Η αυλαία για το νέο κύκλο συνομιλιών ως προς τη διαπραγμάτευση του Κυπριακού ανοίγει σήμερα Μ. Τρίτη 27 Απριλίου. Οι προσδοκίες είναι χαμηλές για πολλούς, ενώ σε κάθε περίπτωση πρόκειται για διερευνητικές συνομιλίες. Ο Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ διαμόρφωσε την άποψη ότι απαιτείται η προ-διαπραγμάτευση, μέσα από τις συζητήσεις που είχε η αντιπρόσωπός του κυρία Λούτ με όλους τους εμπλεκόμενους στο Κυπριακό ζήτημα. Αυτή τη διαδικασία εισηγήθηκε στην αναφορά του στο Συμβούλιο Ασφαλείας, το οποίο με τη σειρά του συγκάλεσε την παρούσα συνάντηση.
Τα σημεία που διαφοροποιούν αυτή τη διαδικασία από ό,τι ακολουθείτο μέχρι και την περασμένη διάσκεψη του 2017 εστιάζουν στο γεγονός:
- Ότι προηγείται μια άτυπη διάσκεψη για να διερευνηθεί αν υπάρχουν συγκλίσεις και κοινές θέσεις μεταξύ όλων των εμπλεκομένων.
- Στην αναζήτηση κοινού εδάφους ως προς τη διαδικασία και την ουσία της διευθέτησης μιας βιώσιμης, μόνιμης λύσης στο πλαίσιο της Κύπρου.
- Διαμόρφωση οδικού χάρτη για τα επόμενα βήματα. Πρωτίστως θα απαιτηθεί πολιτική βούληση και δέσμευση των εμπλεκομένων για τη διευθέτηση.
Εάν το πρώτο χαρακτηριστικό διαφοροποίησης είναι ότι προηγείται μια διερεύνηση προθέσεων και ενδεχόμενης κοινής αντίληψης, το δεύτερο είναι ότι καλούνται τα πέντε εμπλεκόμενα μέρη.
Ποια είναι αυτά; Οι τρείς χώρες –Ελλάδα, Τουρκία, Ηνωμένο βασίλειο- είναι συμβαλλόμενες στη συνθήκη εγγύησης του 1960 -εξ ου και τις χαρακτηρίζει εγγυήτριες- αλλά και οι οποίες ταυτόχρονα είναι οι συμβαλλόμενες της συμφωνίας Ζυρίχης – Λονδίνου 1959, με την οποία ιδρύθηκε η Κυπριακή Δημοκρατία που υφίσταται ως σήμερα και με αυτή διαμορφώθηκε η δομή της διακυβέρνησης υπό ένα δικοινοτικό – συναινετικό (consociational) κράτος, ως state of affairs υπό την εγγύηση των τριών χωρών.
Αυτή η δομή, μετά το 1975, τελεί υπό αναθεώρηση προς μια ομοσπονδιακή οργάνωση και διακυβέρνηση. Το Συμβούλιο Ασφαλείας από τότε έχει αναθέσει την αρμοδιότητα διαπραγμάτευσης της ομοσπονδίας στις δύο κοινότητες.
Στο αποτέλεσμα της συμφωνίας μεταξύ των δύο κοινοτήτων, επειδή με αυτήν θα τροποποιείται η συμφωνία Ζυρίχης – Λονδίνου -μόνο ως προς τη δομή και όχι στο σύνολο- πρέπει να συναινούν έστω τυπικά και οι τρεις συμβαλλόμενες χώρες.
Παράλληλα πρέπει να συναινούν και ως εγγυήτριες, διότι έχουν δεσμευθεί και θέσει υπό την εποπτεία τους τη διατήρηση και εφαρμογή της δομής της συμφωνίας Ζυρίχης 1959 που τελεί υπό αναδιάρθρωση.
Συνεπώς κάθε τροποποίηση, είτε της ιδρυτικής συμφωνίας Ζυρίχης Λονδίνου 1959, είτε της συνθήκης εγγύησης του 1960, συνεπάγεται οπωσδήποτε τη συναίνεση των τριών συμβαλλομένων. Έτσι προβλέπεται από το δίκαιο των συνθηκών και έτσι προκύπτει η πενταμερής.
