Κύπρος 1974: Η στρατηγική της ήττας

Κύπρος 1974: Η στρατηγική της ήττας

Το Κυπριακό είναι από τα ζητήματα που απασχολούν την Ελλάδα από το 1955 και αποτέλεσε έκτοτε ένα από τα κύρια σημεία αντιπαράθεσης με την Τουρκία. Η Ελλάδα αρχικά θεωρούσε πως θα λύσει το ζήτημα με διπλωματικά μέσα και δεν χάραξε ποτέ μια μακροχρόνια στρατηγική. Σε όλες τις κρίσεις στη συνέχεια το 1964, το 1967 και το 1974 η Ελλάδα δίστασε ή φάνηκε απρόθυμη να επέμβει στρατιωτικά στην Κύπρο. Ιδιαίτερα το 1974 η δικτατορία ανέτρεψε με πραξικόπημα τον Μακάριο χωρίς σοβαρή στρατηγική αξιολόγηση και με μηδενική επίγνωση του διεθνούς περιβάλλοντος. Η εν συνεχεία εισβολή των Τούρκων αιφνιδίασε την Ελλάδα σε όλα τα επίπεδα, η οποία παρέλυσε χωρίς θέληση να επέμβει, χωρίς στρατηγική αλλά και χωρίς σχέδιο ενεργείας.

Από τις 20 Ιουλίου μέχρι τις 16 Αυγούστου 1974, η Τουρκία ενεργούσε επιχειρήσεις στην Κύπρο και η Ελλάδα, τόσο με δικτατορική όσο και με δημοκρατική κυβέρνηση, παρακολουθούσε, ανίκανη να αντιδράσει, φοβούμενη πόλεμο με την Τουρκία. Οι Έλληνες αισθάνθηκαν ότι έχασαν χωρίς στην ουσία να έχουν αγωνισθεί όπως θα έπρεπε και όπως θα ήθελαν. Κάτι τέτοιο, μαζί με όσα επακολούθησαν μετά το 1974, έχει οδηγήσει σε μια αίσθηση αδυναμίας απέναντι στην Τουρκία. Η κατάσταση σήμερα στο Αιγαίο και στη Μεσόγειο θα ήταν ασφαλώς διαφορετική, αν η Ελλάδα είχε επέμβει στην Κύπρο.

Η Ελληνική Στρατιωτική Στρατηγική: 20 Ιουλίου-16 Αυγούστου

Προϋποθέσεις

Οι προϋποθέσεις αποτελούν βασικό στοιχείο κάθε συζήτησης περί στρατηγικής και πρέπει να εξάγονται πριν την έναρξη οποιασδήποτε σχεδίασης. Η Ελλάδα είχε ήδη εδράσει την εκτέλεση του πραξικοπήματος για ανατροπή του Μακαρίου σε δύο προϋποθέσεις που αποδείχθηκαν καταστροφικές: ότι οι Αμερικανοί έδωσαν το πράσινο φως για το πραξικόπημα και ότι οι Τούρκοι δεν θα επενέβαιναν στην Κύπρο. Όταν στις 20 Ιουλίου άρχισε η τουρκική απόβαση, η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία αιφνιδιάσθηκε απόλυτα και υπερίσχυσαν σε όλα τα κλιμάκια η σύγχυση, ο αυτοσχεδιασμός, η έλλειψη συντονισμού και η απελπισία.

Στόχοι

Οι στόχοι μίας στρατηγικής μπορεί να έχουν δηλωθεί ή να μην είναι διατυπωμένοι. Ο δηλωμένος στόχος της δικτατορίας του Ιωαννίδη για την ανατροπή του Μακαρίου ήταν ότι θα οδηγούσε στην ένωση της Κύπρου με την Ελλάδα. Είναι εξαιρετικά δύσκολο να φαντασθεί κάποιος πώς μια τέτοια ενέργεια, θα κατέληγε στην ένωση, με τόσους δρώντες στο προσκήνιο και με τόσα αντιτιθέμενα συμφέροντα. Αφότου όμως άρχισε η τουρκική εισβολή στις 20 Ιουλίου, ο πολιτικός σκοπός ενός πολέμου θα όφειλε να είναι η αποτροπή της διχοτόμησης της Κύπρου και ο στρατιωτικός σκοπός η απόκρουση της τουρκικής εισβολής.

