Εφησυχαστικός ως προς την ανθεκτικότητα των ελληνικών τραπεζών μετά τις διεθνείς εξελίξεις στον χρηματοπιστωτικό τομέα, που έχουν προκαλέσει αναταραχές στις αμερικανικές και ελβετικές τράπεζες, εμφανίστηκε ο διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος Γιάννης Στουρνάρας, με δήλωσή του στη γερμανική εφημερίδα Handelsblatt.
«Οι ελληνικές τράπεζες είναι πιο ανθεκτικές από ό,τι πριν από μερικά χρόνια και διαθέτουν μεγαλύτερα αποθέματα ασφαλείας για να απορροφήσουν τις επιπτώσεις μιας χρηματοπιστωτικής κρίσης», δήλωσε χαρακτηριστικά ο Γιάννης Στουρνάρας στην Handelsblatt.
«Οι τράπεζες έχουν σημειώσει «σημαντική πρόοδο στην εξυγίανση των ισολογισμών τους και διαθέτουν άφθονη ρευστότητα χάρη στην αύξηση των καταθέσεων, καθώς και στην πρόσβαση στις αγορές χονδρικής» τονίζει.
Και προσθέτει: «Επίσης, επέστρεψαν στην κερδοφορία το 2022 και έχουν βελτιώσει την κεφαλαιακή τους επάρκεια σε επίπεδο πάνω από τις εποπτικές απαιτήσεις. Η έκθεσή τους είναι «σχεδόν μηδενική», σύμφωνα με τον κ. Στουρνάρα. Τα ιδρύματα επίσης δεν έχουν έκθεση σε πρόσθετα μέσα κεφαλαίου της Κατηγορίας 1 (Additional Tier 1) της Credit Suisse.
Ο συντάκτης της Handelsblatt αναφέρει πως «πράγματι, τα τέσσερα συστημικά ελληνικά πιστωτικά ιδρύματα έχουν ανακάμψει σε μεγάλο βαθμό από την κρίση της περιόδου 2010-2018. Έχουν μειώσει το ποσοστό των μη εξυπηρετούμενων δανείων, το οποίο είχε φθάσει σχεδόν στο 50% του συνόλου των δανείων το Μάρτιο του 2016, σε 8,7% στο τέλος Δεκεμβρίου του 2022, και οι καταθέσεις τους έχουν αυξηθεί κατά 30% την τελευταία τετραετία».
«Σήμερα, το υπόλοιπο των δανείων ανέρχεται σε 123 δισεκ. ευρώ και αντικρίζεται με καταθέσεις ύψους 201,2 δισεκ. ευρώ. Οι εισροές από τον ευρωπαϊκό Μηχανισμό Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας (RRF) θα ενισχύσουν περαιτέρω τη ρευστότητα των τραπεζών και θα δώσουν ώθηση στην πιστωτική επέκταση τα επόμενα χρόνια».
Σύμφωνα με τον ίδιο, «μέχρι στιγμής, δεν υπάρχουν ενδείξεις τραπεζικού πανικού (bank run) όπως αυτός που έζησε η Ελλάδα στις αρχές του καλοκαιριού του 2015, κατά την κορύφωση της κρίσης του ευρώ. Τότε, ο αριστερός πρωθυπουργός Αλέξης Τσίπρας και ο υπουργός Oικονομικών Γιάνης Βαρουφάκης οδήγησαν το ελληνικό χρηματοπιστωτικό σύστημα στο χείλος της κατάρρευσης με τη συγκρουσιακή στάση τους απέναντι στους διεθνείς πιστωτές της χώρας.
Φοβούμενοι το Grexit, την έξοδο της Ελλάδος από την ευρωζώνη, οι πολίτες προέβησαν σε αθρόες αναλήψεις από τις τράπεζες εκείνη την εποχή. Μέσα σε έξι μήνες οι καταθέσεις μειώθηκαν από 160 δισεκ. ευρώ σε 136 δισεκ. ευρώ. Για να σταματήσει η αιμορραγία των τραπεζών, η κυβέρνηση κήρυξε τραπεζική αργία επί τρεις εβδομάδες στα τέλη Ιουνίου 2015 και θέσπισε περιορισμούς στην κίνηση κεφαλαίων.
Σε αντίθεση με εκείνη την εποχή, σήμερα στα διοικητικά συμβούλια των ελληνικών τραπεζών επικρατεί γαλήνη. Η κατάρρευση της Silicon Valley Bank (SVB) είναι μια ειδική περίπτωση, όπως εκτιμάται».
Διαρθρωτικές αδυναμίες στον τραπεζικό τομέα
Ωστόσο, ως αποτέλεσμα της κρίσης του ελληνικού δημόσιου χρέους, ο τραπεζικός τομέας εξακολουθεί να βρίσκεται αντιμέτωπος με ένα διαρθρωτικό πρόβλημα. Οι διαγραφές επισφαλών δανείων έχουν απορροφήσει μεγάλο μέρος των ιδίων κεφαλαίων τους τα τελευταία χρόνια.
Έχοντας δείκτη κεφαλαίου κοινών μετοχών της Κατηγορίας 1 (CET 1) 13,2%, οι ελληνικές τράπεζες καλύπτουν τις ελάχιστες εποπτικές απαιτήσεις. Όμως το 63% των εποπτικών ιδίων κεφαλαίων τους αποτελείται από οριστικές και εκκαθαρισμένες αναβαλλόμενες φορολογικές απαιτήσεις (Deferred Tax Credit – DTC).
Με αυτό τον τρόπο το κράτος αποζημίωσε τις τράπεζες το 2012 για τις απώλειες που υπέστησαν από την αναδιάρθρωση του δημόσιου χρέους (haircut).
Προκειμένου να αυξήσουν την κεφαλαιακή τους επάρκεια, οι τράπεζες δεν θα διανείμουν μερίσματα για το 2022, παρά τα κέρδη χρήσης τους που ανέρχονται σε δισεκατομμύρια. Στην τελευταία Έκθεση Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας, η Τράπεζα της Ελλάδος χαρακτηρίζει το υψηλό ποσοστό των αναβαλλόμενων φορολογικών απαιτήσεων ως «πρόκληση».
Ο Διοικητής της Τράπεζας της Ελλάδος κ. Στουρνάρας, ωστόσο, θεωρεί ότι οι τράπεζες βρίσκονται σε καλό δρόμο όσον αφορά την ενίσχυση της κεφαλαιακής τους βάσης:
«Στο μέλλον, η σύγκλιση της ποιότητας των στοιχείων ενεργητικού με το μέσο όρο της ΕΕ, η βελτίωση της ποιότητας και της προσφοράς κεφαλαίου και η διατήρηση της κερδοφορίας χάρη στην ανάπτυξη των επιχειρήσεων θα ενισχύσουν περαιτέρω τα θεμελιώδη μεγέθη των ελληνικών πιστωτικών ιδρυμάτων», προβλέπει ο Έλληνας κεντρικός τραπεζίτης.