τον πλανήτη.
Ας ελπίσουμε ότι του χρόνου, στα 245 γενέθλιά της, η Αμερική θα απαλλαγεί και από τις τρεις αυτές νόσους και θα ξαναρχίσει να φωτίζει τον ελεύθερο κόσμο με τη μοναδικότητά της.