Για τα άτομα που έχουν προβλήματα με την καρδιά και τα αιμοφόρα αγγεία τους, μια μεσογειακή ή δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά μπορεί να μειώσει την πιθανότητα πρόωρου θανάτου ή και μη θανατηφόρου καρδιακού επεισοδίου, δείχνει μια νέα λεπτομερής μελέτη. Η μελέτη δημοσιεύτηκε την Τετάρτη στο περιοδικό BMJ.
Η έρευνα ανέλυσε δεδομένα που συνδυάστηκαν από 40 προηγούμενες μελέτες στις οποίες συμμετείχαν συνολικά 35.548 άτομα. Τα άτομα στις μελέτες είτε είχαν καρδιαγγειακή νόσο είτε είχαν τουλάχιστον δύο παράγοντες κινδύνου για αυτήν, όπως υψηλή αρτηριακή πίεση, διαβήτη, παχυσαρκία ή υψηλή χοληστερόλη. Η ανάλυση συνέκρινε πόσο καλά οι διάφορες δίαιτες προστάτευαν τους ανθρώπους που διατρέχουν κίνδυνο καρδιακών προβλημάτων, σε σύγκριση με το να δίνουν απλά στους ανθρώπους ένα φυλλάδιο για την υγιεινή διατροφή.
Οι ερευνητές είπαν ότι «δεν υπήρχαν πειστικές διαφορές μεταξύ της μεσογειακής και της δίαιτας χαμηλής περιεκτικότητας σε λιπαρά» όσον αφορά το αν η μία μείωσε τον κίνδυνο θανάτου ή την πιθανότητα καρδιακής προσβολής περισσότερο από την άλλη. Τα άτομα με υψηλό κίνδυνο είχαν περισσότερες πιθανότητες να δουν πολλά οφέλη από αυτή τη δίαιτα.
Οι ερευνητές όρισαν μια δίαιτα χαμηλή σε λιπαρά με περιορισμό της πρόσληψης λίπους στο 20% έως 30% των ημερήσιων θερμίδων και την πρόσληψη κορεσμένων λιπαρών να παραμένει κάτω από το 10% των ημερήσιων θερμίδων. Η μεσογειακή διατροφή ορίστηκε ως προς την κατανάλωση πολλών ψαριών, φρούτων, λαχανικών και μονοακόρεστων λιπαρών όπως το ελαιόλαδο.
Τα άτομα που ακολουθούσαν αυτές τις δύο δίαιτες τα πήγαν καλύτερα από αυτά που ακολουθούσαν πέντε άλλα διατροφικά προγράμματα, όπως δίαιτες που περιόριζαν ακόμη περισσότερο το λίπος, περιόριζαν επίσης την πρόσληψη νατρίου, πρόσθεταν φυτικές ίνες ή χρησιμοποιούσαν μια σύνθετη φόρμουλα για πολλές υπολογίσιμες πτυχές των τροφίμων, όπως υδατάνθρακες, και πρωτεΐνες.
Οι ερευνητές δήλωσαν ότι τα ευρήματά τους είναι σημαντικά επειδή εξέτασαν μόνο δεδομένα από τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές, οι οποίες αποτελούν το χρυσό πρότυπο στον σχεδιασμό της έρευνας κι αυτό γιατί τα άτομα σε αυτές τις μελέτες δεν μπορούν να επιλέξουν εάν θα ανήκουν στην ομάδα θεραπείας ή στην ομάδα ελέγχου. Οι τυχαιοποιημένες ελεγχόμενες δοκιμές είναι ιδιαίτερα ευαίσθητες στο να διαπιστωθεί εάν μια θεραπεία είναι αποτελεσματική και να διασφαλιστεί ότι τα αποτελέσματα δεν επηρεάζονται από κάποιον άλλο παράγοντα.