Αντί αυτών, ωστόσο, οι αρχηγοί των επιτελείων ισχυρίσθηκαν ότι ο (πολιτικός) σκοπός ήταν η αποφυγή του πολέμου μεταξύ Ελλάδας και Τουρκίας και επομένως δεν έπρεπε να αποσταλούν ενισχύσεις στην Κύπρο (στρατιωτικός σκοπός) για να μην εμπλακούν στον αγώνα. Ένα τέτοιο επιχείρημα όμως, πέραν του ότι είναι ανήθικο, επιπλέον στερείται λογικής: Η Ελλάδα με τις ενέργειές της προ(σ)καλεί την τουρκική εισβολή, δεν στέλνει ενισχύσεις για την απόκρουση της εισβολής για να μην προκληθεί ελληνοτουρκικός πόλεμος, μολονότι ελληνικές δυνάμεις προσβάλλονταν από τους Τούρκους. Η ίδια περίπου λογική επικράτησε και με την κυβέρνηση Εθνικής Ενότητας αν και είναι γεγονός ότι η στρατιωτική κατάσταση ήταν δυσμενέστερη για την Ελλάδα.

Στην ελληνική στρατηγική του 1974 έχουμε πλήρη αντιστροφή του σχήματος του Clausewitz, ότι δηλαδή η αξία του πολιτικού σκοπού καθορίζει το μέγεθος των μέσων που απαιτούνται· η ελληνική ηγεσία αποφάσισε να μην προβεί σε πόλεμο, ξεκινώντας από τα μέσα που διέθετε, τα οποία θεώρησε ανεπαρκή, ανεξάρτητα του πολιτικού σκοπού.

Τα Μέσα

Η Τουρκία, λόγω του μεγέθους της διέθετε από τον δέκατο ένατο αιώνα μέχρι σήμερα αριθμητικά υπέρτερες ένοπλες δυνάμεις. Ίσως το 1974 να ήταν ο ευνοϊκότερος για την Ελλάδα συσχετισμός, αν εξαιρέσουμε την περίοδο 1919-21. Τα επίσημα στοιχεία που έχουν δημοσιευθεί για τη σύγκριση των δυνάμεων το 1974, είναι εκείνα που παρουσίασαν οι αρχηγοί των κλάδων στη σύσκεψη που πραγματοποιήθηκε στις 12 Αυγούστου 1974 στο γραφείο του Προέδρου της Δημοκρατίας για την εκτίμηση της στρατιωτικής κατάστασης. Όσα παρουσίασαν οι αρχηγοί την ημέρα εκείνη συνιστούν το ναδίρ όχι μόνο της στρατηγικής αξιολόγησης, αλλά και του στρατιωτικού επαγγελματισμού και της υπευθυνότητας.

Οι αρχηγοί παρέθεσαν αριθμητικά στοιχεία για τα κύρια οπλικά συστήματα και στο τέλος, ανεξάρτητα αν αυτό προέκυπτε από τα στοιχεία καθαυτά, κατέληγαν ότι η συνολική αναλογία δυνάμεων ήταν 3 προς 1 υπέρ της Τουρκίας. Ίσως πίστευαν ότι η αναλογία 3 προς 1 είναι κατά κάποιο τρόπο ‘μαγική’, διότι αφενός θα την είχαν κάπου ακούσει και όσοι δεν ήταν ειδήμονες περί τα στρατιωτικά, αφετέρου δε τους επέτρεπε να προτείνουν να μη γίνει οποιαδήποτε ενέργεια.

Ως προς τις αεροπορικές δυνάμεις υπήρχε σχετική ισοδυναμία, με την Τουρκία να υπερτερεί ίσως σε απόλυτο αριθμό αεροσκαφών. Ο αρχηγός της αεροπορίας έδωσε τον αριθμό των 290 μαχητικών για την Ελλάδα, ενώ για την Τουρκία 520 μαχητικά, αριθμός που είναι εκτός πραγματικότητας. Η Τουρκία πράγματι υπερείχε μόνο σε μεταφορικά αεροσκάφη, ενώ η Ελλάδα διέθετε προβάδισμα σε κρίσιμους τομείς όπως η αεράμυνα, χάρη στο αντιαεροπορικό σύστημα Hawk, η επιβιωσιμότητα, χάρη στην ύπαρξη καταφυγίων αεροσκαφών (shelters) και, βεβαίως, τα μαχητικά-βομβαρδιστικά αεροσκάφη F-4E Phantom.

