Μην στοιχηματίζετε ότι τελειώνουν οι αυξήσεις επιτοκίων
Shutterstock
Shutterstock

Μην στοιχηματίζετε ότι τελειώνουν οι αυξήσεις επιτοκίων

Η εβδομάδα που ξεκινάει θα κινηθεί όχι μόνο στον ρυθμό των εταιρικών αποτελεσμάτων β’ τριμήνου, αλλά και στον ρυθμό των συνοδευτικών κειμένων που θα δώσουν στη δημοσιότητα οι Κεντρικές Τράπεζες μετά τις αποφάσεις νομισματικής πολιτικής.

Ο λόγος που εστιάζουμε στα συνοδευτικά κείμενα είναι γιατί οι αποφάσεις για τα επιτόκια φαίνονται σχεδόν «κλειδωμένες», τουλάχιστον για την ΕΚΤ, ενώ το μεγάλο ερώτημα είναι εάν οι Κεντρικοί Τραπεζίτες θα αφήσουν παράθυρο ανοικτό για επιπλέον αυξήσεις στις επόμενες συνεδριάσεις. 

Η στήλη πιστεύει ότι υπάρχουν πάρα πολλοί λόγοι που θα οδηγήσουν τους υπεύθυνους χάραξης πολιτικής να διατηρήσουν τις επιλογές τους ανοιχτές, μέσα στο πλαίσιο της αναγκαιότητας να δουν την πορεία του πληθωρισμού τους αμέσως επόμενους μήνες, καθώς αυτή θα καθορίσει τις επόμενες κινήσεις τόσο της ΕΚΤ όσο και της Fed.

Ειδικά όσον αφορά την πρώτη, πιστεύουμε ότι θα μας προετοιμάσει για τη σοβαρή πιθανότητα άλλης μιας αύξησης επιτοκίων τον Σεπτέμβριο, χωρίς να προχωρήσει σε συγκεκριμένες προβλέψεις όσον αφορά το πότε θα μπει ένα τέλος. 

Άλλωστε και η διάμεσος των αναλυτών σύμφωνα με έρευνα του Bloomberg, αναμένει δύο ακόμη αυξήσεις από την ΕΚΤ, τον Ιούλιο και τον Σεπτέμβριο, που θα μας οδηγήσουν σε επιτόκιο αναφοράς 4%. 

Βλέπετε, παρά το γεγονός ότι κατά το τελευταίο χρονικό διάστημα φαίνεται να αποτυπώνεται μια μείωση του πληθωρισμού, ειδικά στην Ευρώπη ο πυρήνας του πληθωρισμού παραμένει σε εξαιρετικά υψηλότερα επίπεδα από το ανώτατο όριο που έχει τεθεί ως στόχος της Κεντρικής Τράπεζας.

Επιπλέον, υπάρχουν σοβαροί προβληματισμοί όσον αφορά τη συνέχεια της προόδου στην αποκλιμάκωση των τιμών και οι προβληματισμοί αυτοί εδράζονται ακριβώς στο γεγονός ότι η όποια πρόοδος προήλθε κυρίως από τις τιμές της ενέργειας. 

Αν εξαιρέσουμε λοιπόν τις τιμές επεξεργασμένων τροφίμων και ενέργειας, η εικόνα παραμένει σκληρή και για αυτόν ακριβώς το λόγο τα μέλη του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ έχουν χωριστεί σε δύο στρατόπεδα: Σε εκείνο που πιστεύει ότι έχουν γίνει ήδη αρκετές ενέργειες για τη χαλιναγώγηση των τιμών και αυτό θα αποδεικνύεται κάθε μήνα με νέα αποκλιμάκωση των πληθωριστικών πιέσεων και σε εκείνο που φοβάται ότι η οπισθοχώρηση του πληθωρισμού είναι συγκυριακή και πρέπει να επιμείνουν στην σύσφιξη.

