Ο κίνδυνος μακράς Covid-19 αυξάνεται στην περίπτωση που πριν τη νόσηση από κορονοϊό υπήρξε ψυχολογικό στρες, συμπεριλαμβανομένου κατάθλιψης, άγχους, διάχυτης ανησυχίας και μοναξιάς. Αυτό προκύπτει από νέα, αμερικανική έρευνα, κατά την οποία ο αυξημένος κίνδυνος μακράς Covid-19, λόγω του στρες είναι ανεξάρτητος από άλλους παράγοντες όπως το κάπνισμα, το άσθμα και άλλες παθήσεις ή συμπεριφορές.
Η έρευνα δημοσιεύθηκε στο αμερικανικό περιοδικό ψυχιατρικής «JAMA Psychiatry». Εκπονήθηκε από ερευνητές της Σχολής Δημόσιας Υγείας του Πανεπιστημίου Χάρβαρντ, με επικεφαλής τη δρ Σιγουέν Γουάνγκ, οι οποίοιανέλυσαν στοιχεία για περισσότερους από 54.000 ανθρώπους και στη διάρκειά της περίπου 3.000 έπαθαν Covid-19. Διαπιστώθηκε ότι όσοι είχαν ψυχολογικό στρες πριν τη λοίμωξη, είχαν στη συνέχεια 32% έως 46% αυξημένο κίνδυνο για μακρά Covid-19.
Σύμφωνα με τα Κέντρα Ελέγχου και Πρόληψης Νόσων των ΗΠΑ, περίπου ένας στους πέντε ενήλικες (το 20%) που αρρώστησαν από κορονοϊό, στη συνέχεια βιώνει μακράς διαρκείας (πάνω από τέσσερις εβδομάδες) συμπτώματα της Covid-19, όπως κόπωση, εγκεφαλική «ομίχλη» και διάφορα άλλα αναπνευστικά, καρδιολογικά, νευρολογικά ή γαστρεντερικά συμπτώματα. Η σοβαρή νόσηση κατά την αρχική Covid-19 αυξάνει την πιθανότητα κατοπινής μακράς Covid-19, όμως ακόμη και άνθρωποι που είχαν αρρωστήσει ήπια, μπορούν να εμφανίσουν μακρόχρονα συμπτώματα, τα οποία μπορεί να διαρκέσουν για μήνες ή και χρόνια.
Είναι γνωστό ότι η ψυχική υγεία επηρεάζει την έκβαση ορισμένων παθήσεων. Η κατάθλιψη και άλλες ψυχικές διαταραχές έχουν συνδεθεί με μεγαλύτερο κίνδυνο για βαρύτερη Covid-19 και κατ' επέκταση για ανάγκη νοσηλείας, η οποία αποτελεί παράγοντα κινδύνου για μακρά Covid-19. Και σε άλλες αναπνευστικές λοιμώξεις, όπως η γρίπη και το κοινό κρυολόγημα, η ψυχική υγεία σχετίζεται με μεγαλύτερη σοβαρότητα και διάρκεια των συμπτωμάτων.