Με κέρδη ολοκλήρωσαν τις συναλλαγές οι ευρωαγορές μετά τη νέα αύξηση επιτοκίων κατά 50 μβ που ανακοίνωσε η ΕΚΤ. Το Χρηματιστήριο Αθηνών έκλεισε με κέρδη 0,65%, ενώ ο Dax κέρδισε 1,57%, ο FTSE 0,89%, ο CAC 2,03% και ο Stoxx600 1,19%.
H EKT, παρά την τραπεζική κρίση στην Ευρώπη και το τραπεζικό sell off διατήρησε τον αρχικό σχεδιασμό της για νέα αύξηση επιτοκίων κατά 50 μονάδες βάσης. Πρόκειται για την τρίτη διαδοχική αύξηση των επιτοκίων κατά 50 μβ και η έκτη από τον Ιούλιο του 2022 όταν άρχισε η ποσοτική σύσφιξη.
«Ο πληθωρισμός επιμένει και βρίσκεται σε πολύ υψηλά επίπεδα. Είμαστε αποφασισμένοι να τον ρίξουμε στο βιώσιμο επίπεδο του 2% σε μεσοπρόθεσμο ορίζοντα» αναφέρει η ανακοίνωση της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας. Μάλιστα, προσθέτει, πως «ο πληθωρισμός θα παρακολουθείται στενά στη βάση των νέων οικονομικών στοιχείων και των εντάσεων στις αγορές», τονίζοντας (με το βλέμμα στη Credit Suisse), πως θα «παρέμβουμε όπου χρειαστεί για να διατηρήσουμε σταθερές τις τιμές και το χρηματοπιστωτικό σύστημα υγιές».
Η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα στην προσπάθειά της να κατευνάσει τις αγορές δηλώνει πως «ο τραπεζικός κλάδος στην ευρωζώνη παραμένει ανθεκτικός και ισχυρός καθώς είναι εξοπλισμένος με την απαραίτητη ρευστότητα και τα κατάλληλα εργαλεία να αντιμετωπίσει οποιαδήποτε κρίση».
«Εάν χρειαστεί θα στηρίξουμε με ρευστότητα τις τράπεζες για να διατηρήσουμε την ομαλή μετάδοση της νομισματικής μας πολιτικής» τονίζει χαρακτηριστικά η ΕΚΤ.
Ο πληθωρισμός θα παραμείνει υψηλός για μεγάλο χρονικό διάστημα
Η Πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, Κριστίν Λαγκάρντ, στη συνεδρίαση πολιτικής της τράπεζας την Πέμπτη ανέφερε ότι «ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνει πολύ υψηλός για πολύ μεγάλο χρονικό διάστημα».
«Ως εκ τούτου, το Διοικητικό Συμβούλιο αποφάσισε σήμερα να αυξήσει τα τρία βασικά επιτόκια της ΕΚΤ κατά 50 μονάδες βάσης, σύμφωνα με την αποφασιστικότητά μας να διασφαλίσουμε την έγκαιρη επιστροφή του πληθωρισμού στον μεσοπρόθεσμο στόχο του 2%», πρόσθεσε, ενώ ανέφερε ωστόσο ότι «έχουμε ακόμη πολύ έδαφος να καλύψουμε» με δεδομένο ότι οι όποιες αποφάσεις θα ληφθούν λαμβάνοντας ύπόψιν τόσο τις προοπτικές του πληθωρισμού όσο και τη δυναμική του. Έτσι με δεδομένο ότι ο πληθωρισμός, παρόλο που υποχωρεί, θα παραμείνει υψηλός για πολύ καιρό ακόμη, η ίδια δικαιολόγησε τη σημερινή απόφαση για αύξηση των επιτοκίων κατά 0,5%.
Η απόφαση αυτή ελήφθη με μεγάλη πλειοψηφία από το Διοικητικό Συμβούλιο της ΕΚΤ, μετά από σχετική εισήγηση του Εκτελεστικού Συμβουλίου. Όπως αποκάλυψε η Κριστίν Λαγκάρντ μόνο δύο- τρεις κεντρικοί τραπεζίτες εξέφρασαν διαφορετική άποψη. Υπεραμύνθηκε μάλιστα της συγκεκριμένης απόφασης, παρά τα νέα δεδομένα που έχει δημιουργήσει η πρόσφατη χρηματοοικονομική αναταραχή, υπογραμμίζοντας ότι δεν υπάρχει δίλλημμα μεταξύ χρηματοποιστωτικής σταθερότητας και σταθερότητας των τιμών.