Αυτή η «διάσπαση» του διοικητικού συμβουλίου της ΕΚΤ είναι εμφανής στις ανακοινώσεις του Ιουνίου, όταν η ΕΚΤ αύξησε τις προβλέψεις της για τον πληθωρισμό έως το 2025 και δήλωσε ότι οι προοπτικές παραμένουν «εξαιρετικά αβέβαιες». 

Δεν παύει όμως να ισχύει το γεγονός ότι η Eurostat επιβεβαίωσε ότι ο δείκτης τιμών αποκλιμακώθηκε στο 5,5% τον Ιούνιο έναντι 6,1% τον Μάιο και 7% τον Απρίλιο. Πρόκειται για τη χαμηλότερη επίδοση πριν το ξέσπασμα του πολέμου στην Ουκρανία!

Αν η πορεία του πληθωρισμού είναι πτωτική και για το επόμενο δίμηνο, τότε και μόνο τότε η ΕΚΤ θα επανεξετάσει τη στάση της. Υπό προϋποθέσεις λοιπόν....είμαστε στην ουρά του γαϊδάρου. 

Το στοίχημα του Μαρτίου του 2024

Στην άλλη πλευρά του Ατλαντικού, τα πράγματα είναι λίγο καλύτερα, με τον πληθωρισμό των ΗΠΑ να διαμορφώνεται τον Ιούνιο στο 3%. Όμως και εδώ ο πυρήνας του πληθωρισμού είναι πολύ πάνω του στόχου της Fed. 

Αναμένεται λοιπόν οι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής της Fed, μετά την προσωρινή παύση του Ιουνίου, να προχωρήσουν στην 11η αύξηση επιτοκίων την Τετάρτη, στο υψηλότερο σημείο των τελευταίων 22 ετών, ενώ παρά την αισιοδοξία των αναλυτών, δεν αποκλείεται ο Πάουελ να αφήσει ανοικτό ενδεχόμενο για μια ακόμη αύξηση μέσα στο έτος, σε περίπτωση που η πορεία του πληθωρισμού πάρει και πάλι την ανιούσα. 

Στην ερώτηση λοιπόν αν φτάσαμε στο τέλος του τρέχοντος κύκλου σύσφιξης, η απάντηση είναι ότι μόνο η πορεία των τιμών τους επόμενους μήνες θα το κρίνει.

Η πορεία των τιμών θα κρίνει επίσης και για πόσο χρονικό διάστημα τα επιτόκια θα παραμείνουν σε υψηλά επίπεδα. Αν και αρκετοί αναλυτές υποδεικνύουν τον Μάρτιο του 2024 ως την πιθανή περίοδο έναρξης της μείωσης των επιτοκίων, στην πραγματικότητα ουδείς μπορεί να γνωρίζει, για αυτό και οι προβλέψεις για το κόστος δανεισμού στο τέλος του 2024 κυμαίνονται από 2% έως 4%.

Αυτή η απόκλιση υπογραμμίζει ακριβώς το γεγονός ότι μέχρι στιγμής δεν υπάρχει ορατότητα για την πορεία του πληθωρισμού, καθώς πολλές από τις συνισταμένες που βοήθησαν στην αποκλιμάκωση του, μπορεί εύκολα να παύσουν να υφίστανται. 

Για παράδειγμα, οι εξελίξεις όσον αφορά την απόσυρση της Ρωσίας από τη συμφωνία για τα σιτηρά, είναι ένας σημαντικός παράγοντας που θα κρίνει πολλά. 

Υπενθυμίζουμε ότι η κατάσταση είναι εξαιρετικά τεταμένη με το Υπουργείο Άμυνας της Μόσχας να έχει δηλώσει ότι από τις 20 Ιουλίου και μετά, όλα τα πλοία που διαπλέουν τη Μαύρη Θάλασσα προς τα ουκρανικά λιμάνια θα θεωρούνται ως δυνητικοί μεταφορείς στρατιωτικού φορτίου. 

Δεν αποκλείεται λοιπόν πολλές ναυτιλιακές εταιρείες, αλλά και ασφαλιστές πλοίων, να μην θέλουν πλέον να αναλάβουν το ρίσκο και έτσι να καταστεί αδύνατο για την Ουκρανία να συνεχίσει να εξάγει σιτηρά». Είναι κατανοητό ότι και μόνο αυτή η συνισταμένη, μπορεί να αλλάξει πολλά. 

