Πρωτικά κινήθηκε η Wall Street καθώς οι επενδυτές να επικεντρώθηκαν στις διαπραγματεύσεις για το ύψος του χρέους και τις δηλώσεις του Τζερόμ Πάουελ. «Τις ανησυχίες της αγοράς για την πορεία των διαπραγματεύσεων μεταξύ Ρεπουμπλικάνων και Δημοκρατικών για το ύψος του αμερικανικού χρέους ήρθαν να επισκιάσουν οι δηλώσεις του προέδρου της Fed, Τζερόμ Πάουελ, που δείχνουν ότι η Fed δεν έχει ολοκληρώσει τον κύκλο αύξησης των επιτοκίων» σχολιάζουν αναλυτές στο CNBC.
Σε αυτό το πλαίσιο ο Dow υποχώρησε κατά 0,33% (109,28 μονάδες) κλείνοντας στις 33.426,63. Ο Nasdaq έχασε 0,24% (30,94 μονάδες) φτάνοντας στις 12.657,90. Και ο S&P 500 υποχώρησε κατά 0,14% (6,07 μονάδες) και έκλεισε στις 4.191,98 μονάδες.
Ο Τζερόμ Πάουελ δήλωσε ότι «ο πληθωρισμός παραμένει υψηλός και κάνει ζημιά στην οικονομία» και πως «δεν θα διστάσουμε ούτε στιγμή να τον τιθασεύσουμε». Ο ίδιος μάλιστα αιτιολόγησε τη στάση του τονίζοντας πως «αν αποτύχουμε να μειώσουμε τον πληθωρισμό τότε το κόστος για την κοινωνία και ο «πόνος» στις αγορές θα είναι ακόμα μεγαλύτερος».
Οι παραπάνω δηλώσεις διαψεύδουν τους αναλυτές που περιμενούν μείωση των επιτοκίων μέσα στο έτος, με μια νέα αύξηση των επιτοκίων από την αμερικανική κεντρική τράπεζα να κερδίζει έδαφος.
Σε ό,τι αφορά στις εξελίξεις για τις διαπραγματεύσεις για το αμερικανικό χρέος, ο πρόεδρος Τζο Μπάιντεν συζήτησε με την ομάδα διαπραγματευτών του με το Κογκρέσο κατά τη διάρκεια του ταξιδιού προς την Ιαπωνία, όπου ξεκινά η σύνοδος κορυφής της G7, δήλωσαν συνεργάτες του. «Η ομάδα του προέδρου τον ενημέρωσε πως καταγράφεται σταθερή πρόοδος», δήλωσε αξιωματούχος της προεδρίας των ΗΠΑ σε δημοσιογράφους, προσθέτοντας πως ο κ. Μπάιντεν είναι πεπεισμένος πως το Κογκρέσο θα μεριμνήσει να αποτραπεί ο κίνδυνος το ομοσπονδιακό κράτος να αναγκαστεί να κηρύξει στάση πληρωμών τον Ιούνιο.
Σύμφωνα με δημοσίευμα στην Bloomberg, πολλοί στη Wall Street προβλέπουν ότι οι νομοθέτες θα καταλήξουν τελικά σε συμφωνία, που πιθανότατα θα αποτρέψει μια καταστροφική χρεοκοπία, ακόμη και αν φτάσει μέχρι τέλους. Αλλά αυτό δεν σημαίνει ότι η οικονομία θα ξεφύγει αλώβητη, όχι μόνο από την εξαντλητική αντιπαράθεση, αλλά και ως αποτέλεσμα των προσπαθειών του Υπουργείου Οικονομικών να επιστρέψει στις συνήθεις δραστηριότητες μόλις μπορέσει να αυξήσει τον δανεισμό.
Ο Άρι Μπέργκμαν, η εταιρεία του οποίου ειδικεύεται σε κινδύνους που είναι δύσκολο να διαχειριστούν, λέει ότι οι επενδυτές θα πρέπει να αντισταθμίσουν τις πιθανότητες για τα επακόλουθα μιας λύσης της Ουάσινγκτον. Αυτό στο οποίο θέλει να καταλήξει ο βετεράνος της αγοράς είναι ότι το Υπουργείο Οικονομικών θα πρέπει να αγωνιστεί να αναπληρώσει το μειούμενο ταμειακό του απόθεμα για να διατηρήσει την ικανότητά του να πληρώνει τις υποχρεώσεις του, μέσω ενός κατακλυσμού πωλήσεων κρατικών ομολόγων.
Υπολογίζεται ότι θα ξεπεράσει κατά πολύ το 1 τρισ. δολάρια μέχρι το τέλος του τρίτου τριμήνου, η έκρηξη της προσφοράς θα αποστραγγίσει γρήγορα τη ρευστότητα από τον τραπεζικό τομέα, θα αυξήσει τα βραχυπρόθεσμα επιτόκια χρηματοδότησης και θα σφίξει τις βίδες στην αμερικανική οικονομία την ώρα που αυτή βρίσκεται στα πρόθυρα της ύφεσης. Σύμφωνα με την εκτίμηση της Bank of America Corp. θα είχε τον ίδιο οικονομικό αντίκτυπο με μια αύξηση των επιτοκίων κατά ένα τέταρτο της μονάδας.