Τα 22 F-4E προσέδιδαν στην Ελλάδα ένα σημαντικό πλεονέκτημα το οποίο, όμως, η ελληνική ηγεσία δεν θέλησε να αξιοποιήσει. Ο δε αρχηγός της αεροπορίας θεώρησε τη χρονική διάρκεια των 5 έως 10 λεπτών των αεροσκαφών επάνω από τους στόχους ως πολύ μικρή, τη στιγμή που οι Αργεντινοί διεξήγαγαν πόλεμο στα Falklands επί 45 ημέρες με χρόνο υπεράνω στόχων μικρότερο των 10 λεπτών.

Ως προς τις ναυτικές δυνάμεις, η Ελλάδα μάλλον υπερείχε, με τα τέσσερα νέα υποβρύχια S-110 και τις τέσσερις νέες γαλλικές πυραυλακάτους τύπου Combattante, ενώ οι δύο χώρες διέθεταν ίσο αριθμό αντιτορπιλικών. Η Τουρκία υπερείχε σε αποβατικά πλοία, μολονότι η Ελλάδα διέθετε περισσότερα αρματαγωγά και οχηματαγωγά. Παρά ταύτα, ο αντιναύαρχος Αραπάκης κατέληγε ότι «η συνολική αναλογία διαμορφώνεται εις 3 προς 1 υπέρ της Τουρκίας κατά μέσον όρον». Ο αρχηγός του ναυτικού επιπλέον, ανέφερε πως τα ελληνικά υποβρύχια μπορεί να συναντούσαν τουρκικά υποβρύχια και επομένως δεν έπρεπε να αποσταλούν. Προφανώς εννοούσε πως τα οπλικά συστήματα τα χρησιμοποιούμε μόνο αν δεν υπάρχει αντίπαλος.

Οι Τρόποι

Οι τρόποι αναφέρονται στις μεθόδους με τις οποίες εφαρμόζεται η στρατιωτική ισχύς, πώς δηλαδή οι στρατιωτικές δυνάμεις διεξάγουν την εκστρατεία και τις επιχειρήσεις. Ένα σχέδιο εκστρατείας για την επίτευξη των σκοπών πολέμου στην Κύπρο, όφειλε να περιλάβει τέσσερεις γραμμές επιχειρήσεων: θαλάσσια απαγόρευση, αεροπορική υπεροχή, χερσαίες επιχειρήσεις και πληροφοριακές επιχειρήσεις. Εδώ θα αναφερθούν οι δύο πρώτες.

Τα ελληνικά υποβρύχια ήταν ιδανικά για την εκτέλεση μίας αποστολής θαλάσσιας απαγόρευσης στην περιοχή των βορείων ακτών της Κύπρου. Και για όσους διερωτώνται για το τι μπορούν να καταφέρουν δύο υποβρύχια, ένα παράδειγμα πάλι από τον πόλεμο των Falklands είναι ίσως διδακτικό. Στις 2 Μαΐου 1982, ένα βρετανικό υποβρύχιο τορπίλισε και βύθισε το καταδρομικό General Belgrano, προκαλώντας το θάνατο 323 Αργεντινών. Το περιστατικό αυτό οδήγησε την ηγεσία του ναυτικού να ανακαλέσει όλα τα πλοία του εντός των χωρικών υδάτων της Αργεντινής και ουσιαστικά το ναυτικό να μη συμμετάσχει στην περαιτέρω εξέλιξη του πολέμου.

Ο έλεγχος του αέρα είναι το θεμέλιο όλων των αεροπορικών επιχειρήσεων, καθώς εξασφαλίζει ελευθερία ενεργείας στον αέρα και την ελευθερία ελιγμού στο θαλάσσιο και το χερσαίο περιβάλλον. Υπάρχει διαβάθμιση ελέγχου του αέρα, όπως η αεροπορική κυριαρχία, η αεροπορική υπεροχή και η ευνοϊκή αεροπορική κατάσταση (favorable air situation), προσωρινές καταστάσεις οι οποίες περιλαμβάνουν συγκεκριμένη περιοχή. Η ελληνική αεροπορία, σχεδόν ισοδύναμη της τουρκικής τότε, ήταν σε θέση να εξασφαλίσει κατ’ ελάχιστον, ευνοϊκή αεροπορική κατάσταση πρωτίστως για το χρόνο προσβολής της αποβατικής δύναμης. Πάντως, χερσαίες και θαλάσσιες επιχειρήσεις μπορούν να διεξαχθούν χωρίς τον εκ των προτέρων έλεγχο του αέρα. Οι Βρετανοί νίκησαν στον πόλεμο των Falklands, χωρίς να έχουν εξασφαλίσει τον έλεγχο του αέρα καθόλη τη διάρκειά του.

