Ο πρώην διοικητής της ομοσπονδιακής τράπεζας της Νέας Υόρκης επισημαίνει, σε άρθρο του, πως τα επιτόκια μπορεί να ανέβουν αρκετά πάνω από όσο υποθέτουμε αυτή τη στιγμή. Ο γερόλυκος επενδυτής Γουόρεν Μπάφετ, εξακολουθεί να είναι εντελώς απρόθυμος να αγοράσει ομόλογα. Συνδυάζοντας το άρθρο του Ντάντλεϊ με τον ισολογισμό της εταιρείας του Μπάφετ ίσως να πρέπει να φοβόμαστε τα ομόλογα λίγο περισσότερο από ό,τι μέχρι τώρα.
Ο Μπιλ Ντάντλεϊ είναι πολύπειρο στέλεχος της χρηματιστηριακής και τραπεζικής αγοράς. Στην επενδυτική τράπεζα Goldman Sachs ήταν υψηλόβαθμο στέλεχος, διετέλεσε και επικεφαλής οικονομολόγος της. Στη συνέχεια μεταπήδησε στην κεντρική ομοσπονδιακή τράπεζα, τη Federal Reserve (ή απλώς Fed).
Από το 2009 μέχρι το 2018 ήταν ο επικεφαλής του παραρτήματος της Fed στη Νέα Υόρκη, και από τη θέση του επέβλεπε ουσιαστικά όλη την Wall Street και τη δραστηριότητα των χρηματιστηριακών εταιρειών και των επενδυτικών τραπεζών. Ήταν επίσης αντιπρόεδρος της επιτροπής ανοικτών αγορών της Fed (FOMC), δηλαδή της επιτροπής η οποία αποφασίζει τη νομισματική πολιτική της ομοσπονδιακής τράπεζας.
Μετά την αποχώρησή του από την Fed, αρθρογραφεί τακτικά στο Bloomberg, έχοντας τη δική του στήλη, ενώ είναι και σύμβουλος του πρακτορείου σε οικονομικά ζητήματα. Την τελευταία μέρα του Φεβρουαρίου, στη στήλη του στο Bloomberg, δημοσίευσε ένα άρθρο που ο τίτλος του υπονοούσε (ή μάλλον το έλεγε ξεκάθαρα) πως οι αγορές δεν έχουν ακόμα αντιληφθεί πόσο ψηλά θα χρειαστεί να ανεβάσει τα επιτόκια η Fed.
Ο Ντάντλεϊ διαπιστώνει ότι οι αγορές περιμένουν πως τα επιτόκια θα ανεβούν μέχρι το 2% περίπου, κάποια στιγμή προς το τέλος του 2023, και από κει και μετά θα αρχίσουν πάλι να κατεβαίνουν, αφού θα έχουν ήδη επιβραδύνει την οικονομική δραστηριότητα στις ΗΠΑ. Εκτιμά πως οι αγορές κάνουν λάθος, και στην πραγματικότητα τα επιτόκια θα ανεβούν αρκετά περισσότερο.
Κατά την άποψή του, το λάθος τους είναι πως πιστεύουν πως η αύξηση των επιτοκίων θα αρχίσει να δημιουργεί προβλήματα στην οικονομία λόγω της μεγάλης αύξησης του καθαρού δανεισμού στη χώρα, αφού το επίπεδο δανεισμού σε σχέση με το ακαθάριστο εθνικό προϊόν βρίσκεται σε πάρα πολύ υψηλά επίπεδα.
Ο Ντάντλεϊ διαφωνεί με αυτή την εκτίμηση, για διάφορους λόγους. Πρώτα διότι το μεγαλύτερο μέρος της πρόσφατης αύξησης του δανεισμού οφείλεται στον μεγάλο δανεισμό του δημοσίου λόγω των συνεπειών της πανδημίας, σε αντίθεση με τα νοικοκυριά, τις επιχειρήσεις εκτός του χρηματοοικονομικού τομέα και τους οργανισμούς τοπικής αυτοδιοίκησης, που δεν αύξησαν τα δικά τους επίπεδα δανεισμού.
Ο δεύτερος λόγος είναι πως η οικονομική κατάσταση των περισσότερων εταιρειών και των νοικοκυριών, είναι αρκετά καλή και το επίπεδο δανεισμού σε σχέση με το ενεργητικό είναι σε πολύ καλύτερο επίπεδο από ό,τι πριν μερικά χρόνια. Ο τρίτος, πως το μεγαλύτερο μέρος του δανεισμού των νοικοκυριών είναι με τη μορφή μακροπρόθεσμων στεγαστικών δανείων σταθερού επιτοκίου, σε αντίθεση με ό,τι συμβαίνει σε πολλές ευρωπαϊκές χώρες.
