Η σημερινή συνάντηση Μητσοτάκη – Ερντογάν δεν δικαιολογεί υπερβολικές προσδοκίες. Η Τουρκία δεν φαίνεται να έχει αλλάξει. Οι μαξιμαλιστικές της θέσεις παραμένουν, δεν έχει αναδιπλωθεί από τους στόχους της «Γαλάζιας Πατρίδας», ούτε υπάρχει κάποια ένδειξη ότι εγκαταλείπει την απαίτηση για αποστρατιωτικοποίηση των νησιών και τη σύνδεση με την κυριαρχία τους.
Έχει ωστόσο ενδιαφέρον ότι η συνάντηση του Έλληνα Πρωθυπουργού με τον Τούρκο Πρόεδρο γίνεται σε καλή συγκυρία και βεβαίως στη σκιά του συμβιβασμού της Άγκυρας στο θέμα της Σουηδίας. Από πολλές απόψεις, κλονίστηκε ο μύθος μιας δύναμης που σχεδιάζει και σταθερά ακολουθεί μια πορεία, που δεν αλλάζει τις βασικές της επιλογές, που καταφέρνει να πετύχει τους στόχους της, χωρίς να προσαρμόζεται στις απαιτήσεις των τρίτων.
Επίσης, κλονίζεται ο μύθος ότι ο συναλλακτικός τρόπος με τον οποίο πολιτεύεται ο Ερντογάν στη διπλωματική σκακιέρα του αποφέρει μονίμως οφέλη και του επιτρέπει να αγνοεί τις πιέσεις και τα αιτήματα των συνομιλητών του. Στη Σύνοδο του ΝΑΤΟ είδαμε έναν Ερντογάν να αναδιπλώνεται και να εγκαταλείπει το βέτο κατά της ένταξης της Σουηδίας χωρίς να παίρνει κάτι παραπάνω από αυτό που θα έπαιρνε μερικούς μήνες πριν.
Δεν υπάρχει κάποιο απτό στρατηγικό όφελος. Κανένα από τα «ανταλλάγματα» που εξασφάλισε, όπως η συναίνεση από τη Σουηδία για αυστηρότερη αντιμετώπιση της τρομοκρατίας ή το άνοιγμα του δρόμου για τη πώληση των μαχητικών F-16, δεν είναι οφέλη που δεν θα πετύχαινε αν εξαρχής είχε ακολουθήσει μια περισσότερο εποικοδομητική στάση.
Στο θέμα των F-16, η επόμενη φάση αφορά στην διαπραγμάτευση μεταξύ Λευκού Οίκου και Κογκρέσου. Θα δούμε ποιοι όροι μπορεί να συνοδεύουν την προμήθεια και αν η Άγκυρα θα τους αποδεχθεί. Η συνάντηση Μπάιντεν-Ερντογάν ήταν σημαντική αλλά δεν προδιαγράφει από μόνη της τις εξελίξεις. Και σε κάθε περίπτωση, πραγματοποιήθηκε αφού η Τουρκία είχε επιτέλους συναινέσει στην ένταξη της Σουηδίας. Και αυτό κάτι σημαίνει.
Η Άγκυρα έχει κάθε λόγο να τροφοδοτεί σταθερά το θετικό κλίμα με την Αθήνα και αυτό αναμένεται να χαρακτηρίζει και την επόμενη της συνάντησης Μητσοτάκη-Ερντογάν ημέρα. Πλέον η Άγκυρα εισέρχεται στον αστερισμό της εξομάλυνσης των σχέσεων της με χώρες κλειδιά στην περιοχή, Αίγυπτο, Ισραήλ και Ελλάδα. Βεβαίως, δεν υπάρχει τίποτε νομοτελειακό σε αυτήν τη δυναμική.
Ίσως, επιτρέπεται μια έστω και συγκρατημένη αισιοδοξία ότι το καλό κλίμα θα συνεχιστεί και μια νέα διαδικασία προσέγγισης μεταξύ Αθήνας και Άγκυρας θα επιχειρηθεί, πάντοτε με χαμηλές προσδοκίες. Αυτό που ξέρουμε σήμερα είναι ότι η Τουρκία δεν είναι έτοιμη για μια συμφωνία που να βασίζεται στο Διεθνές Δίκαιο και το Δίκαιο της Θάλασσας.
Πάντως, υπάρχει ένα, υπό προϋποθέσεις, θετικό στοιχείο. Και στις δύο χώρες έχουμε ισχυρούς ηγέτες, πρόσφατα εκλεγμένους, με ευρύτατη λαϊκή αποδοχή και που θεωρητικά μπορούν να προχωρήσουν σε έναν αμοιβαία επωφελή συμβιβασμό. Η συνάντηση με τον Κυριάκο Μητσοτάκη και ένα καλό αποτέλεσμα είναι μια ευκαιρία για τον Πρόεδρο Ερντογάν, προκειμένου να βελτιώσει το προφίλ του και να ενισχύσει την εικόνα της Τουρκίας ενόψει των κρίσιμων διαπραγματεύσεων στο Κογκρέσο για τα F-16.
Και επειδή Αθήνα και Άγκυρα έχουν την αίσθηση πόσο εύκολα μπορεί η όποια συζήτηση να οδηγηθεί σε ναυάγιο, η πρόταση του Έλληνα Πρωθυπουργού για μια συμφωνία για έναν οδικό χάρτη με συγκεκριμένους σταθμούς, ταπεινές φιλοδοξίες και επιδιώξεις, τουλάχιστον στην αφετηρία, είναι μια καλή επιλογή.
Στο πλαίσιο αυτό, η διαδικασία των διευρενητικών επαφών, παρ' ότι έχει υπονομευτεί εδώ και δύο δεκαετίες, παραμένει ένα πιθανό σχήμα για την επανεκκίνηση των σχέσεων Ελλάδος Τουρκίας.
* Ο Κώστας Υφαντής είναι καθηγητής Διεθνών Σχέσεων στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.