Η χθεσινή ανακοίνωση των στοιχείων για την μεταβολή του δείκτη τιμών καταναλωτή στις ΗΠΑ για τον Σεπτέμβριο δεν άφησε καμία αμφιβολία: όλες οι μετρήσεις ήταν μεγαλύτερες από τις εκτιμήσεις των αναλυτών και της αγοράς. Ο πληθωρισμός όχι μόνο δεν κάμπτεται αλλά δυναμώνει κιόλας.
Ο ετήσιος πληθωρισμός, δηλαδή η διαφορά από τις τιμές πριν 12 μήνες ήταν στο 8,2%, λίγο χαμηλότερα από το 8,3% του Αυγούστου αλλά πάνω από τον μέσο όρο των προβλέψεων των αναλυτών που ήταν στο 8,1%. Η διαφορά από τον προηγούμενο μήνα ήταν στο 0,4%, ενώ οι αναλυτές περίμεναν να είναι 0,2%. Στο μέτωπο του δομικού πληθωρισμού, για τον υπολογισμό του οποίου δεν λαμβάνονται υπόψη οι μεταβολές των τιμών των καυσίμων και των τροφίμων, η κατάσταση ήταν ακόμα πιο κακή.
Ο ετήσιος δομικός πληθωρισμός έφθασε στο 6,6%, από 6,3% τον Αύγουστο και η διαφορά του από τον προηγούμενο μήνα ήταν 0,6%, με τους αναλυτές να περιμένουν 0,4%. Το 6,6% ήταν η υψηλότερη μέτρηση του δομικού πληθωρισμού από το 1982. Από την άλλη, το 8,2% του «βασικού» πληθωρισμού είναι κάπως πιο κάτω από το 9% του Ιουνίου που ήταν η υψηλότερη μέτρηση των τελευταίων σαράντα ετών.
Αν ψάξουμε λίγο τις λεπτομέρειες των ανακοινώσεων των αρμόδιων ομοσπονδιακών αρχών των ΗΠΑ θα δούμε πως τα πράγματα είναι ακόμα πιο άσχημα. Πρώτα απ’ όλα, η μεταβολή από τον προηγούμενο μήνα και για τον βασικό πληθωρισμό ήταν διπλάσια του αναμενομένου, 0,4% αντί για 0,2%, και πολύ μεγαλύτερη από την αντίστοιχη του Αυγούστου σε σχέση με τον Ιούλιο όταν είχε μετρηθεί στο 0,1%.
Αυτό δείχνει επιτάχυνση των πληθωριστικών πιέσεων, πράγμα που γίνεται ακόμα πιο ανησυχητικό όταν λάβουμε υπ’ όψη μας πως οι τιμές των καυσίμων έπεσαν τον Σεπτέμβριο κατά 4,7% σε σχέση με τον Αύγουστο. Η σοβαρότητα της κατάστασης φαίνεται πολύ πιο καθαρά από την αύξηση του δομικού πληθωρισμού κατά 0,6% σε σχέση με τον Αύγουστο, δεύτερη φορά στην σειρά που σημειώθηκε τόσο σημαντική αύξηση.
Επιμένουμε στην αναφορά μας στον δομικό πληθωρισμό γιατί γνωρίζουμε πως είναι κάτι που ενδιαφέρει πάρα πολύ τους αξιωματούχους της Κεντρικής Ομοσπονδιακής Τράπεζας των ΗΠΑ (Fed) και τον διοικητή Πάουελ. Μεγάλη ανησυχία προκαλεί επίσης η μεγάλη μηνιαία αύξηση στον δείκτη στέγασης, ο οποίος έχει πολύ μεγάλη συμμετοχή στον τρόπο υπολογισμού του συνολικού πληθωρισμού, βασικού και δομικού. Για δεύτερο συνεχόμενο μήνα ανέβηκε κατά 0,7% σε σχέση με τον προηγούμενο.
