Σε ένα μη φιλικό κλίμα στην αγορά, δεν είναι παράλογη υπόθεση η σχετική καταστολή της δραστηριότητας σε συγχωνεύσεις και εξαγορές. Η διεθνής πολιτική και οικονομική αστάθεια σίγουρα δε βοηθούν το συγκεκριμένο είδος συναλλαγών, που παρουσιάζουν υψηλή πολυπλοκότητα, ρίσκο και έκθεση σε πολιτικούς και οικονομικούς παράγοντες.
Ας ανατρέξουμε στο τελευταίο επίσημο κύμα M&A που ξεκίνησε το 2003 για να λήξει άδοξα το 2008, περίοδος που καθορίστηκε από μεγάλο όγκο διεθνών εγχειρημάτων και όχι λίγων mega-deals, δηλαδή συναλλαγών πολύ μεγάλης κλίμακας. Με όσα επέφερε η κρίση του 2008 ήρθε και ο λήθαργος του τομέα συγχωνεύσεων και εξαγορών. Οι συγχωνεύσεις και εξαγορές εξαρτώνται από μία μακρά σειρά κριτηρίων για εταιρείες και επενδυτές. Η λίστα περιλαμβάνει
(1) χαμηλά επιτόκια,
(2) ρευστότητα,
(3) αυξημένο ανταγωνισμό που ωθεί στην ανάγκη εξωτερικής ανάπτυξης έναντι οργανικής ή σε εξαγορές που στόχο έχουν να «σκοτώσουν» προϊόντα ανταγωνιστών (killer acquisitions),
(4) την αναζήτηση συνεργείων και ανταγωνιστικού πλεονεκτήματος,
(5) τις υψηλές δαπάνες συμμόρφωσης ή R&D (δραστηριότητα που ανασχημάτισε πολλούς κλάδους με ιδιαίτερο παράδειγμα τη φαρμακοβιομηχανία),
(6) απελευθέρωση κλάδων,
(7) φορολογικές ελαφρύνσεις, ιδιαίτερα σε διεθνείς συναλλαγές.
Το πρόβλημα δεν ήταν η έλλειψη δυνατών στόχων προς εξαγορά, όπως δεν ήταν η έλλειψη πόρων, για την ακρίβεια βιώσαμε για μεγάλο διάστημα τους λεγόμενους cash hoarders στις εταιρείες που είχαν πλεόνασμα μετρητών καθισμένο σε έναν τραπεζικό λογαριασμό αντί να επενδυθεί. Το ουσιαστικό πρόβλημα δεν ήταν άλλο από την έλλειψη εμπιστοσύνης στην αγορά.
Η «ξηρασία», ωστόσο, που ακολούθησε το 2008 διακόπηκε το 2013, με συγχωνεύσεις και εξαγορές να ακολουθούν τόσο σταθερά θετική πορεία ώστε να ωθήσει ακαδημαϊκούς και αναλυτές να κάνουν λόγο για 7ο κύμα M&A μέχρι και το τέλος του 2019 πριν την πανδημική κρίση. Η τελευταία μπορεί να λειτούργησε κατασταλτικά, λόγω της αβεβαιότητας και της πρωτοφανούς της φύσης, αλλά επέφερε έναν περιορισμένο αντίκτυπο, που ξεκίνησε με προσαρμογές τιμής μεταξύ signing και closing, συμβολαιακές μεταρρυθμίσεις και μια αγορά που κράτησε για λίγο την ανάσα της.
Για του λόγου το αληθές, το 2021 η αγορά έκανε τέτοιας κλίμακας αναστροφή του κλίματος, που αποδείχθηκε χρονιά ρεκόρ. Έκανα λόγο σε προηγούμενο άρθρο για την αντίστοιχη πορεία των IPOs και SPACs το 2021, που διαψεύστηκε το 2022 με τη διεθνή γεωπολιτική αστάθεια και την έκρηξη πληθωρισμού και επιτοκίων. Η δραστηριότητα M&A δεν ακολουθεί το ίδιο μοτίβο και ένας από τους λόγους είναι η αποστροφή των επενδυτών προς IPOs - SPACs.
