Goldman Sachs: Γιατί οι ελληνικές τράπεζες είναι θωρακισμένες έναντι της κρίσης

Goldman Sachs: Γιατί οι ελληνικές τράπεζες είναι θωρακισμένες έναντι της κρίσης

Το ιδιαίτερα αυξημένο επίπεδο ασφαλείας των ελληνικών τραπεζών αναδεικνύει η έκθεση της Goldman Sachs, για τις τράπεζες της ευρύτερης Κεντρικής και Ανατολικής Ευρώπης και Μέσης Ανατολής και Αφρικής. Στοιχεία όπως η αυξημένη κεφαλαιακή επάρκεια, ο δείκτης ρευστότητας, τα δάνεια σε σχέση με τις καταθέσεις, η ισχνή παρουσία κεφαλαίων από μη εξασφαλισμένα ομόλογα  AT1 σε αντίθεση με την ισχυρή παρουσία των πλέον ασφαλών senior ομολόγων, περνάει μέσα από την έκθεση του οίκου και απαντάται στα συμπεράσματά του.

Σε όλα τα επιμέρους στοιχεία και σε όλο το φάσμα των στοιχείων οι ελληνικές τράπεζες ξεχωρίζουν και η τήρηση των κανόνων ασφαλείας που επιβάλλουν ΕΚΤ και τραπεζικές αρχές, όπως και η επαγγελματικότητα των διοικήσεων των ελληνικών τραπεζών, είναι εμφανής και κάνει τη διαφορά σε κάθε επενδυτή ο οποίος θα ρίξει μία ματιά στα στοιχεία τους.

Η έκθεση έχει λεπτομερή ανάλυση ανά τράπεζα και παρουσιάζονται πολλά στοιχεία τα οποία το Liberal.gr έχει παρουσιάσει πριν ξεσπάσει η κρίση, αλλά και άμεσα με το ξέσπασμά της.

Για τους λόγους που αναφέρθηκαν η Goldman Sachs διατηρεί τη σύσταση αγοράς για τις μετοχές των ελληνικών τραπεζών Alpha Bank, Πειραιώς και Εθνική και neutral (ουδέτερη) για τη Eurobank, καθώς και τις προηγούμενες τιμές στόχους. Αυτές διαμορφώνονται:

  • Στο 1,60 ευρώ  για την Alpha Bank, 
  • Στα 2,20 ευρώ για την Τράπεζα Πειραιώς, 
  • Στα 5,40 ευρώ για την Εθνική Τράπεζα και 
  • Στο 1,40 ευρώ για την Eurobank

Τα ομόλογα των τραπεζών

Πολύ ενδιαφέρουσα όμως είναι και η παρουσίαση της διάρθρωσης των επενδυτικών χαρτοφυλακίων σε ομόλογα των ελληνικών τραπεζών, μιας και υπάρχουν τράπεζες στις ΗΠΑ που τοποθέτησαν από 60% έως και πάνω από 90% της ρευστότητάς τους. Φυσικά οι ελληνικές τράπεζες έχουν δεσμεύσεις για να μην κάνουν το ίδιο, ζήτηση για χρηματοδότηση από επιχειρήσεις και νοικοκυριά, δεσμεύσεις από τις Αρχές και κυρίως επαγγελματική διαχείριση όπως ήδη αναφέρθηκε, για να πέσουν σε τέτοιους ερασιτεχνισμούς χωρίς διασπορά ή κοινή λογική που φέρνουν στο τέλος αποτελέσματα σαν αυτά της SVB. 

Υπενθυμίζεται ότι σύμφωνα με πληροφορίες τα χαρτοφυλάκια των ελληνικών τραπεζών έχουν περίπου 41 δισ. ευρώ ομόλογα και περίπου τα μισά είναι ομόλογα του ελληνικού δημοσίου, ακολουθούμενα από ομόλογα Ευρωζώνης με χώρες εκδότες κυρίως τη Γερμανία, Γαλλία και στη συνέχεια την Ιταλία. Άλλα 11-12 δισ. ευρώ τίτλων που διαθέτουν δεν είναι διακρατούμενοι και οι περισσότεροι προορίζονται για trading. Η Εθνική Τράπεζα επίσης αντισταθμίζει με παράγωγα μεγάλο μέρος αν όχι όλο το χαρτοφυλάκιο.

Να σημειωθεί επίσης σύμφωνα με πληροφορίες ότι περίπου το 80% των ομολόγων που διακρατούν οι ελληνικές τράπεζες (λίγο παραπάνω στο 83% η Alpha Bank) είναι ομόλογα τα οποία καταγράφονται λογιστικά ως αποσβεσμένα περιουσιακά στοιχεία.

Έτσι σύμφωνα με την Goldman Sachs, στην Alpha to 41% της αξίας των τίτλων λήγει σε 1-5 χρόνια και το 51% μετά από 5 χρόνια, ενώ σε έντοκα και βραχυχρόνιους τίτλους με λήξη σε 3-12 μήνες είναι το 6% της αξίας του χαρτοφυλακίου

Στην Πειραιώς το 81% της αξίας του χαρτοφυλακίου ομολόγων έχει διάρκεια μεγαλύτερη της πενταετίας και 11% από ένα έως πέντε χρόνια, ενώ 6% είναι έντοκα γραμμάτια και ρέπος διάρκειας μικρότερης του τριμήνου.