Ο δείκτης στέγασης έχει σχέση κυρίως με τις τιμές των κατοικιών και το ύψος των ενοικίων. Άλλοι τομείς της οικονομίας στους οποίους παρατηρήθηκε σημαντική αύξηση τιμών είναι οι υπηρεσίες παροχής ιατρικής περίθαλψης, τα καινούρια αυτοκίνητα (στα μεταχειρισμένα παρατηρήθηκε ελαφρά πτώση) και το κόστος της ασφάλισης οχημάτων.
Δεν χρειάζεται να πούμε περισσότερες λεπτομέρειες σχετικά με τα απογοητευτικά νέα για τον πληθωρισμό. Θα επιμείνουμε όμως λίγο στο θέμα της σημαντικής αύξησης του δείκτη στέγασης και της σχέσης του με τον δομικό πληθωρισμό. Πριν λίγες μέρες είχαμε αναφερθεί σε ένα λόγο του Κρίστοφερ Γουάλερ, μέλους του διοικητικού συμβουλίου της Fed.
Ο Γουάλερ είχε μιλήσει αρκετά καθαρά για τις προϋποθέσεις κάτω από τις οποίες η κεντρική τράπεζα θα αρχίσει να χαλαρώνει την στάση της απέναντι στον πληθωρισμό. Είχε πει λοιπόν πως αυτό που θα τους καθησύχαζε θα ήταν η κάθοδος της μηνιαίας μεταβολής του δομικού πληθωρισμού προς το 0,2% και η παραμονή της σε αυτά τα επίπεδα για αρκετούς μήνες.
Εξειδίκευσε μάλιστα τις σκέψεις του λέγοντας πως είναι αρκετά δύσκολο να δούμε σύντομα πτώση των τιμών του δείκτη στέγασης, οπότε θα πρέπει να δούμε σημαντική επιβράδυνση των τιμών σε άλλους τομείς, δεδομένης της μεγάλης βαρύτητας του δείκτη στέγασης στον συνολικό υπολογισμό του πληθωρισμού. Αυτό προφανώς δεν συνέβη τον Σεπτέμβριο.
Κοιτάζοντας λίγο γύρω μας μπορούμε εύκολα να δούμε πως παρόμοια εικόνα για τον πληθωρισμό υπάρχει και στην Ευρωζώνη και το Ηνωμένο Βασίλειο. Μάλιστα, ο ευρωπαϊκός πληθωρισμός είναι αρκετά πιο υψηλός από τον αμερικανικό αφού για τον Σεπτέμβριο έφθασε το 10% για την Ευρωζώνη. Κατά σύμπτωση, ακριβώς 10% ήταν και ο πληθωρισμός στη Γερμανία, καθώς χθες επιβεβαιώθηκαν επίσημα οι εκτιμήσεις της Eurostat από την 30η Σεπτεμβρίου.
Αν όμως συνυπολογίσουμε το πόσο βοηθά τις ΗΠΑ η υψηλή τιμή του δολαρίου μειώνοντας τις τιμές των εισαγόμενων προϊόντων και πόσο επιβαρύνει την Ευρώπη, και αν λάβουμε υπόψη μας το ότι οι τιμές του φυσικού αερίου και του ηλεκτρικού ρεύματος στην Ευρώπη έχουν σημειώσει πολύ μεγαλύτερη αύξηση από τις αντίστοιχες στις ΗΠΑ καταλαβαίνουμε πως στην ουσία η κατάσταση είναι παντού η ίδια.
Ο πληθωρισμός κινείται ακόμα δυναμικά παρά τις αρκετές μέχρι τώρα αυξήσεις επιτοκίων. Αυτό σημαίνει πως δεν πρέπει να περιμένουμε καμία χαλάρωση της στάσης των δύο βασικών κεντρικών τραπεζών, της αμερικανικής Fed και της ευρωπαϊκής ΕΚΤ και είναι φρόνιμο να παίρνουμε στα σοβαρά τις δηλώσεις των αξιωματούχων των δύο τραπεζών σχετικά με τις προθέσεις τους.