Συγχωνεύσεις και εξαγορές μέχρι τέλη Ιουνίου παρουσιάζουν 27% και 18% πτώση σε αξία και όγκο αντίστοιχα συγκριτικά με το πρώτο εξάμηνο του 2021. Ωστόσο, η επιβράδυνση δε σημαίνει ότι η αγορά έχασε την όρεξή της, δεδομένου ότι ένα μεγάλο κομμάτι των συναλλαγών το πρώτο εξάμηνο 2021 οφειλόταν στη φρενήρη κίνηση των SPACs.
Το 2022 δε βρίσκει τοπίο έλλειψης ρευστότητας, ο δε πληθωρισμός ωθεί στην επένδυση και όχι στη στασιμότητα του διαθέσιμου κεφαλαίου, με θεσμικούς επενδυτές και εταιρείες να παρουσιάζουν σοβαρά διαθέσιμα αποθέματα. Αδιαμφισβήτητη αρνητική χροιά έχουν αποδώσει τα αυξανόμενα επιτόκια, αλλά ακόμη και αυτή η πτυχή δεν καταπραΰνει την ανάγκη να ικανοποιηθούν στόχοι ανάπτυξης, άπιαστοι μέχρι στιγμής, τεχνολογική επιτάχυνση και ένα κοινό με περιορισμένη αγοραστική δύναμη που θα εντείνει τον ανταγωνισμό, μέσω του ταχέως επιχειρησιακού μετασχηματισμού που φωτογραφίζει τις συναλλαγές M&A σχεδόν ως πανάκεια.
Προσοχή σε αυτό το σημείο, το ότι ο τομέας M&A δεν αποθαρρύνθηκε δε σημαίνει ότι δεν άλλαξε σε κάποιες διαστάσεις και ότι δεν υπάρχουν ενδιαφέρουσες εξελίξεις προς παρακολούθηση. Το όλο αρνητικό κλίμα καλεί αναπόφευκτα σε διαχείριση ρίσκου, παράγοντας που μείωσε δραστικά τον βαθμό διεθνοποίησης του κλάδου.
Συγκεκριμένα, το 2022 η μεγάλη πλειοψηφία συναλλαγών πραγματοποιήθηκε μεταξύ «φιλικών» χωρών με μικρή πολιτισμική και πολιτική απόσταση. Ταυτόχρονα, είναι μία χρονιά που επαναφέρει την προσοχή σε συγκεκριμένους κλάδους, επεκτείνοντας την τάση που ξεκίνησε με την πανδημία: tech, ενεργεία και βαριά βιομηχανία με υψηλές κεφαλαιακές δαπάνες είναι στο κέντρο.
Τέλος, επανήλθαν σε δυναμικό ρόλο κλειδί οι επενδυτές Private Equity, δεδομένο που εντείνει την ερμηνεία μας ως προς την προσοχή στην παραγωγή μακροπρόθεσμης αξίας από τις επενδύσεις και τον στρατηγικό χαρακτήρα των συναλλαγών. Τέλος, το επικρατέστερο κομμάτι πραγματοποιημένων συναλλαγών για το 2022 προήλθε από μεγάλα deals (> $1 δις) και πληρώθηκε μέσω ανταλλαγής μετοχών και όχι μετρητών (όπως συνέβη μέσα στην αβεβαιότητα του 2020 και 2021), ένας σημαντικός δείκτης αισιοδοξίας και αυτοπεποίθησης ως προς την πορεία των συναλλαγών που βρήκαν στήριξη. Η δραστηριότητα συνεχίζει δυνατή, πλην περαιτέρω απροόπτων, με συναλλαγές που στόχο θα έχουν την αξία και λιγότερο το εταιρικό “εγώ” ή τη μόδα.
*H Αναστασία Γιακουμέλου είναι Καθηγήτρια Χρηματοοικονομικών στο University of Venice Ca' Foscari και Καθηγήτρια στον τομέα Συγχωνεύσεων και Εξαγορών στο Bocconi University, Milan.