Το Αρχηγείο Ενόπλων Δυνάμεων προέβλεπε ήδη από το 1968 την αποστολή αεροπορικών και ναυτικών ενισχύσεων στην Κύπρο. Εκείνο που απουσίαζε, όμως, ήταν ένα σχέδιο εκστρατείας που να ενοποιεί τις ενέργειες των κλάδων, καθώς οι ενισχύσεις προβλέπονταν ως ξεχωριστές μονάδες με εφάπαξ αποστολή. Η διακλαδικότητα ήταν μεν σε πολύ πρώιμο στάδιο, εν τούτοις απαιτούνταν οι ενισχύσεις να είναι ενταγμένες σε ένα σχέδιο για εκτέλεση επιχειρήσεων με συγκεκριμένους αντικειμενικούς σκοπούς.

Συμπέρασμα

«Δεν υπάρχουν άλυτα στρατιωτικά προβλήματα, εφόσον κάποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει το κόστος». Θα μπορούσαμε να προσθέσουμε στη ρήση του στρατηγού Erfurth, πως αν κάποιος είναι διατεθειμένος να πληρώσει υψηλό τίμημα, τότε το κόστος στην πραγματικότητα μειώνεται. Κάτι τέτοιο όμως δεν έκανε η Ελλάδα το 1974 και η μισή σχεδόν Κύπρος περιήλθε στην τουρκική κατοχή. Ο δισταγμός και η απροθυμία διαφαίνονται το 1964, το 1967 και το 1974, μολονότι σε διαφορετικό βαθμό, με ανόμοιες κάθε φορά συνθήκες και με κυβερνήσεις όλων των πολιτικών αποχρώσεων. Ιδιαίτερα το 1974, εκείνο που πρωτίστως έλλειψε ήταν η αποφασιστική θέληση για να υπερασπισθεί η Ελλάδα την Κύπρο. Ο πόλεμος είναι σύγκρουση δύο θελήσεων και η ελληνική πολιτική και στρατιωτική ηγεσία δεν είχε τη θέληση να πολεμήσει για την Κύπρο.

Σε αντιδιαστολή, η Βρετανία ανέλαβε την εκστρατεία για την απελευθέρωση των Falklands, στα οποία κατοικούσαν 1813 Βρετανοί και μερικές χιλιάδες πρόβατα, διακινδυνεύοντας το σύνολο του στόλου της σε απόσταση 13.000 χλμ έως τον Νότιο Ατλαντικό. Η Αργεντινή κατέλαβε τα Falklands και στη συνέχεια τα υπερασπίσθηκε, πολεμώντας επί ενάμιση μήνα χωρίς να έχει ούτε καν πρόβατα στα νησιά.

Η υπεράσπιση όμως της Κύπρου δεν είναι κάποια φιλανθρωπική πράξη με τη χριστιανική έννοια αλλά υποχρέωση της χώρας. Γεωγραφικό μειονέκτημα υπάρχει και με το Καστελλόριζο ή και με τη Ρόδο αλλά μέχρι σήμερα διακηρύσσουμε ότι θα τα υπερασπισθούμε. Όσον αφορά δε την ετοιμότητα του στρατού, ισχύει η κυνική ρήση του Donald Rumsfeld, «στον πόλεμο πηγαίνεις με τον στρατό που έχεις και όχι με τον στρατό που θα ήθελες σε έναν μελλοντικό χρόνο».

* Ο Παναγιώτης Γκαρτζονίκας είναι Αντιστράτηγος ε.α. και Διευθυντής στο Ηλεκτρονικό Περιοδικό «ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΝ»

Το παρόν είναι περίληψη μιας ευρύτερης ανάλυσης που έχει δημοσιευθεί στο Τεύχος 2 του περιοδικού ΣΤΡΑΤΗΓΕΙΝ. Για να διαβάσετε ολόκληρο την ανάλυση μεταβείτε στη διεύθυνση του περιοδικού: https://strategein.gr/. Θα πρέπει πρώτα να εγγραφείτε στην ιστοσελίδα, η εγγραφή γίνεται πολύ απλά και γρήγορα.