Ο Οκτώβριος πλησιάζει προς το τέλος του, εποχή που ξεκινούν να δουλεύουν τα λιοστάσια, ενώ σε ένα μήνα έρχεται η πλέον κρίσιμη καλλιεργητική χρονιά για την σπορά των νέων σιτηρών, αλλά και των λοιπών δημητριακών.
Χρονιά που κρίνεται ιδιαιτέρως δύσκολη σε σχέση με την περσινή καθώς το βαρέλι του πετρελαίου πλέον κυμαίνεται στα 93$ σε σχέση με την περσινή σαιζόν που κυμαινόταν στα 72$. Από την άλλη, το ευρώ παραμένει ακόμα ανίσχυρο και έτσι επιτείνεται η αύξηση του κόστους παραγωγής.
Προερχόμενοι από ένα ήδη δύσκολο καλοκαίρι, σε σημεία που δεν υπήρχε νερό και η υδροδότηση γινόταν μέσω ρεύματος η τιμή της αγροτικής κιλοβατώρας, μετά από τις κρατικές επιδοτήσεις έφτασε να είναι διπλάσια σε σχέση με την περσινή καλοκαιρινή περίοδο, καθώς εκτοξεύτηκε από τα 0,07€ στα 0,145€
Ξεκινώντας από την κατεργασία του χωραφιού παρατηρούμε εκτίναξη του κόστους των καυσίμων, το οποίο ακόμα φτάνει και το 40% αν λάβουμε υπόψιν ότι το diesel κίνησης πλέον πωλείται προς 2,1€/lt.
Προχωρώντας στην φάση της λίπανσης παρατηρείται πλέον το φαινόμενο της υπολίπανσης των χωραφιών ή της παράλειψης των αναλύσεων στα χωράφια, κάτι που ήταν χρήσιμο για να καταλάβει ο παραγωγός πόση οργανική ουσία χρειαζόταν να συμπληρώσει.
Τα βασικά λιπάσματα τα οποία είχαν γλιτώσει την αύξηση πέρυσι τέτοια εποχή, τα βρίσκουμε ακόμα και σε διπλάσια τιμή φέτος, ενώ ελπίζουμε να βρούμε φθηνότερα τα επιφανειακά λιπάσματα την άνοιξη για να μπορέσει να ισορροπηθεί το κόστος του τελικού προϊόντος.
Επίσης, ως λύση στον περιορισμό των λιπασμάτων και κυρίως των αζωτούχων έρχονται να δώσουν τα ψυχανθή φυτά, όπως τα τριφύλλια, τα οποία προορίζονται αποκλειστικά για την κτηνοτροφία, αφήνοντας μεγάλο κενό στα σιτηρά που είναι απαραίτητα για την διατροφή μας.
Όλα αυτά τα φαινόμενα συντείνουν στο γεγονός του να συντηρούνται οι τιμές σε υψηλά επίπεδα, αν και τα αλωνίσματα έγιναν πρόσφατα. Τιμές που όπως δείχνει η αγορά, ίσως ξεπεράσουν και τις τιμές που συναντήσαμε πέρυσι προς το τέλος της σαιζόν.
Από την άλλη οι αγορές του Καναδά και των ΗΠΑ, δείχνουν μετά την εποχή της πανδημίας να έρχονται σε φυσιολογικά επίπεδα παραγωγής και να καλύπτουν το κενό μεταξύ προσφοράς και ζήτησης, πράγμα ενθαρρυντικό για την συγκράτηση των περαιτέρω αυξήσεων.
Συνεχίζοντας το ταξίδι του προϊόντος προς τα μεγάλα αστικά κέντρα, το κόστος μεταφοράς, ειδικά για τις μικρότερες επιχειρήσεις φτάνει να έχει αυξηθεί ακόμα και 40%, πράγμα που καθιστά ακόμα πιο επιτακτικές τις αυξήσεις των αγροτικών προϊόντων. Δεν μπορούμε να παραβλέψουμε το γεγονός πως οι μικρότερες επιχειρήσεις απολαμβάνουν το προνόμιο των χαμηλών λειτουργικών εξόδων, πράγμα που τους δίνει μεγάλο και σημαντικό πλεονέκτημα, εναντίον των μεγαλύτερων αλυσίδων.
Τα μεγαλύτερα προβλήματα στην αγορά, όμως, τείνουν να δημιουργούνται από αυτούς που κάνουν υπέρμετρες αυξήσεις σε σχέση με τα τιμολόγια που παραλαμβάνουν, ενώ είναι και η ομάδα των επιχειρηματιών που αν και έχουν λάβει τιμολόγια με αυξήσεις σε όλα τους τα προϊόντα, οι αυξήσεις στις οποίες αυτοί προχωρούν, δεν είναι ικανές να καλύψουν τη βιωσιμότητα της επιχείρησης τους.
Πάντως, αν και ο πληθωρισμός φαίνεται να αυξάνεται, η κατανάλωση σε αγροτικά προϊόντα δείχνει να παραμένει σε υψηλά επίπεδα, αφού στα μέγιστα βοήθησε και η τουριστική περίοδος που ήταν από τις καλύτερες των τελευταίων ετών.
Το θετικό συμπέρασμα που μπορούμε να αντλήσουμε από όλη αυτή την ασταθή κατάσταση που η γενιά μας ζει για πρώτη φορά στον οικονομικά ενεργό της βίο, είναι ότι ο πληθωρισμός είναι ευκαιρία για να ασχοληθούμε με τομείς που μας ταιριάζουν περισσότερο, ενώ αποδεικνύεται πάντα πως ένα οικονομικό πλάνο είναι πάντα απαραίτητο.
Η εποχή δεν ενδείκνυται για συνεχή αλλαγή προμηθευτών, προς αναζήτηση της καλύτερης τιμής, καθώς αυτές αλλάζουν γρήγορα και απροσδόκητα, αλλά προς μία αμοιβαία συνεργασία παραγωγών και μεταπωλητών με σκοπό να φτάνει η καλύτερη δυνατή τιμή στο ράφι για τον καταναλωτή.
(*) Ο Χρήστος Αθανασόπουλος είναι επιχειρηματίας, ιδιοκτήτης του Αγροκτήματος Αθανασόπουλου στη Ναύπακτο https://www.aleyri.gr/