Το μεγάλο ερωτηματικό κάθε φορά που έρχεται μία αρνητική έκπληξη έχει να κάνει με την αντίδραση των αγορών, από την οποία μπορεί να καταλάβουμε αν οι επενδυτές πραγματικά αιφνιδιάστηκαν ή όχι. Η χθεσινή συνεδρίαση των αγορών είναι μία από τις περιπτώσεις που κάποιος μπορεί να πιστέψει και τα δύο. Τα νέα για τον πληθωρισμό ήταν όντως αρκετά χειρότερα από αυτά που, σύμφωνα τουλάχιστον με τις εκτιμήσεις των αναλυτών των χρηματιστηριακών εταιρειών και των τραπεζών, περίμεναν οι επενδυτές.
Στις 15:30, μόλις βγήκαν οι επίσημες ανακοινώσεις είδαμε μία δυνατή αντίδραση σε όλες τις αγορές. Τα ευρωπαϊκά χρηματιστήρια έχασαν όλα τα κέρδη τους (η Γερμανία ήταν θετική κατά 1,50% περίπου) και πέρασαν σε αρνητικό έδαφος, οι εκτιμήσεις για το ξεκίνημα της συνεδρίασης στην Wall Street χειροτέρεψαν πολύ, το δολάριο έκανε απότομη ανοδική κίνηση και οι επιδόσεις των ομολόγων του αμερικανικού δημοσίου ανέβηκαν αμέσως και κάποια από αυτά έφθασαν σε νέα υψηλά.
Σχεδόν όλα τα εμπορεύματα και ειδικά τα καύσιμα και τα μέταλλα γύρισαν σε αρνητικό έδαφος προεξοφλώντας μάλλον το αδυνάτισμα της οικονομίας σαν αποτέλεσμα των αυξήσεων των επιτοκίων των κεντρικών τραπεζών. Στο χρηματιστήριο του Σικάγου είδαμε επίσης μία σημαντική αλλαγή των εκτιμήσεων για το ύψος των επιτοκίων αναφοράς τους επόμενους μήνες.
Στο σχετικό προϊόν του χρηματιστηρίου φαίνεται πως οι επενδυτές είναι πλέον απόλυτα βέβαιοι πως στην συνεδρίαση της 2ας Νοεμβρίου το συμβούλιο της Fed θα ανεβάσει τα επιτόκια κατά 0,75%, πράγμα που ούτως ή άλλως περίμεναν. Η αλλαγή στις εκτιμήσεις έχει να κάνει με το ύψος της αύξησης που θα γίνει τον Δεκέμβριο και με το που θα φτάσουν τελικά τα επιτόκια την επόμενη άνοιξη.
Για τον Δεκέμβριο περιμένουν πλέον αύξηση της τάξης του 0,75% από 0,50% μέχρι χθες στις 15:30 δική μας ώρα, ενώ για την άνοιξη του 2023 περίπου το 50% των επενδυτών περιμένει πλέον πως τα αμερικανικά επιτόκια αναφοράς θα φτάσουν στην περιοχή 4,75% - 5% ενώ μέχρι εκείνη την ώρα το πιθανότερο σενάριο φαινόταν αυτό του 4,50% με 4,75%. Υπενθυμίζουμε πως αυτή την στιγμή τα επιτόκια αναφοράς βρίσκονται στην περιοχή 3,00% με 3,25%.
Η ίδια εικόνα συνεχίστηκε στις αγορές και λίγο μετά το ξεκίνημα της αμερικανικής χρηματιστηριακής συνεδρίασης, με τους βασικούς δείκτες να σημειώνουν πτώση μεγαλύτερη του 2% και τους περισσότερους επενδυτές να είναι έτοιμοι να δουν την πτώση να συνεχίζεται και να εντείνεται.