Ο τέταρτος, και τελευταίος, λόγος είναι το γεγονός πως ο υψηλός πληθωρισμός μειώνει πάντα τα δανειακά βάρη, εφόσον τα εισοδήματα αρχίζουν και αυξάνονται για τους εργαζομένους, όπως ήδη έχει αρχίσει να γίνεται.
Με αυτή την επιχειρηματολογία, ο Ντάντλεϊ συμπεραίνει πως η αύξηση των επιτοκίων μέχρι το ύψος του 2% (ή λίγο παραπάνω), δεν πρόκειται να δημιουργήσει σημαντικά προβλήματα στην οικονομική ανάπτυξη των ΗΠΑ, και θα δώσει τη δυνατότητα στην ομοσπονδιακή τράπεζα να ανεβάσει τα επιτόκια αρκετά παραπάνω, έτσι ώστε να μπορέσει να χτυπήσει αποφασιστικά τον πληθωρισμό.
Υποθέτει πως τα επιτόκια θα φθάσουν τουλάχιστον στο 3% και ίσως μέχρι το 5%, θυμίζοντας το τι έχει γίνει στις περισσότερες περιπτώσεις που η κεντρική τράπεζα χρειάστηκε να ανεβάσει τα επιτόκια από το 1985 μέχρι σήμερα.
Τελειώνει μάλιστα το άρθρο του, θυμίζοντάς μας και κάτι άλλο, που είχε γίνει λίγο πριν το 1985, με σκοπό να μας δώσει μία εικόνα του τι θα πρέπει να γίνει αν οι αρχικές αυξήσεις των επιτοκίων δεν καταφέρουν να κάμψουν γρήγορα τον πληθωρισμό: τις αυξήσεις των επιτοκίων κατά τουλάχιστον 10%, που απαιτήθηκαν για την τιθάσευση του πληθωρισμού στις αρχές της δεκαετίας του 1980.
Ο Ντάντλεϊ δεν αναφέρει στο άρθρο του κάτι για τις πιθανές συνέπειες των αυξήσεων των επιτοκίων που προβλέπει. Λογικά δεν θα είναι και πολύ θετικές για τις αγορές μετοχών, αλλά σίγουρα θα είναι πολύ αρνητικές για τις αγορές ομολόγων, αφού τα τελευταία χρόνια τα περισσότερα κρατικά και εταιρικά ομόλογα έχουν εκδοθεί με πάρα πολύ χαμηλά επιτόκια. Αυτό μας φέρνει στο νου τον Γουόρεν Μπάφετ, τον γνωστό επενδυτή που στην Αμερική αποκαλείται ο «σοφός της Όμαχα».
Ο πολύπειρος επενδυτής, ο οποίος αγόρασε πρώτη φορά μετοχές το 1942, είναι γνωστό πως προτιμά τις μακροπρόθεσμες επενδύσεις σε μετοχές από αυτές σε ομόλογα. Αυτό δεν σημαίνει πως η τεράστια εταιρεία του, η Berkshire Hathaway, δεν αγοράζει ποτέ ομόλογα, δεδομένου πως το χαρτοφυλάκιό της έχει αξία πολλών εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων.
Όμως, το ποσοστό συμμετοχής των ομολόγων στο χαρτοφυλάκιό της μειώνεται κάθε χρόνο, ακριβώς διότι ο Μπάφετ και οι συνεργάτες του δεν βρίσκουν, εδώ και καιρό, ελκυστικά τα επιτόκια. Είναι χαρακτηριστικό πως η χρηματική αξία του χαρτοφυλακίου ομολόγων της εταιρείας ήταν, στο τέλος του 2021, στο 50% της αξίας που είχε το 2010, ενώ η αξία του μετοχικού χαρτοφυλακίου ήταν εξαπλάσια από αυτήν του 2010 και η αξία των μετρητών ήταν τετραπλάσια αυτής του 2010.
Όπως συμβαίνει πολλές φορές, μπορεί να περάσουν πολλά χρόνια μέχρι μία επενδυτική στρατηγική να αποδειχθεί σωστή. Αυτό μπορεί να συμβεί τώρα με την Berkshire Hathaway, η οποία, αν οι απόψεις του Μπιλ Ντάντλεϊ αποδειχθούν σωστές, θα έχει την ευκαιρία να αρχίσει να αγοράζει ομόλογα καθώς τα επιτόκια θα ανεβαίνουν, πετυχαίνοντας, για μία ακόμα φορά, καλές αποδόσεις για τους μετόχους της.
Βέβαια, αν ο Ντάντλεϊ έχει δίκιο, δεν είναι καθόλου βέβαιο πως το μετοχικό χαρτοφυλάκιο της Berkshire, και όχι μόνο της Berkshire, θα έχει καλές αποδόσεις όσο τα επιτόκια ανεβαίνουν.