Η υποχώρηση της καταναλωτικής εμπιστοσύνης και οι διαπραγματεύσεις για το ύψος του αμερικανικού χρέους προβλημάτισαν τους επενδυτές. Ειδικότερα,η καταναλωτική εμπιστοσύνη έπεσε στο χαμηλότερο επίπεδο των τελευταίων έξι μηνών και διαμορφώθηκε στις 53,4 μονάδες από 60,5 μονάδες προηγουμένως, ενώ ο δείκτης για την οικονομία σημείωσε βουτιά στις 64,5 μονάδες, από 68,2 μονάδες προηγουμένως.
«Κανένας από τους κλάδους στη Wall Street δεν έχει σαφή κατεύθυνση κάτι που αντικατοπτρίζει την αβεβαιότητα και το ρίσκο στην αγορά» δήλωσε στο CNBC ο Joe Cusick, senior vice president στην Calamos Investments.
Σε αυτό το κλίμα ο Dow έκλεισε με απώλειες 0,04% στις 33.294,61 μονάδες, ο S&P 500 0,16% στις 4.124,09 μονάδες και ο Nasdaq 0,35% στις 12.284,74 μονάδες.
Nέα πηγή αβεβαιότητας στις αγορές είναι οι διαπραγματεύσεις που εκτυλίσσονται για το ύψος του αμερικανικού δημοσίου χρέους. Ο κίνδυνος χρεοκοπίας των ΗΠΑ αυξάνει τα προβλήματα που αντιμετωπίζει η επιβραδυνόμενη παγκόσμια οικονομία, με την αύξηση των επιτοκίων και τα υψηλά επίπεδα χρέους να πνίγουν ήδη τις επενδύσεις που απαιτούνται για την αύξηση της παραγωγής, δήλωσε την Παρασκευή ο πρόεδρος της Παγκόσμιας Τράπεζας Ντέιβιντ Μάλπας.
Οι οικονομικοί αξιωματούχοι της Ομάδας των Επτά (G7) που συναντήθηκαν στην Ιαπωνία συζήτησαν την «πολύ μεγάλη σημασία» της αύξησης του ορίου χρέους των ΗΠΑ και της αποφυγής των αρνητικών επιπτώσεων μιας πιθανής χρεοκοπίας του αμερικανικού δημόσιου χρέους για πρώτη φορά στην ιστορία.
«Είναι σαφές ότι η δυσχέρεια στη μεγαλύτερη οικονομία του κόσμου θα ήταν αρνητική για όλους», δήλωσε στο Reuters στο περιθώριο της συνόδου της G7. «Οι επιπτώσεις θα ήταν άσχημες για να μην τα καταφέρουμε».
Η υπουργός Οικονομικών των ΗΠΑ Τζάνετ Γέλεν επανέλαβε την Παρασκευή ότι η αποτυχία του Κογκρέσου να αυξήσει το όριο χρέους των 31,4 τρισεκατομμυρίων δολαρίων θα είχε ως αποτέλεσμα οικονομική και χρηματοπιστωτική καταστροφή και κάλεσε τη Βουλή των Αντιπροσώπων που ελέγχεται από τους Ρεπουμπλικάνους να συμφωνήσει στην άρση του ορίου του ομοσπονδιακού χρέους.
Ο Μάλπας δήλωσε ότι υπήρξε συζήτηση κατά τη διάρκεια των συναντήσεων της G7 σχετικά με την ανάγκη να ενισχυθεί η παραγωγικότητα και η ανάπτυξη, καθώς και να αντιμετωπιστεί η υψηλή υπερχρέωση που αντιμετωπίζει ένας αυξανόμενος αριθμός χωρών.
Η παγκόσμια ανάπτυξη προβλέπεται να πέσει κάτω από το 2% το 2023 και θα μπορούσε να παραμείνει χαμηλή για αρκετά χρόνια, είπε. Μία από τις μεγάλες προκλήσεις ήταν ότι οι προηγμένες οικονομίες είχαν αναλάβει τόσο μεγάλο χρέος που θα χρειαζόταν πολλά κεφάλαια για την εξυπηρέτησή του, αφήνοντας πολύ λίγες επενδύσεις για τις αναπτυσσόμενες χώρες, είπε.
«Και αυτό σημαίνει μια παρατεταμένη περίοδο αργής ανάπτυξης. Αυτό είναι μια μεγάλη ανησυχία, και ειδικά για τους ανθρώπους στις φτωχότερες χώρες», είπε. «Ο κόσμος βρίσκεται σε ένα αγχωτικό σημείο, αλλά νομίζω ότι τα χρηματοπιστωτικά συστήματα αντέχουν. Το μεγάλο ερώτημα είναι η ανάπτυξη, πώς θα επιτύχουμε περισσότερη ανάπτυξη και παραγωγικότητα».