Τελικά όμως η αγορά είχε άλλη άποψη και γίναμε μάρτυρες μίας εντυπωσιακής αλλαγής κατεύθυνσης. Ο βασικότερος χρηματιστηριακός δείκτης, ο S&P 500, ο οποίος στην αρχή της συνεδρίασης είχε πέσει στις 3.491,58 μονάδες, 2,38% κάτω από το χθεσινό του κλείσιμο, σταδιακά ανέκαμψε και τελικά έκλεισε στις 3.669,86 μονάδες, ανεβασμένος κατά 2,60%.
Παρόμοιες κινήσεις είδαμε και στον Dow Jones Industrial και στον Nasdaq, ενώ η γερμανική χρηματιστηριακή αγορά πήρε πίσω όλο το χαμένο έδαφος και έκλεισε θετική κατά 1,51% και θα είχε ανεβεί ακόμα περισσότερο αν η συνεδρίασή της δεν τελείωνε στις 18:30. Το δολάριο έχασε όλα τα κέρδη του απέναντι στο Ευρώ και έχανε κάποια στιγμή σχεδόν 1% απέναντι στο ευρωπαϊκό νόμισμα.
Η απόδοση του δεκαετούς ομολόγου του αμερικανικού δημοσίου, η οποία στην αρχή άγγιξε το 4,08% (η υψηλότερη εδώ και πολλά χρόνια), έπεσε γρήγορα κάτω από το 4% και τελικά έκλεισε την χρηματιστηριακή ημέρα κοντά στο 3,95%. Αντίστοιχα πράγματα είδαμε και στα εμπορεύματα, τα οποία κάλυψαν σταδιακά τις απώλειές τους και πέρασαν σε θετικό έδαφος.
Η προσπάθεια ερμηνείας της χθεσινής αντίδρασης των αγορών στα νέα για τον πληθωρισμό είναι εξαιρετικά παρακινδυνευμένη. Θα μπορούσε να σηματοδοτεί ένα τοπικό χαμηλό για τις αγορές αν υποθέσουμε πως τα κακά νέα βρισκόντουσαν ήδη στο μυαλό των επενδυτών.
Πιθανώς να είναι αποτέλεσμα της μεγάλης απαισιοδοξίας που επικρατεί το τελευταίο διάστημα στις αγορές και είχε κάνει πάρα πολλούς επενδυτές να έχουν ήδη πουλήσει με συνέπεια να … μείνει η αγορά από πωλητές. Δεν αποκλείεται να είναι και ένα δείγμα αυτού που ονομάζουμε short covering, με τους επενδυτές που έχουν πουλήσει σε πολύ υψηλότερες τιμές να αποφασίζουν να επαναγοράσουν ό,τι είχαν πουλήσει.
Μπορεί και να είναι το τέλος της χρηματιστηριακής ταλαιπωρίας του 2022, κάτι που βέβαια ουδείς πιστεύει πως μπορεί να γίνει αυτή την στιγμή αλλά ποτέ δεν ξέρουμε τι θα αποφασίσουν να κάνουν οι αγορές.
Η απάντηση στην απορία μας θα έρθει τις επόμενες μέρες, ή ίσως και εβδομάδες, πάνω στις χρηματιστηριακές οθόνες και δεν έχει νόημα να διαλέξουμε κάποια από τις παραπάνω εκδοχές. Θα παρατηρήσουμε όμως κάτι: αν η χθεσινή αντίδραση συνεχιστεί θα δείξει στις κεντρικές τράπεζες πως οι αγορές μπορούν να αντέξουν και άλλο πόνο, όπως θα έλεγε ο διοικητής Πάουελ, ανοίγοντάς τους ίσως την όρεξη για ακόμα πιο σκληρή πολιτική αύξησης των επιτοκίων. Κάτι που τελικά δεν θα αρέσει και πολύ στους επενδυτές.