Στη Eurobank το 54% της αξίας του χαρτοφυλακίου ομολόγων έχει διάρκεια μεγαλύτερη από 5 έτη και 44% διάρκεια από ένα έως πέντε χρόνια.

Τέλος, στην ΕΤΕ το 71% του χαρτοφυλακίου έχει διάρκεια μεγαλύτερη από 5 χρόνια, το 22% είναι βραχυζρόνια έντοκα ή «ρέπος» με διάρκεια έως τρεις μήνες και 6% του χαρτοφυλακίου ομολόγων έχει διάρκεια από ένα έως πέντε χρόνια. 

Η επάρκεια κεφαλαίων των ελληνικών τραπεζών και η υψηλή ρευστότητα 

Σύμφωνα με την έκθεση του οίκου:

  • Η συνεισφορά του CET1 στο Συνολικό Κεφάλαιο των ελληνικών τραπεζών ήταν περίπου 80% το 2022, με περιορισμένη εξάρτηση σε τίτλους AT1. (Δύο ελληνικές τράπεζες, Alpha Bank και η Πειραιώς, είχαν τίτλους ΑΤ1 στην κεφαλαιακή τους δομή, οι οποίοι συνεισέφεραν κατά 7% και 12% αντίστοιχα στα συνολικά επίπεδα κεφαλαιακής επάρκειας).
  • Οι ελληνικές συστημικές τράπεζες έχουν βελτιώσει σημαντικά τα επίπεδα συνολικού κεφαλαίου και του δείκτη CET1 το 2022, κατά μέσο όρο περίπου 1,8% σε ετήσια βάση. 

Ο δείκτης CET1 για τις Εθνική Τράπεζα / Eurobank / Alpha Bank και Τράπεζα Πειραιώς ήταν στο 15,6%, 15,2%, 11,9% και 11,5% αντίστοιχα (έναντι ελάχιστων επιπέδων 9,4-9,5%), ενώ ο δείκτης Συνολικής Κεφαλαιακής Επάρκειας (CAD) ήταν στο 16,8%, 18,2%, 16,1% και 16,4% στα τέλη του 2022.

Η κατεύθυνση (guidance) των διοικήσεων των ελληνικών τραπεζών προβλέπει ενίσχυση της κεφαλαιακής επάρκειας 100-150 μ.β το 2023 και 250-350 μ.β έως το 2025, η οποία δεν βασίζεται σε νέα έκδοση AT1/Tier 2. Η Goldman Sachs λέει, ότι οι ελληνικές τράπεζες σχεδιάζουν να εκδώσουν περισσότερους τίτλους senior χρέους (Tier 2 και περισσότερα senior εργαλεία) οι οποίοι είναι επιλέξιμοι για τις απαιτήσεις MREL. Μετά την πρόσφατη αστάθεια της αγοράς σχετικά με τις εκδόσεις χρέους AT1, επηρεάστηκε επίσης η τιμολόγηση περισσότερων senior ομολόγων στην Ελλάδα, σύμφωνα με τον οίκο. Οι αποδόσεις των senior τίτλων των ελληνικών τραπεζών διευρύνθηκαν κατά περίπου 60 μονάδες βάσης τις τελευταίες δύο εβδομάδες (έναντι 160 μ. διεύρυνσης των αποδόσεων των AT1).

Αυτό, λέει η Goldman, μπορεί να σημαίνει υψηλότερο κόστος έκδοσης νέων ομολόγων, τουλάχιστον για την ώρα.

Ωστόσο ο οίκος αναφέρει ότι οι ελληνικές τράπεζες αναμένουν με αυξανόμενη πιθανότητα το ελληνικό δημόσιο χρέος να αποκτήσει αξιολόγηση επενδυτικής βαθμίδας στο δεύτερο εξάμηνο του 2023 γεγονός που μπορεί να ενισχύσει την τιμολόγηση των ελληνικών τίτλων και επομένως να μειώσει το κόστος έκδοσης νέων ομολόγων.

Ο οίκος αναφέρει, ότι οι ελληνικές τράπεζες έχουν υγιή επίπεδα ρευστότητας, με τον δείκτη κάλυψης να κινείται πολύ πάνω του 100% και στο 198% σε μέσο όρο. (Ειδικότερα, για την Alpha Bank διαμορφώνεται στο 167%%, για την Πειραιώς στο 201%, για την Eurobank στο 173% και για την Εθνική στο 249%. Ο δείκτης δανείων προς καταθέσεις είναι πολύ χαμηλότερα του 100% και στο 67% σε μέσο όρο, ενώ ο καθαρός δείκτης σταθερής χρηματοδότησης είναι επίσης πολύ ισχυρός, άνω του 100% και με μέσο όρο το 132%.