Το self-test στην εποχή της Όμικρον και το σωστό timing για να το κάνεις
Shutterstock
Shutterstock

Το self-test στην εποχή της Όμικρον και το σωστό timing για να το κάνεις

Όσο αυξάνονται τα στελέχη της μετάλλαξης Όμικρον του κορονοϊού, τόσο αυξάνονται και εκείνοι που αναρωτιούνται για την αξιοπιστία του self-test.

Αρκετές σχετικές μελέτες, κυρίως στις Ηνωμένες Πολιτείες διαπιστώνουν πως η  ακρίβεια των αυτοδιαγνωστικών τεστ δεν φαίνεται να αλλάζει με κάθε νέα παραλλαγή του ιού. Αυτό διότι τα τεστ «στοχεύουν» για την ανίχνευση του ιού σε μια συγκεκριμένη πρωτεΐνη του ιού η οποία υφίσταται σημαντικές αλλαγές από παραλλαγή σε παραλλαγή. Αυτό φαίνεται να ισχύει ακόμη και πολύ πρόσφατα στελέχη του κορονοϊού όπως το Κράκεν (XBB.1.5).  

Εξάλλου, ο βασικός ρόλος των self-test είναι να προσδιορίσουν το διάστημα κατά το οποίο είναι κάποιος μεταδοτικός, ώστε να φροντίσει με τα κατάλληλα μέτρα να μην μεταδώσει τον ιό σε άλλα άτομα. Με αυτό το σκεπτικό τα αυτοδιαγνωστικά τεστ κορονοϊού παραμένουν ένα σημαντικό εργαλείο για την αναχαίτιση της εξάπλωσης του κορονοϊού.

Με δύο βασικές προϋποθέσεις: Να γίνονται σωστά και να γίνονται στο σωστό χρόνο.

Το σωστό αποτέλεσμα είναι θέμα timing 

Μια μεγάλη μετα-ανάλυση περισσότερων από 150 σχετικών ανεξάρτητων μελετών έδειξε ότι, κατά μέσο όρο, τα τεστ ανιχνεύουν σωστά τη λοίμωξη Covid-19 στο 73% περιπτώσεων όταν έχουν εκδηλωθεί συμπτώματα. Εάν κάποιος είναι ασυμπτωματικός,  η ακρίβεια του τεστ πέφτει στο 55%.

Άλλες έρευνες συμπεραίνουν ότι η ακρίβεια του τεστ αυξάνεται όσο λίγες μέρες μετά τη μόλυνση από τον ιό. Πιο συγκεκριμένα, σύμφωνα με τα δεδομένα αυτά, την πρώτη μέρα της λοίμωξης, το self-test είναι ακριβές σε ποσοστό 60%, εάν οι ασθενείς έχουν συμπτώματα, αλλά μόλις 12% εάν είναι ασυμπτωματικοί.

Ωστόσο, 2 ή 3 μέρες μετά, η ακρίβεια του τεστ αυξάνεται στο  92% για τους συμπτωματικούς και στο 51% για τους ασυμπωματικούς ασθενείς. Πέντε μέρες μετά, η ακρίβεια του self-test φτάνει και 75% στα άτομα που δεν έχουν συμπτώματα.

Με βάση τα παραπάνω, οι επιστήμονες προτείνουν να μην σπεύδουμε να κάνουμε αυτοδιαγνωστικό τεστ, εάν υποψιαζόμαστε ότι έχουμε εκτεθεί στον ιό.

Στο ίδιο πνεύμα, η Αμερικανική Υπηρεσία Τροφίμων και Φαρμάκων (FDA) πολύ πρόσφατα επικαιροποίησε τις συστάσεις που αφορούν τη χρήση των αυτοδιαγνωστικών τεστ, προτείνοντας δύο επαναλήψεις του τεστ με χρονική απόσταση 48 ωρών, σε περίπτωση αρνητικού αποτελέσματος και εφόσον υπάρχει υποψία έκθεσης στον κορονοϊό, είτε υπάρχουν συμπτώματα είτε όχι.

Η σημασία της λήψης του δείγματος 

Οι ειδικοί επισημαίνουν ότι είναι πολύ σημαντικό και το πώς θα πάρουμε το δείγμα για να κάνουμε το self-test. Γι’ αυτό, όπως τονίζουν, θα πρέπει να διαβάζουμε κάθε φορά τις οδηγίες ακόμη και αν έχουμε κάνει αυτή τη διαδικασία πολλές φορές. Αυτό γιατί μπορεί σε κάθε τεστ να διαφέρει ο χρόνος που χρειάζεται να παραμείνει ο στυλεός (η ειδική «μπατονέτα) μέσα στο κάθε ρουθούνι ή να διαφέρει η ποσότητα δείγματος που πρέπει να χρησιμοποιηθεί και ο χρόνος αναμονής για το αποτέλεσμα.

Οι ειδικοί συμβουλεύουν το τεστ να γίνεται με καθαρή μύτη, διότι το δείγμα πρέπει να περιλαμβάνει βλέννα. Το σημείο όπου νιώθουμε ελαφρύ κάψιμο είναι, σύμφωνα με τους ειδικούς, το πιο σωστό για τη δειγματοληψία.

Δεν είναι τόσο δύσκολο όσο ακούγεται. Κάποιες αμερικανικές έρευνες συνέκριναν την ακρίβεια των αυτοδιαγνωστικών τεστ με τα rapid test σε φαρμακεία ή εργαστήρια και διαπίστωσαν ότι δεν υπήρχαν αξιοσημείωτες διαφορές. Μια άλλη μελέτη διαπίστωσε ότι 4χρονα παιδιά ήταν σε θέση να κάνουν μόνα τους σωστά το self-test!