Στην άτυπη συνάντηση δεν διαχωρίζονται τα θέματα, τα πέντε εμπλεκόμενα μέρη καλούνται εξαρχής να τοποθετηθούν επί του συνόλου των θεμάτων που συνθέτουν το Κυπριακό πρόβλημα.
Προφανώς ο Γενικός Γραμματέας θα έχει έτοιμα τα ερωτήματα-άξονες επίλυσης του Κυπριακού και όλα τα μέρη θα παρουσιάσουν σε γενικές αρχές τις θέσεις τους για την ομοσπονδιακή οργάνωση.
Εάν μάλιστα η διαδικασία συνεχίσει από το σημείο εκείνο που διακόπηκαν οι συνομιλίες στο Crans Montana, τότε θα τεθούν προς συζήτηση η κατάργηση της συνθήκης εγγύησης, αντικαθιστώντας την με μηχανισμό ελέγχου της ομοσπονδιακής λειτουργίας, καθώς και ένα νέο πλαίσιο ασφάλειας μετά την αποχώρηση των τουρκικών στρατευμάτων.
Μέχρι τον παρόντα χρόνο η επιδίωξη της διζωνικής – δικοινοτικής ομοσπονδίας έχει την αμέριστη στήριξη του διεθνούς παράγοντα, στη λογική της επανορθωτικής ομοσπονδίωσης (remedial federation, όπως την έχει διατυπώσει ο James Crawford, Καθηγητής στο Cambridge, νυν δικαστής στο Διεθνές Δικαστήριο) με διασφάλιση της εδαφικής ακεραιότητας στα ψηφίσματα του Συμβουλίου Ασφαλείας.
Το πλαίσιο του κυπριακού ζητήματος συντίθεται από τρία επίπεδα. Πρώτον αφορά στην υπερδομή, ήτοι την ενιαία κυριαρχία, την ενιαία διεθνή προσωπικότητα, την ενιαία ιθαγένεια, τη συνέχεια του κράτους, την απαγόρευση της απόσχισης.
Δεύτερον αφορά στην τροποποίηση της δομής με τη συγκρότηση ομοσπονδίας από δύο συνιστώσες ομόσπονδες πολιτείες με μεταξύ τους πολιτική ισότητα στις αρμοδιότητές τους και τις περιφερειες τους και τις διακριτές εξουσίες τους έναντι της κεντρικής ομοσπονδίας· καθώς και την οργάνωση με εκτελεστική εξουσία είτε προέδρου/αντιπροέδρου –μπορεί και εκ περιτροπής- είτε συλλογικής προεδρίας και δύο κοινοβουλευτικά σώματα.
Η κοινή διακυβέρνηση αφορά στην κεντρική ομοσπονδία και η ενοποιητική λειτουργία της είναι το θεμέλιο τα διατήρησης της ενιαίας κυριαρχίας και υπόστασης. Στα τρία αυτά ζητήματα οι δύο κοινότητες δεν έχουν ακόμη συμφωνήσει.
Τέλος η θεραπεία των ανθρωπίνων δικαιωμάτων αφορά στην εγκατάσταση και ανάκτηση περιουσιών των ελληνοκυπρίων και την ελευθερία κίνησης.
Η προτεινόμενη από την Τουρκία λύση των δύο κρατών δεν έχει θέση σε μια αναζήτηση ομοσπονδιακής συγκρότησης. Πιθανότατα η Τουρκία επιδιώκει μιαν έντονα αποκεντρωμένη ομοσπονδία με ενισχυμένη τη θέση των Τουρκοκυπρίων που θα μεριμνούν για τη σχέση της με την ΕΕ και την πρόσβασή της στη γεωπολιτική σκακιέρα στη ΝΑ Μεσόγειο.
*Ο Πέτρος Λιάκουρας είναι Καθηγητής Διεθνούς Δικαίου, διευθυντής Μεταπτυχιακού Προγράμματος «Διεθνείς και Ευρωπαϊκές Σπουδές», στο Πανεπιστήμιο Πειραιώς