Η όποια πρόοδος στις πληθωριστικές πιέσεις μπορεί επίσης να αναιρεθεί αν οι τιμές της ενέργειας ξεφύγουν και πάλι προς τα πάνω. 

Δείτε τις δηλώσεις στο περιθώριο της συνεδρίασης των υπουργών ενέργειας από την ομάδα των 20 κορυφαίων βιομηχανικών οικονομιών -G20- στην Γκόα της Ινδίας, το Σάββατο, κατά την οποία υπόψιν ότι υπήρξε πλήρης αποτυχία να καταλήξουμε σε μια συμφωνία για τον περιορισμό των ορυκτών καυσίμων.

Σύμφωνα με τον Γενικό Γραμματέα του Διεθνούς Φόρουμ Ενέργειας, Joseph McMonigle, οι τιμές του πετρελαίου αναμένεται να αυξηθούν το δεύτερο εξάμηνο του έτους, καθώς η προσφορά δυσκολεύεται να καλύψει τη ζήτηση. 

«Η ζήτηση πετρελαίου ανέκαμψε γρήγορα στα προ Covid επίπεδα, αλλά η προσφορά πιο δύσκολα καλύπτεται. Έτσι, για το δεύτερο εξάμηνο του τρέχοντος έτους, θα έχουμε σοβαρά προβλήματα με τη διατήρηση της προσφοράς και ως εκ τούτου, θα δείτε τις τιμές να ανταποκρίνονται σε αυτό», δήλωσε ο γενικός γραμματέας του International Energy Forum, προσθέτοντας ότι ο μόνος παράγοντας που μετριάζει τις τιμές αυτή τη στιγμή είναι ο φόβος μιας επικείμενης ύφεσης. 

Η ώθηση στις τιμές του πετρελαίου αναμένεται από την αύξηση της ζήτησης από την Κίνα, τον μεγαλύτερο εισαγωγέα αργού πετρελαίου στον κόσμο και την Ινδία. Αμφότερες, θα οδηγήσουν σε αύξηση της ζήτησης κατά 2 εκατ. βαρέλια ημερησίως.

Ερωτηθείς ο Joseph McMonigle εάν οι τιμές του πετρελαίου θα μπορούσαν να εκτιναχθούν ξανά στα 100 δολάρια το βαρέλι, σημείωσε ότι θα δούμε πολύ πιο απότομες μειώσεις στα αποθέματα, κάτι που θα είναι ένα μήνυμα προς την αγορά ότι η ζήτηση σίγουρα αυξάνεται. Δεν αποκλείεται λοιπόν να δούμε σοβαρή άνοδο των τιμών.

Συμπερασματικά, η πορεία των τιμών στα σιτηρά και στο πετρέλαιο θέτουν σε ομηρία την όποια πρόοδο στις πληθωριστικές πιέσεις. Επιπλέον, ας μην ξεχνάμε ότι η κλιματική αλλαγή δημιουργεί θεμελιώδεις αλλαγές στη διαμόρφωση των τιμών, κάτι που εφεξής πρέπει να συνυπολογίζουν οι Κεντρικές Τράπεζες αλλά και οι διαχειριστές και οι επενδυτές. (σ.σ: Περισσότερα μπορείτε να διαβάσετε εδώ).

Αποποίηση Ευθύνης

Το υλικό αυτό παρέχεται για πληροφοριακούς και μόνο σκοπούς. Σε καμιά περίπτωση δεν πρέπει να εκληφθεί ως προσφορά, συμβουλή ή προτροπή για την αγορά ή πώληση των αναφερόμενων προϊόντων. Παρόλο που οι πληροφορίες που περιέχονται βασίζονται σε πηγές που θεωρούνται αξιόπιστες, ουδεμία διασφάλιση δίνεται ότι είναι πλήρεις ή ακριβείς και δεν θα πρέπει να εκλαμβάνονται ως τέτοιες.