Διαβεβαίωσε, δε, ότι οι ευρωπαϊκές τράπεζες διαθέτουν επαρκή ρευστότητα και ισχυρή κεφαλαιακή βάση. Βρίσκονται σε πολύ καλύτερη κατάσταση σε σχέση με αυτή που ήταν όταν ξέσπασε η χρηματοοικονομική κρίση μετά την κατάρρευση της Lehman Brothers. Υποστήριξε, μάλιστα, ότι υπάρχουν σημαντικές διαφορές μεταξύ των ευρωπαϊκών τραπεζών και της αμερικανικής SVB που πτώχευσε. Τόνισε ότι η ΕΚΤ διαθέτει αποτελεσματικά εργαλεία στην περίπτωση που οι ευρωπαϊκές τράπεζες χρειαστούν ενίσχυση της ρευστότητας τους.
Επιπλέον, δήλωσε ότι «το αυξημένο επίπεδο αβεβαιότητας ενισχύει τη σημασία μιας προσέγγισης που εξαρτάται από τα δεδομένα στις αποφάσεις μας για τα επιτόκια πολιτικής, οι οποίες θα καθορίζονται από την εκτίμησή μας για τις προοπτικές του πληθωρισμού υπό το πρίσμα των εισερχόμενων οικονομικών και χρηματοπιστωτικών δεδομένων, τη δυναμική του υποκείμενου πληθωρισμού και την ισχύ της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής. Παρακολουθούμε στενά τις τρέχουσες εντάσεις στην αγορά και είμαστε έτοιμοι να αντιδράσουμε, εφόσον αυτό είναι απαραίτητο, για να διατηρήσουμε τη σταθερότητα των τιμών και τη χρηματοπιστωτική σταθερότητα στη ζώνη του ευρώ».
«Σε κάθε περίπτωση, είμαστε έτοιμοι να προσαρμόσουμε όλα τα μέσα που διαθέτουμε στο πλαίσιο της εντολής μας για να διασφαλίσουμε ότι ο πληθωρισμός θα επιστρέψει στον μεσοπρόθεσμο στόχο μας και να διατηρήσουμε την ομαλή λειτουργία της μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής», διαμήνυσε η πρόεδρος της ΕΚΤ.
Η επικεφαλής της ΕΚΤ αναγνώρισε πάντως ότι τα υψηλά επιτόκια έχουν αρχίσει να προκαλούν αρνητικές επιπτώσεις τόσο στο χρηματοπιστωτικό τομέα όσο και στο μέτωπο της ανάπτυξης, γεγονός που ήδη αντανακλάται στην επί τα χείρω αναθεώρηση των προβλέψεων της Τράπεζας για το ρυθμό ανάπτυξης τη διετία 2024-25.
Όπως ανέφερε η ίδια η αύξηση των επιτοκίων στις αγορές έχει αντιστραφεί έντονα τις τελευταίες ημέρες μετά τις μεγάλες αναταράξεις στις χρηματοπιστωτικές αγορές.
Αναγνώρισε ότι τα δάνεια προς τις επιχειρήσεις της ζώνης του ευρώ έχουν γίνει πλέον πιο ακριβά. Η πιστωτική επέκταση προς τις επιχειρήσεις έχει μειωθεί περαιτέρω τόσο, λόγω της χαμηλότερης ζήτησης όσο και των αυστηρότερων όρων με τους οποίους οι τράπεζες χορηγούν τα νέα δάνεια. Όσον αφορά στον δανεισμό των νοικοκυριών η κυρία Λαγκάρντ ανέφερε ότι έχει γίνει επίσης πιο ακριβός, ειδικά λόγω των υψηλότερων επιτοκίων στεγαστικών δανείων. Αυτή η αύξηση του κόστους δανεισμού και η συνακόλουθη μείωση της ζήτησης, σε συνδυασμό με τα αυστηρότερα πιστωτικά κριτήρια που εφαρμόζουν οι τράπεζες οδήγησαν σε περαιτέρω επιβράδυνση της αύξησης χορηγήσεων νέων δανείων προς τα νοικοκυριά.
Οι αποφάσεις της ΕΚΤ και οι διευκρινήσεις που έδωσε στη συνέχεια η Κριστίν Λακγάρντ είχαν ως αποτέλεσμα να ενισχυθεί το ευρώ έναντι του δολαρίου. Νωρίς το απόγευμα το ευρώ διαπραγματευόταν στα 1,0606 δολ. από το επίπεδο των 1,0575 δολ. που άνοιξε το πρωί. Όσον αφορά στα ομόλογα, οι αποδόσεις των περισσοτέρων κινήθηκαν ανοδικά με πιο ενδεικτική αυτή του γερμανικού 10ετούς ομολόγου η οποία κυμαίνονταν στο 2,20% από 2,11%. Αντίθετα, η απόδοση του ελληνικού 10ετούς ομολόγου υποχώρησε οριακά στο 4,26% από 4,28% χθες.
