Δεν υπάρχει κατάλληλη περίοδος για αυτόν που θέλει να ξεκινήσει μια συλλογή. Οι συλλεκτικές «ευκαιρίες» πάντοτε υπήρχαν και θα εξακολουθήσουν να προσφέρονται σε όποιον έχει μάτια να δει. Αρκεί, όμως, ο νέος συλλέκτης να έχει υπομονή. Διότι η τέχνη δεν είναι πλέον επένδυση, με την έννοια της άμεσης κερδοφορίας. Τα τελευταία δέκα χρόνια αυτή η βεβαιότητα κλονίστηκε ανεπανόρθωτα. Ο συλλέκτης, λοιπόν, που νιώθει παράλληλα επενδυτής, μπορεί να «γράψει» κέρδος από την απόκτηση ενός έργου μετά από μερικά χρόνια.
Τα πιο υψηλά περιθώρια ανόδου στην εγχώρια αγορά της τέχνης με τη μέγιστη απόδοση κέρδους εμφανίζουν οι (σαράντα-κάτι) καλλιτέχνες. Πρόκειται για αναγνωρισμένους μάστορες των οποίων οι τιμές δεν έχουν εκτιναχθεί. Έχοντας περάσει την περίοδο της νιότης (και του πειραματισμού), έχουν φτάσει σε μία σχεδιαστική δεινότητα υψηλού επιπέδου που έχει πλέον χαρακτήρα προσωπικό. Η υπογραφή τους δηλαδή έχει αρχίσει να γίνεται γνωστή, όχι μόνο στους υποψιασμένους φιλότεχνους, αλλά σε ένα μεγαλύτερο κοινό. Οι εκθέσεις τους απασχολούν τον Τύπο και τα έργα τους φιγουράρουν σε μουσεία και μεγάλες ιδιωτικές συλλογές. Είναι μέσα στη ζωή, κολυμπούν με τα νερά της και εκμεταλλεύονται το ρεύμα για να πάνε πιο μακριά. Είναι οι αυριανοί «Δάσκαλοι» που μαθαίνουν τον κόσμο να βλέπει μέσα από το έργο τους.
Ο μεγαλύτερος ηλικιακά από τους καλλιτέχνες που ξεχωρίσαμε, είναι ο Μανώλης Μπιτσάκης (γενν. 1974). Πάνω σε πολύ μικρές επιφάνειες, απλώνει ολόκληρους κόσμους με τη σιγουριά του σταθερού χεριού ενός μικρογράφου. Ο καλλιτέχνης έχει το χάρισμα της περιγραφής, αλλά δεν πέφτει σε φθηνούς εντυπωσιασμούς. Δείχνει πολλά χωρίς να είναι φλύαρος και μέσα από μια ιδιότυπη σκηνοθεσία αντιπαραθέτει το ντεμοντέ, το αλλόκοτο ή επίκαιρο. Μεστές εικόνες τολμηρής αφήγησης κατασκευάζονται με χιούμορ, ευαισθησία και λεπτή ειρωνεία. Έργα του Μπιτσάκη ανήκουν σε ιδιωτικές συλλογές εντός και εκτός Ελλάδος. Στη φωτογραφία απεικονίζονται τρία έργα από την περίφημη συλλογή του Σωτήρη Φέλιου.
Μορφές υβριδικές, μεταξύ ανθρώπου και μηχανής, μεταξύ Ανατολής και Δύσης, μεταξύ παρελθόντος και μέλλοντος, αρδεύει ο Κωνσταντίνος Παπαμιχαλόπουλος (γενν. 1975). Τον σαγηνεύει η απόπειρα σύνδεσης του λαϊκού με το λόγιο στοιχείο και η ανάγνωση της δυτικής λόγιας ζωγραφικής από την ελληνική παράδοση γι’ αυτό κι επιλέγει ευφάνταστα να δείχνει δουλειά του σε μνημειακούς χώρους. Φανερά επηρεασμένος από την εικονοποιία της επιστημονικής φαντασίας, των κόμικς και των βιντεοπαιχνιδιών, προσπαθεί να συνδέσει ιστορικές εικόνες με προβολές από ψηφιακά έργα τέχνης. Ο Παπαμιχαλόπουλος είναι άνθρωπος του καιρού του και, με το έργο του, οδηγεί την εποχή του. Τις μέρες αυτές έκθεσή του φιλοξενείται στην κεντρική γκαλερί «Σκουφά» (στη φωτογραφία βλέπουμε τοιχογραφία του Παπαμιχαλόπουλου που εκτελέστηκε πέρυσι στην Πάτρα).
