Με μεικτά πρόσημα ολοκλήρωσαν τις συναλλαγές οι ευρωαγορές. Ο Stoxx 600 κέρδισε 0,10%, ο Dax 0,45%, ο CAC 0,40%, ο FTSE MIB 0,87%, ενώ απώλειες 0,37% σημείωσε ο FTSE. H πρόεδρος της ΕΚΤ Κριστίν Λαγκάρντ τόνισε πως αποκλιμακώνεται ο πληθωρισμός, πλην όμως «εξακολουθεί να είναι υψηλότερος από τον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2%».
Μιλώντας σε συνέντευξη της στη γαλλική εφημερίδα «La Provence» για τον πληθωρισμό στην Ευρωζώνη σημείωσε πως «έχει αρχίσει να μειώνεται, πέφτοντας από διψήφιο ποσοστό στις αρχές του φθινοπώρου του 2022 στο μισό σήμερα, στο 5,5% για το σύνολο της Ευρωζώνης τον Ιούνιο.
Τα γαλλικά στοιχεία είναι ελαφρώς χειρότερα. Αυτό οφείλεται ιδίως στην πτώση των τιμών των βασικών εμπορευμάτων και της ενέργειας, και νομίζω επίσης στην αρχική επίδραση των αποφάσεων της νομισματικής μας πολιτικής στις τιμές. Οι τιμές των τροφίμων αυξάνονται επίσης με βραδύτερο ρυθμό. Ωστόσο, ο πληθωρισμός εξακολουθεί να είναι υψηλότερος από τον μεσοπρόθεσμο στόχο μας του 2% και, σύμφωνα με τις προβολές των εμπειρογνωμόνων μας, θα παραμείνει έτσι το 2024 και το 2025. Επομένως, έχουμε ακόμη δουλειά να κάνουμε για να τον μειώσουμε και να επιτύχουμε τον στόχο μας».
Σχετικά με την ανάπτυξη σχολίασε πως «η ανάπτυξη ήταν αμετάβλητη τα δύο τελευταία τρίμηνα, με πολύ ελαφρώς αρνητική ανάπτυξη το τέταρτο τρίμηνο του 2022 (-0,1%) και μηδενική ανάπτυξη το πρώτο τρίμηνο του 2023. Εκτιμούμε ότι η ανάπτυξη της ζώνης του ευρώ θα είναι περίπου 0,9% το 2023, με το ποσοστό για τη Γαλλία να είναι πολύ ελαφρώς χαμηλότερο, αλλά θα πρέπει να δούμε μια επιστροφή στη δυνητική ανάπτυξη την περίοδο 2024-25.»
Παράλληλα, η Λαγκάρντ ξεκαθάρισε πως η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα δεν θα διστάσει να αναλάβει δράση εάν οι αξιωματούχοι της δουν να αυξάνονται ταυτόχρονα τόσο τα περιθώρια κέρδους των επιχειρήσεων όσο και οι μισθοί που δίνουν και υπογράμμισε ότι θέλουν να ξέρουν εάν οι επιχειρήσεις θα δεχτούν μια συμπίεση των κερδών τους για να αποζημιώσουν τους εργαζόμενους, «ή εάν πρόκειται να δούμε διπλή αύξηση – και στα περιθώρια και στους μισθούς».
Συγκεκριμένα, τόνισε πως «μία ταυτόχρονη αύξηση και των δύο θα τροφοδοτούσε πληθωριστικούς κινδύνους και δεν θα μέναμε άπραγοι απέναντι σε τέτοιους κινδύνους».