Τα αποτελέσματα των εγχώριων τραπεζών του δ’ τριμήνου ήταν εντυπωσιακά αφού στηρίχθηκαν κατά κύριο λόγο σε επαναλαμβανόμενα έσοδα από τις δύο βασικές γραμμές των εσόδων από τόκους και προμήθειες. Ειδικότερα τα έσοδα από τόκους εμφάνισαν την καλύτερη απόλυτη τιμή τους από το 2016 (1,72 δισ. ευρώ) με την μόνη διαφορά ότι η συνεισφορά των τόκων από δάνεια σε καθυστέρηση βρίσκεται πλέον αισθητά κάτω του 10%, βελτιώνοντας πολύ την ποιότητα τους. Το ρεκόρ ωστόσο φαίνεται ότι θα έχει και συνέχεια και η κορύφωση του επιτοκιακού εσόδου μάλλον έρχεται στο γ’ τρίμηνο του 2023.
Οι πρώτοι δύο μήνες του 2023 δείχνουν ότι το άνοιγμα της ψαλίδας μεταξύ δανείων και καταθέσεων συνεχίστηκε. Από το 4,96% που ήταν το μέσο spread του Δεκεμβρίου, ο Φεβρουάριος εμφανίζει αύξηση 40 μονάδων βάσης φθάνοντας το 5,36%. Σε ένα σύνολο εγχώριων δανείων 186. 4 δισ. ευρώ προκύπτει διαφορά 745 εκατ. ευρώ ή 186 εκατ. ευρώ στο τρίμηνο.
Όμως ακόμα και αυτή η διαφορά δεν καλύπτει το σύνολο της αύξησης των εσόδων από τόκους που θα δούμε στο α’ τρίμηνο. Και τούτο διότι σε αυτά τα νούμερα δεν περιλαμβάνεται η αύξηση των επιτοκίων από την EKT στις 16 Μαρτίου κατά 50 μονάδες βάσης. Η αύξηση αυτή έχει σαν σημείο εκκίνησης την 22α Μαρτίου, άρα ένα μικρό μέρος της αύξησης θα περάσει και στα έσοδα του α’ τριμήνου.
Αν και οι τράπεζες έχουν δηλώσει ότι δεν θα περάσουν το σύνολο της αύξησης στις χορηγήσεις τους, ένα μικρό μέρος της αύξησης ενσωματώνεται στο δανειακό τους χαρτοφυλάκιο και ένα μικρότερο στις καταθέσεις τους (pass-through). Στις πρόσφατες τηλεδιασκέψεις οι τράπεζες έχουν δηλώσει ότι θα περάσουν στις προθεσμιακές καταθέσεις το 80% της αύξησης, στις όψεως το 20% και περίπου τα 2/3 για τις χορηγήσεις τους. Το μίγμα είναι σαφώς ευνοϊκό αφού από τα 182 δισ. ευρώ των συνολικών εγχώριων ιδιωτικών καταθέσεων, τα 144 δισ. ευρώ αφορούν καταθέσεις όψεως με βάση την τελευταία εικόνα του Φεβρουαρίου.
Οι τράπεζες έχουν ακόμα πει ότι στο μέλλον θα κινηθούν προσεκτικά στην ενσωμάτωση νέων αυξήσεων προκειμένου να αποφύγουν επιδείνωση της ποιότητας του ενεργητικού τους. Αυτό σημαίνει ότι η αύξηση δεν θα ενσωματώνεται γραμμικά ή ανάλογα σε όλες τις κατηγορίες δανείων, αλλά εκεί που υπάρχουν κάποια περιθώρια.
Για παράδειγμα, τον Φεβρουάριο στα «ακριβά» καταναλωτικά δάνεια η αύξηση είναι 10 μονάδες βάσης, στα στεγαστικά 8 μονάδες, στα επιχειρηματικά 16 μονάδες βάσης κ.ο.κ. Επομένως η αύξηση του Μαρτίου και ενδεχομένως αυτή του Μαΐου (η αγορά προεξοφλεί 25 μονάδες βάσης) θα έχει μετριοπαθές αποτέλεσμα στα μεγέθη τους, σίγουρα πιο μετριοπαθές από τις προηγούμενες αυξήσεις επιτοκίων από την ΕΚΤ.
Γεγονός είναι ότι με το «καλημέρα» της χρήσης η γραμμή των εσόδων από τόκους οδεύει για μια μέση αύξηση 200 - 250 εκατ. ευρώ στο τρίμηνο. Το «όλον» αθροίζει 8 δισ. ευρώ έσοδα από τόκους και άλλα 1,8 δισ. ευρώ έσοδα από προμήθειες για τις τέσσερις συστημικές τράπεζες. Με αυτά τα δεδομένα και έχοντας διανύσει τη μεγαλύτερη απόσταση των εξόδων αναδιάρθρωσης (δίκτυο, εθελούσιες κλπ) το προ-προβλέψεων αποτέλεσμα μπορεί να ξεπεράσει τα 5 δισ. ευρώ στην τρέχουσα χρήση. Και αυτό παρά την αυξημένη επίδραση του πολιτικού ρίσκου φαίνεται ότι είναι κάτι που δεν μπορεί να αγνοηθεί εύκολα.