Οι εκτιμήσεις για ανάπτυξη και πληθωρισμό
Τα στελέχη της ΕΚΤ αναθεωρούν τις εκτιμήσεις τους για την ανάπτυξη και τον πληθωρισμό. Τον βλέπουν τώρα να διαμορφώνεται στο 5,3% το 2023, στο 2,9% το 2024 και λίγο πάνω από το στόχο που έχει θέσει (2%), στο 2,1% το 2025. Όπως αναφέρεται στην ανακοίνωση ο πληθωρισμός εκτός ενέργειας και τροφίμων συνέχισε να αυξάνεται τον Φεβρουάριο και θα διαμορφωθεί στο 4,6% το 2023, στο 2,5% το 2024 και το 2,2% το 2025. ΕΚΤ αναθεωρεί και τις προβλέψεις για την ανάπτυξη το 2023 και βλέπει το 2023 αύξηση του ΑΕΠ κατά 1% κατά μέσο όρο, με την ανάπτυξη να ευνοείται από τη μεγάλη πτώση των τιμών ενέργειας.
APP και έκτακτο πρόγραμμα αγοράς στοιχείων ενεργητικού λόγω πανδημίας (PEPP)
Το χαρτοφυλάκιο APP μειώνεται με μετρημένο και προβλέψιμο ρυθμό, καθώς το Ευρωσύστημα δεν επανεπενδύει όλα τα ποσά από την εξόφληση τίτλων κατά τη λήξη τους. Η μείωση θα ανέρχεται σε 15 δισεκ. ευρώ μηνιαίως κατά μέσο όρο μέχρι το τέλος του Ιουνίου 2023 και στη συνέχεια ο ρυθμός της θα καθορίζεται με την πάροδο του χρόνου.
Σε ό,τι αφορά το πρόγραμμα PEPP, το Διοικητικό Συμβούλιο σκοπεύει να επανεπενδύει τα ποσά κεφαλαίου από την εξόφληση τίτλων που αποκτήθηκαν στο πλαίσιο του προγράμματος κατά τη λήξη τους τουλάχιστον μέχρι το τέλος του 2024. Σε κάθε περίπτωση, η μελλοντική σταδιακή μείωση (roll-off) του χαρτοφυλακίου PEPP θα ρυθμιστεί κατά τρόπο ώστε να αποφευχθούν παρεμβολές στην ενδεδειγμένη κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής.
Το Διοικητικό Συμβούλιο θα συνεχίσει να εφαρμόζει ευελιξία στις επανεπενδύσεις ποσών από την εξόφληση τίτλων του χαρτοφυλακίου PEPP καθώς φθάνουν στη λήξη τους, με σκοπό να αντιμετωπιστούν οι κίνδυνοι για τον μηχανισμό μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής που σχετίζονται με την πανδημία.
Πράξεις αναχρηματοδότησης
Καθώς οι τράπεζες θα αποπληρώνουν τα ποσά που δανείστηκαν στο πλαίσιο των στοχευμένων πράξεων πιο μακροπρόθεσμης αναχρηματοδότησης, το Διοικητικό Συμβούλιο θα αξιολογεί τακτικά το πώς οι στοχευμένες πράξεις χρηματοδότησης συνεισφέρουν στην κατεύθυνση της νομισματικής πολιτικής του.
Το Διοικητικό Συμβούλιο είναι έτοιμο να προσαρμόσει όλα τα μέσα που έχει στη διάθεσή του εντός των ορίων της εντολής που του έχει ανατεθεί, προκειμένου να διασφαλίσει ότι ο πληθωρισμός θα επανέλθει στον στόχο του 2% μεσοπρόθεσμα και να διαφυλάξει την ομαλή λειτουργία του μηχανισμού μετάδοσης της νομισματικής πολιτικής.
Η εργαλειοθήκη πολιτικής που διαθέτει η ΕΚΤ είναι πλήρως εξοπλισμένη για την παροχή στήριξης σε ρευστότητα στο χρηματοπιστωτικό σύστημα της ζώνης του ευρώ αν χρειαστεί. Επιπλέον, το μέσο για την προστασία της μετάδοσης (Transmission Protection Instrument – TPI) είναι διαθέσιμο για να αντισταθμίζει ανεπιθύμητες, άτακτες εξελίξεις στην αγορά που θέτουν σοβαρή απειλή για τη μετάδοση της νομισματικής πολιτικής σε όλες τις χώρες της ζώνης του ευρώ, επιτρέποντας έτσι στο Διοικητικό Συμβούλιο να εκπληρώνει πιο αποτελεσματικά την αποστολή του για τη σταθερότητα των τιμών.