Ένας εξίσου μοναδικός αφηγητής είναι ο Στέφανος Ρόκος (γενν. 1977). Ιστορεί περιπέτειες του σώματος και του νου, πάθη της ψυχής σε μία πλειάδα από μέσα κοσμαγάπητα. Εκτός από την τέχνη του για την οποία είναι ήδη δημοφιλής σε ένα ευρύ κοινό, αυτό το εκφράζει στα «παραζωγραφικά» του: στα βιβλία που τους φιλοτέχνησε εξώφυλλα, στα εξώφυλλα δίσκων, στις αφίσες για συναυλίες, θεατρικές παραστάσεις και ταινίες. Ο Ρόκος σε ό,τι καταπιάνεται, εξελίσσει ένα στοιχείο μαγικού ρεαλισμού εν κινήσει. Τα έργα του διακρίνει ένα χρώμα λεπταίσθητο, η μαστοριά στη λεπτομέρεια και συχνά, ένας υπόγειος ερωτισμός. Με αρκετές εκθέσεις στο ενεργητικό του επί ελληνικού εδάφους, έχει παρουσία και στο εξωτερικό με πωλήσεις σε Αγγλία και Βέλγιο. Νέα δουλειά του πρόκειται να δούμε μέσα στους επόμενους μήνες από την γκαλερί Ζουμπουλάκη (στη φωτογραφία ο ζωγράφος με τον μουσικό Nick Cave).
Το ονειρικό στοιχείο χαρακτηρίζει και τη ζωγραφική του Νίκου Μόσχου (γενν. 1979). Στα έργα του ο δημιουργός απεικονίζει σπαράγματα ανθρώπινα και μηχανικά, μέλη αρχιτεκτονικά, μέρη φυτών και ζώων, καθώς και πολυάριθμα απροσδιόριστα στοιχεία, τα οποία ανασυνθέτει. Οι επάλληλες ιστορίες του έχουν εκείνα τα εξπρεσιονιστικά στοιχεία, μεγάλες μορφές, αποσπασματικότητα στο σχέδιο, με τα οποία καταξιώθηκε στη συνείδηση του κοινού. Ο Μόσχος αλλοίωσε ηθελημένα τις μορφές, θέλοντας να τις κάνει δικές του. Τις ενσωμάτωσε σε ένα συμβολικό χώρο, ανατρέποντας τη λογική της εικόνας μέσα από ένα «μαγικό ρεαλισμό». Μπορεί να υιοθέτησε το παραστατικό ιδίωμα, όμως είναι έντονα φιλτραρισμένο από ένα ύφος εντελώς δικό του. Το ζωγραφικό του ιδίωμα εκφράζει έναν κόσμο. Και για να μείνεις στην ιστορία της ζωγραφικής, χρειάζεται ν’ αφήσεις ένα ίχνος, που δεν μπερδεύεται με άλλα πράγματα - είναι κάτι ξεχωριστό.
Έτσι ξεχωριστή θα μείνει και η ζωγραφική του Βασίλη Πέρρου (γενν. 1981). Ο νεότερος στη λίστα μας είναι ένας καλλιτέχνης που βαδίζει προς την ωριμότητα έχοντας ήδη εξασφαλίσει με την ως τώρα πορεία του, αναγνωρισιμότητα και δικό του ζωτικό χώρο. Η εικονογραφία του Πέρρου πετυχαίνει άμεσα να εικονίσει τον κόσμο απ’ όπου προέρχεται. Τα υλικά του είναι στέρεα, είναι μια συμβολική γλώσσα δοκιμασμένη και ανθεκτική, και κυρίως, έχουν υποστεί την αναγκαία μετουσίωση: έχουν συντεθεί σε καινούργιες εικόνες. Ο ζωγράφος χτίζει ένα εικονοστάσι του καιρού μας, όχι για προσκύνηση αλλά για αναστοχασμό, για γόνιμη σκέψη: για ό,τι σωριάζεται στα ερείπια και για ό,τι ορθώνεται μέσα από το σωρό των ερειπίων και χτίζει το παρόν.
Διαβάστε ακόμη: 5 καταξιωμένοι καλλιτέχνες με ασφαλές επενδυτικό μέλλον